7/5/24

CHARLES DICKENS, «ΤΑ ΕΓΓΡΑΦΑ ΠΙΚΓΟΥΙΚ», μετάφραση Ρένα Χάτχουτ, απόδοση ποιητικών κειμένων Δημήτρης Μαύρος, εκδόσεις GUTENBERG (σειρά ORBIS LITERAE, editio minor)

 


ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ 136- CHARLES DICKENS, «ΤΑ ΕΓΓΡΑΦΑ ΠΙΚΓΟΥΙΚ», μετάφραση Ρένα Χάτχουτ, απόδοση ποιητικών κειμένων Δημήτρης Μαύρος, εκδόσεις GUTENBERG (σειρά ORBIS LITERAE, editio minor) 

Για πρώτη φορά στα ελληνικά μεταφράστηκε και κυκλοφορεί ένα από τα πρώτα έργα του κλασικού Κάρολου Ντίκενς, με τίτλο «Τα έγγραφα Πίκγουικ». Αξίζουν συγχαρητήρια στις εκδόσεις Gutenberg  για το τόλμημα, όπως επίσης και στην μεταφράστρια Ρένα Χάτχουτ για την απόδοση στα νέα ελληνικά σχεδόν 1250 σελίδων, με τη βοήθεια του Δημήτρη Μαύρου, που απέδωσε τα ποιητικά αποσπάσματα του έργου. «Τα έγγραφα Πίκγουικ» κυκλοφορήθηκαν στην Αγγλία το 1837 και η θεματολογία τους μοιάζει λίγο παράταιρη με τους καιρού μας. Στην πραγματικότητα όμως αποτελεί ένα ταξιδιωτικό χρονικό στην Αγγλία της τότε εποχής και την ίδια στιγμή μια αφήγηση διάφορων ιστοριών, η οποία, σήμερα, θα μπορούσε να είναι μία σειρά επεισοδίων στο Διαδίκτυο, με ένα εξαιρετικό αφηγητή, ο οποίος θα προκαλούσε το ενδιαφέρον των θεατών του όχι μόνο χάρις στα πρόσωπα που λειτουργούν ως συνδετικοί κρίκοι στην ιστορία και που είναι ουσιαστικό το κοινό και οι ήρωες συνάμα, αλλά χάρις στην σκιαγράφηση της ανθρώπινης φύσης, όπως αυτή αποτυπώνεται στις ιστορίες.

                Πόσο έχει αλλάξει άραγε ο κόσμος μας; Αν αφήσουμε κατά μέρος την ταχύτητα και τα επιστημονικά μέσα, στην πραγματικότητα η ανθρώπινη φύση δεν δείχνει να έχει αλλάξει καθόλου. Για παράδειγμα, οι εκλεκτοί δικηγόροι Ντόντσον και Φογκ της κυρίας Μπαρντέλ, οι οποίοι δεν θα διστάσουν να κλείσουν στη φυλακή τον κύριο Πίκγουικ, για μια δήθεν αθέτηση υπόσχεση γάμου, μόνο και μόνο για να βγάλουν χρήματα. Και το φιλοθεάμον κοινό των αδηφάγων σημερινών Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης, το οποίο διαδραματίζει τον ρόλο των ενόρκων, που καταδικάζουν για συναισθηματικούς λόγους έναν αθώο, μόνο και μόνο για τις εντυπώσεις (σσ. 736-774).

Παράλληλα, ένα δικαστικό σύστημα, το οποίο βλέπει τα πάντα στο γράμμα του νόμου, στηριγμένο και στην εξαγορά μαρτύρων (« ,,Εγγυητής;’’ - ,,Μάλιστα, αγαπητέ κύριε, υπάρχουν πέντ’ έξι εδώ. Θα εγγυηθούν για σας για οποιοδήποτε ποσό και θα σας χρεώσουν μόνο μισή κορόνα. Περίεργο επάγγελμα, έτσι δεν είναι;’’ είπε ο Πάρκερ παίρνοντας μια πρέζα ταμπάκο. - ,,Τι! Μου λέτε ότι αυτοί οι άνδρες κερδίζουν τα προς το ζην περιμένοντας εδώ για να ψευδομαρτυρήσουν στο δικαστήριο με μισή κορόνα το έγκλημα;’’, αναφώνησε ο κ. Πίκγουικ κατάπληκτος με αυτή την αποκάλυψη. - ,,Ε, δεν ξέρω αν πρόκειται ακριβώς για ψευδομαρτυρία, αγαπητέ μου κύριε’’, απάντησε ο μικροκαμωμένος κύριος. ,,Σκληρή λέξη, αγαπητέ μου κύριε, πολύ σκληρή λέξη. Είναι μια νομική έννοια, τίποτα περισσότερο’’», σ. 895), αδιαφορώντας στην πράξη για την αλήθεια.

Τέλος, το σύστημα των φυλακών, για το οποίο πολλές φορές θα αναφερθεί ο Ντίκενς στα μυθιστορήματά του (π.χ. στον «Όλιβερ Τουίστ», στον «Ζοφερό Οίκο», στην «Ιστορία δύο πόλεων»), αλλά τώρα θα περιγράψει το σύστημα με βάση την έκτιση της ποινής για χρέη. Διαβάζοντας τις αναφορές του Ντίκενς διαπιστώνουμε την ύπαρξη ενός παρασωφρονιστικού συστήματος, το οποίο νοικιάζει κελιά-δωμάτια, διακινεί προϊόντα παντός είδους, επιτρέπει την είσοδο και την έξοδο από τη φυλακή στους κρατουμένους, ουσιαστικά τους επιτρέπει να έχουν και υπηρέτες, υπάρχει ελεύθερο επισκεπτήριο (με κάποια πληρωμή, κυρίως σε είδος) ενώ η οικογενειακή ζωή συνεχίζεται σαν να μην τρέχει τίποτα, με μόνο το στίγμα ότι έχουμε να κάνουμε με την οικογένεια ενός φυλακισμένου. Ο Ντίκενς ουσιαστικά  περιγράφει την πλήρη αδυναμία του σωφρονιστικού συστήματος να λειτουργήσει σωφρονιστικά για τους κρατουμένους! «Καθώς περνούσε από μπροστά τους ο κ. Πίκγουικ, έριχνε μια ματιά στο εσωτερικό με μεγάλη περιέργεια και ενδιαφέρον. Εδώ, τέσσερις-πέντε ψηλοί γεροδεμένοι άνδρες, που με δυσκολία τους ξεχώριζε κανείς μέσα από ένα σύννεφο καπνού, ήταν απορροφημένοι σε μια θορυβώδη και άγρα συζήτηση κρατώντας μισοαδειασμένα μπουκάλια μπίρας ή παίζοντας χαρτιά με μια πολύ λιγδιασμένη τράπουλα. Στο διπλανό δωμάτιο έβλεπε κανείς κάποιον μοναχικό ένοικο ο οποίος, στο αδύναμο φως ενός κεριού, ήταν βυθισμένος στην ανάγνωση μιας στοίβας λεκιασμένων και κουρελιασμένων χαρτιών, που είχαν κιτρινίσει από τη σκόνη και είχαν αρχίσει να διαλύονται από την πολυκαιρία, γράφοντας για εκατοστή φορά κάποια μακροσκελή αναφορά με τα παράπονά του, για να τη διαβάσει κάποιος σπουδαίος άνδρας στου οποίου τα μάτια δεν θα έφτανε ποτέ ή που την καρδιά του δεν θα άγγιζε ποτέ. Σ’  ένα τρίτο, ένας άνδρας, με τη γυναίκα του κι ένα τσούρμο παιδιά, έστρωνε όπως όπως ένα κρεβάτι στο δάπεδο, ή πάνω σε μερικές καρέκλες για τα πιο μικρά, για να περάσουν έτσι τη νύχτα. Και σ’  ένα τέταρτο, κι ένα πέμπτο, κι ένα έκτο, κι ένα έβδομο, ο θόρυβος και η μπίρα και ο καπνός και τα χαρτιά επανέρχονταν όλα πιο έντονα από πριν. Στους ίδιους τους διαδρόμους, και ιδιαίτερα στις σκάλες, χασομερούσαν πολλά άτομα, που άλλα έρχονταν εδώ επειδή τα δωμάτιά τους ήταν άδεια και μοναχικά, και άλλα επειδή τα δωμάτιά τους ήταν γεμάτα και πολύ ζεστά .  τα περισσότερα επειδή ήταν νευρικά και δεν μπορούσαν να βρουν ησυχία καθώς δεν ήξεραν το μυστικό που θα τους έδειχνε πώς να απασχοληθούν.  Υπήρχαν πολλές κοινωνικές τάξεις εδώ, από τον εργάτη με το τσόχινο σακάκι του ώς τον κατεστραμμένο σπάταλο άντρα με τη ρόμπα που είχε φθαρεί στους αγκώνες . όμως όλοι τους έδιναν την ίδια εντύπωση- απάθειας και αδιαφορίας, αλλά και μαγκιάς ανθρώπων που μπαινοβγαίνουν στη φυλακή, αλαζονείας ατόμων που δεν φοβούνται τίποτα-, μια εντύπωση που δεν περιγράφεται με λέξεις αλλά που οποιοσδήποτε μπορεί να καταλάβει μέσα σε μια στιγμή, αν το επιθυμεί, μπαίνοντας στην πλησιέστερη φυλακή οφειλετών και κοιτάζοντας την πρώτη ομάδα ανθρώπων την οποία θα δει εκεί με το ίδιο ενδιαφέρον που κοίταζε ο κ. Πίκγουικ» (σσ. 906-908). Όσοι στη ζωή τους έμαθαν να περνούν τον χρόνο τους στις ταβέρνες, χωρίς να κάνουν κάτι ουσιαστικό και παραγωγικό, έβλεπαν τη φυλακή ως τόπο διακοπών. Αυτοί που εργάζονται, πονάνε επειδή βρίσκονται στη φυλακή. Κανείς σωφρονισμός όμως, ούτε ευκαιρία επανένταξης δεν προβλεπόταν. Είναι συγκλονιστική η περιγραφή του Ντίκενς, αλλά και αποδεικτική ότι η Ευρώπη του Διαφωτισμού, με τον Τσεζάρε Μπεκαρία και τον Μπένθαμ, δεν έχει δημιουργήσει ένα σωφρονιστικό σύστημα που να ανταποκρίνεται  στα κοινωνικά προβλήματα, αλλά και να σωφρονίζει παραγωγικά όσους δεν είναι εγκληματίες κατά της ζωής.  Ο Ντίκενς θα βγάλει αφήσει να διαφανεί και μια βαθύτερη κραυγή, για την εγκατάλειψη από την κοινωνία και τους οικείους πολλών εκ των φυλακισμένων, δείχνοντας το μέγεθος του κοινωνικού προβλήματος, που έχει και θρησκευτικές και πολιτικές προεκτάσεις. Λέει ένας φυλακισμένος στον κ. Πίκγουικ: «Οι φίλοι μου!...Αν ήμουν νεκρός στο βάθος του βαθύτερου ορυχείου του κόσμου, αν ήμουν κλεισμένος σ’  ένα φέρετρο καλά βιδωμένο, αν σάπιζα στο σκοτεινό και βρομερό χαντάκι που σέρνει τη λάσπη του κάτω από τα θεμέλια αυτής της φυλακής, δεν θα με ξεχνούσαν περισσότερο ούτε θα αδιαφορούσαν περισσότερο για μένα απ’ ό,τι τώρα που είμαι εδώ. Είμαι νεκρός . νεκρός για την κοινωνία, χωρίς τον οίκτο που χαρίζουν σ’ εκείνους που η ψυχή τους έχει κριθεί από τον Θεό. Φίλοι να δουν εμένα! Θεέ μου! Έχω βουλιάξει από το άνθος της ηλικίας μου ώς τα γεράματα σ’ αυτό το μέρος, και δεν υπάρχει κανένας που να σηκώσει το χέρι του πάνω από το κρεβάτι μου όταν θα είμαι νεκρός σ’ αυτό και να πει ,,Είναι ευλογία ο θάνατός του!’’» (σ.935). Και μας συγκλονίζει  η εξής εικόνα: «Τα πάντα ήταν σαματάς και φασαρία, με εξαίρεση ένα μικρό άθλιο υπόστεγο μερικά μέτρα παραπέρα όπου αναπαυόταν, χλομή και γαλήνια, η σορός του κρατούμενου του Τσάνσερι που είχε πεθάνει  το προηγούμενο βράδυ, περιμένοντας την παρωδία μιας έρευνας για την αιτία του θανάτου. Η σορός! Είναι ο νομικός όρος για την ανήσυχη, αεικίνητη μάζα από φροντίδες και στενοχώριες, φιλίες, ελπίδες και θλίψεις που αποτελούν ένα ζωντανό ον. Ο νόμος είχε τη σορό του .  και εκεί ήταν ξαπλωμένη, ντυμένη με σάβανο, φρικτός μάρτυρας του τρυφερού ελέους του» (σσ. 1009-1010). Η εικόνα τα λέει όλα. Για τον νόμο ο άνθρωπος είναι μία σορός, τίποτε άλλο, χωρίς αισθήματα, εμπειρία, ψυχή, αγάπη, έγνοιες, σχέση.  Και εξακολουθεί να μας κάνει εντύπωση ο τρόπος με τον οποίο ο Ντίκενς περιγράφει το έθιμο του κουμπαρά στον τοίχο της Φυλακής Φλιτ, τον οποίο κρατούσε εντός ενός σιδερένιου κλουβιού ένας πεινασμένος άνδρας και καλούσε τους επισκέπτες και τους περαστικούς να προσφέρουν ελεημοσύνη για τους φτωχούς οφειλέτες. «Αν και το έθιμο αυτό έχει καταργηθεί και το κλουβί έχει τώρα σφραγιστεί, η άθλια και θλιβερή κατάσταση των δυστυχισμένων αυτών ανθρώπων παραμένει η ίδια. Δεν μας ενοχλούν πια ζητώντας από την πύλη της φυλακής ελεημοσύνη και συμπόνια από τους περαστικούς . αλλά ακόμη δεν έχουμε σβήσει από τη νομοθεσία μας, ώστε να μας σέβονται και να μας θαυμάζουν οι επερχόμενες γενεές, τον δίκαιο και σωστό νόμο που δηλώνει ότι ο γεροδεμένος κακοποιός θα τρέφεται και θα ντύνεται και ότι ο άφραγκος οφειλέτης θα αφεθεί να πεθάνει από την πείνα και τη γύμνια. Αυτό δεν είναι μύθος. Δεν περνάει ούτε μια βδομάδα χωρίς σε καθεμιά από τις φυλακές οφειλετών μας να μην ξεψυχήσουν αναπόφευκτα μερικοί από τους άνδρες αυτούς από την παρατεταμένη αγωνία της στέρησης αν δεν τους ανακουφίσουν οι συγκρατούμενοί τους» (σ. 937). Τον ρόλο αυτό του ανακουφιστή έπαιξε ο ήρωας του Ντίκινς κ. Πίκγουικ.           

Άλλο παράδειγμα, ο προτεστάντης εφημέριος κ. Στίγκινς, ο οποίος χάρις στην εξαιρετική ρητορική του δεινότητα, συγκινεί την κυρία Ουέλερ, δεύτερη σύζυγο ενός από τους δευτερεύοντες ήρωες της ιστορίας, παίρνει τα χρήματα και την προσοχή της, πουλώντας θρησκευτικότητα, χωρίς αγάπη, χωρίς αληθινή σχέση με τον Θεό, αλλά θέλοντας να ρυθμίσει τη ζωή της και τις ζωές των όσων των ακολουθούν από συνήθεια («Ο ποιμένας χρωστούσε τρία τρίμηνα νερό και δεν είχε πληρώσει ούτε ένα φαρδίνι, σίγουρα- επειδή το νερό δεν το χρειαζόταν και πολύ, γιατί πολύ λίγο πίνει από κείνη τη βρύση, Σάμι. Ξέρει τα κόλπα στ’ αλήθεια. Ωστόσο, το νερό δεν ήταν πληρωμένο κι έτσι του το ‘κοψαν. Πηγαίνει ο ποιμένας στην εκκλησία, παριστάνει τον καταδιωγμένο οσιομάρτυρα, και λέει ότι ελπίζει πως η καρδιά του τόπου που του’ κλεισε το νερό θα  μαλακώσει και θα το ανοίξει ξανά, αλλά μάλλον πιστεύει ότι η θέση που του έχουν κρατημένη στον άλλο κόσμο δεν είναι και πολύ άνετη. Πάνω σ’ αυτό, μια γυναίκα καλεί συγκέντρωση, ψέλνει έναν ύμνο, εκλέγει τη μητριά σου πρόεδρο και ορίζει να γίνει έρανος την επόμενη Κυριακή και τα δίνει όλα στον ποιμένα. Κι αν δεν έχει αρκετά ώστε να πάψει να τον ενοχλεί η εταιρεία υδάτων για την υπόλοιπη ζωή του – κατέληξε ο κ. Ουέλερ- εγώ είμαι ο Πάπας κι εσύ επίσης, κι αυτό είναι όλο» σ. 591), πόσο διαφέρει στ’ αλήθεια από τους κάθε λογής τηλε-ευαγγελιστές στις ΗΠΑ, οι οποίοι ρυθμίζουν την πολιτική και κοινωνική ζωή της μεγάλης χώρας, εκμεταλλευόμενοι την άγνοια, την αδυναμία, τη συνήθεια, την ανάγκη των ανθρώπων να ανήκουν, τον φόβο τους να πάρουν τη ζωή τους στα χέρια τους, τον φόβο τους να αγαπήσουν και Θεό και ανθρώπους;

Άλλο παράδειγμα, οι κομπογιαννίτες ιατροί κ. Μπέντζαμιν Άλεν και Μπομπ Σόγιερ, οι οποίοι προσπαθούν να στηρίξουν τη φήμη τους σε ψεύτικα κατορθώματα και στην άγνοια του κοινού που θα ήθελε να βρει μαγικές λύσεις στα προβλήματα υγείας του, πόσο διαφέρουν από τους γιατρούς που έχουν λύσεις ενάντια στο σύστημα, ξέρουν ποιοι μας εκμεταλλεύονται και μας εξαπατούν στις μεγάλες αρρώστιες και είναι έτοιμοι να πουλήσουν επιστημοσύνη, χωρίς όμως να είναι θεράποντες της ιατρικής αλήθειας;

                Όλα αυτά και πολλά άλλα παρουσιάζονται μέσα από ένα μεγάλο σε έκταση μυθιστόρημα (συνήθεια της εποχής, καθώς δημοσιεύονταν σε συνέχειες τα κεφάλαιά του στις εφημερίδες), το οποίο αναδεικνύει την ικανότητα του Ντίκενς στη γραφή, στο να στήνει ωραίες και ενδιαφέρουσες ιστορίες, αλλά και στο να περιγράφει με την δική του ειρωνική και καυστική ματιά τα ήθη, την πολιτική, τη νοοτροπία της εποχής. Ο Σάμιουελ Πίκγουικ, ο πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος, ένας αληθινός gentleman, άρχοντας, γενναιόδωρος, πιστός στις αξίες του και, κυρίως, στην υπεράσπιση της αλήθειας, των λιγότερο δυνατών, είναι ο ισόβιος πρόεδρος της Λέσχης Πίκγουικ. Η λέσχη αποτελείται από μέλη τα οποία γίνονται κοινωνοί των ταξιδιωτικών ανά την Αγγλία εντυπώσεων του ιδρυτή και των μελών αυτής της λέσχης, που είναι φίλοι του, εν είδει συνεχιστών  των γεωγράφων του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, ως παρατηρητές τόπων και, κυρίως, της ανθρώπινης φύσης, της μεταβλητότητας των ανθρώπινων πραγμάτων, της μετάπτωσής τους από την ευτυχία στη δυστυχία και το αντίθετο, την ανάγκη των ανθρώπων για ψυχαγωγία, την προσβολή της τιμής που ξεπλένεται μέσα από τις μονομαχίες, την κακοποίηση των γυναικών, τα πικνίκ στην εξοχή, την παιδική εργασία και εκμετάλλευση (αγαπημένο θέμα του Ντίκενς), λαϊκή θυμοσοφία, όπως το ότι η ευθυμία έρχεται από την καρδιά του ανθρώπου και όχι από τα χείλη (σ.132), τις προτεραιότητες της αστικής τάξης της εποχής, που ήταν η προάσπιση των χριστιανικών αρχών, αλλά και η διακίνηση του χρήματος, ο γάμος ως ο κύριος σκοπός της ζωής του ανθρώπου, ο έρωτας που πρέπει να εκδηλωθεί σε συγκεκριμένα πλαίσια και με την έγκριση του πατέρα, τόσο για τον άντρα όσο και για τη γυναίκα, τα πολιτικά πάθη, τα οποία στήριζε ο τύπος της εποχής, η δημαγωγία, οι φιλολογικές συζητήσεις στην προοπτική τού «εορτές λογικής και ποταμοί ψυχής» (σ. 325), τα πάρτι μεταμφιεσμένων, μία αίσθηση ότι όλα ξεκινούν από το καθήκον έναντι της κοινωνίας, του εαυτού, της τάξης και της ηθικής.

Στο κλίμα αυτό εντάσσονται και μερικά από τα αγαπημένα θέματα της Ντικενσιανής δημιουργίας, όπως τα πνεύματα-φαντάσματα (σσ. 456-458) και οι καλικάντζαροι (σ. 630 κ.ε.), η κατάσταση στις φυλακές, η φτώχεια, η αναπαραγωγή λαϊκών στερεοτύπων, όπως αυτών για τις χήρες γυναίκες («οι χήρες είναι η εξαίρεση σε κάθε κανόνα. Έχω ακούσει πόσες κανονικές γυναίκες αξίζει μια χήρα αν θέλει να σου τη φέρει. Νομίζω ότι είναι είκοσι πέντε, αλλά δεν είμαι απόλυτα σίγουρος μήπως είναι και περισσότερες», σ. 506), η σάτιρα μπροστά και στις πιο τρυφερές ανθρώπινες στιγμές (όπως το μάθημα ανακοίνωσης ερωτικών συναισθημάτων που κάνει ο κ. Πίκγουικ, ο οποίος δεν πρόκειται να παντρευτεί, στον κ. Μάγκνους, σ. 519 κ.ε.), αλλά και στην πολιτική («αν η μεσόκοπη κυρία είχε έρθει σε μεγαλύτερη επαφή με τον πολυάσχολο κόσμο ή αν γνώριζε τους τρόπους και τις συνήθειες εκείνων που κάνουν τους νόμους και ορίζουν τις μόδες, θα ήξερε ότι αυτού του είδους η αγριάδα είναι απλώς το πιο ακίνδυνο πράγμα στη φύση. Αλλά καθώς είχε ζήσει ως επί το πλείστον στην εξοχή και δεν είχε διαβάσει ποτέ τις συζητήσεις στη Βουλή, δεν ήταν εξοικειωμένη με τις συγκεκριμένες λεπτότητες της πολιτισμένης ζωής», σ. 526), ενώ η περιγραφή των γυναικών εκτείνεται από την λεπτή ειρωνεία με την οποία σχολιάζει την ευαισθησία της γυναικείας φύσης («καθώς ήταν μια κυρία με πολύ ευαίσθητα και λεπτά αισθήματα, έπεσε αμέσως κάτω από τη σερβάντα και λιποθύμησε», σ. 565), σε υπεράσπιση της γυναικείας ευαισθησίας με εξαιρετικό τρόπο: «Είδε ότι οι γυναίκες, τα πιο τρυφερά και εύθραυστα απ’ όλα τα πλάσματα του Θεού, ήταν πιο συχνά ανώτερες από τη θλίψη, την αντιξοότητα και τον πόνο. Είδε ότι αυτό συνέβαινε επειδή είχαν μέσα στην καρδιά τους μια ανεξάντλητη πηγή τρυφερότητας και αφοσίωσης. Πάνω απ’ όλα, είδε ότι οι άντρες σαν εκείνον, που έτριζαν τα δόντια με την ευθυμία και τη χαρά των άλλων, ήταν τα χειρότερα ζιζάνια στην όμορφη επιφάνεια της Γης» (σ. 644)

Και βέβαια, τα Χριστούγεννα, τα οποία δεν θα μπορούσαν να λείπουν από το Ντικενσιανό περιβάλλον: «τα Χριστούγεννα πλησίαζαν, φέρνοντας μαζί τους μιαν ατμόσφαιρα ειλικρινούς χαράς και εγκαρδιότητας. ήταν η εποχή της φιλοξενίας, της ευθυμίας και της καλής καρδιάς. ο  παλιός χρόνος ετοιμαζόταν, σαν έναν αρχαίο φιλόσοφο, να καλέσει τους φίλους του γύρω του, και περιστοιχισμένος από θορύβους ευωχίας και ξεφαντώματος να πεθάνει γλυκά και ήρεμα. Ήταν μια εποχή εύθυμη και χαρωπή . και εύθυμες και χαρωπές ήταν τουλάχιστον τέσσερις από τις πολυάριθμες καρδιές (ο Πίκγουικ και οι φίλοι του) που χαίρονταν με την έλευσή της. Και πολυάριθμες όντως είναι οι καρδιές στις οποίες τα Χριστούγεννα φέρνουν μια σύντομη περίοδο ευτυχίας και απόλαυσης. Πόσες οικογένειες που τα μέλη τους έχουν σκορπίσει μακριά, στους ακούραστους αγώνες της ζωής, ενώνονται τότε ξανά και συναντιούνται άλλη μια φορά σ’ εκείνη τη χαρούμενη ατμόσφαιρα συντροφικότητας και αμοιβαίας καλής διάθεσης, που είναι πηγή τόσο γνήσιας και ανόθευτης χαράς ώστε δεν ταιριάζει καθόλου με τις φροντίδες και τα βάσανα του κόσμου, που η θρησκευτική πίστη των περισσότερων πολιτισμένων εθνών και τα απολίτιστα έθιμα των πιο σκληρών αγρίων τη λογαριάζουν ανάμεσα στις πρώτες χαρές μιας μελλοντικής ύπαρξης για τους ευλογημένους και τους ευτυχείς! Πόσες παλιές αναμνήσεις και πόσες λανθάνουσες συμπάθειες ξυπνάει η περίοδο των Χριστουγέννων!... Χαρούμενα, χαρούμενα Χριστούγεννα, που μπορούν να μας γυρίσουν στις ψευδαισθήσεις των παιδικών μας χρόνων, αλλά και να θυμίσουν στον ηλικιωμένο άντρα τις απολαύσεις της νεότητας και να μεταφέρουν τη σκέψη του ναυτικού και του ταξιδιώτη, που βρίσκεται χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, στο τζάκι του και στο ήσυχο σπίτι του!» (σσ. 596-597). Και μόνο αυτή η παρενθετική αναφορά στην ιστορία του Πίκγουικ και των φίλων του, είναι σημάδι του τρόπου με τον οποίο ο Ντίκενς βλέπει τα Χριστούγεννα, ως επιστροφή στα παιδιά χρόνια και στις μνήμες, ως επιστροφή των ταξιδεμένων και επανένωση των οικογενειών, ως αφορμή χαράς και μικρής, έστω, ευτυχίας, ως εσχατολογική προοπτική μιας μελλούσης ζωής που θα είναι στηριγμένη στη χαρά! Ο Ντικενσιανός τρόπος, διά της παρενθετικής αναφοράς, μας θυμίζει τον δικό μας Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, μολονότι οι θεολογικές καταβολές είναι διαφορετικές. Ωστόσο, τα θέματα του Παπαδιαμάντη, με την επιστροφή των ναυτικών, με την επανένωση της οικογένειας, με την χαρά της παιδικότητας, δείχνουν εκλεκτικές συγγένειες με τον μεγάλο Άγγλο πεζογράφο!  

Ο κεντρικός ήρωας του Ντίκενς ο κ. Πίκγουικ θα αποτυπώσει τον ανθρωπολογικό τύπο που ο μεγάλος συγγραφέας θα ήθελε για εκείνους που, χωρίς να αναλαμβάνουν πολιτική θέση ή να είναι πρόσωπα που γράφουν ιστορία, εντούτοις δείχνουν τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος. Κύριο χαρακτηριστικό του ανθρώπινου αυτού τύπου είναι η συγχωρητικότητα που πηγάζει από μια αρχοντική καρδιά. Ο Πίκγουικ θα συγχωρήσει την κ. Μπαρντέλ που θα οδηγηθεί από τους δικηγόρους της στη φυλακή για χρέη, επειδή δεν είχε να τους πληρώσει, καθώς ο κ. Πίκγουικ προτίμησε να φυλακιστεί, παρά να πληρώσει το πρόστιμο για την δήθεν αθέτηση υπόσχεσης γάμου που κατάφεραν με την πονηριά, τη  κακία και την ιδιοτέλεια να εξασφαλίσουν  δήθεν για λογαριασμό της κ. Μπαρντέλ, στην πραγματικότητά όμως για να λάβουν μεγάλο μερίδιο για τον εαυτό τους  εις βάρος ενός αθώου. Ο κ. Πίκγουικ θα πληρώσει το χρέος της κ. Μπαρντέλ, δείχνοντας την μεγαλοκαρδία του. Το ίδιο θα κάνει και με δύο «απατεώνες», από τους οποίους σε μία κωμικοτραγική απόπειρα έκφρασης ερωτικών συναισθημάτων, θα βρεθεί εκτεθειμένος, τον Τζινγκλ και τον Ιώβ Τρότερ. Θα πληρώσει τα χρέη τους, ώστε να κάνουν μια καινούργια αρχή  στη ζωή τους. Αλλά και με τους κομπογιαννίτες γιατρούς Άλεν και Σόγιερ θα κάνει το ίδιο, στέλνοντάς τους στις Δυτικές Ινδίες, ώστε να μπορέσουν να επιβιώσουν με αξιοπρέπεια. Παράλληλα, θα μεσολαβήσει, ώστε  να γίνει αποδεκτός ο γάμος μεταξύ του φίλου του και μέλους της λέσχης Ναθάνιελ Ουίνκλ και της Αραμπέλας Άλεν από τον πατέρα του πρώτου. Και όταν ολοκληρώνει την αποστολή τού να λειτουργήσει ως συμφιλιωτής, θα κλείσει τη λέσχη Πίκγουικ, καθότι έχει εκπληρώσει την  αποστολή του να μοιράζεται με τους φίλους του την ομορφιά της περιηγητικής ζωής, τους έχει δείξει ότι η ανθρωπιά, η αρχοντιά, η ηθική ανωτερότητα είναι το κλειδί για να έχει ο άνθρωπος εκπληρώσει έναν σκοπό ζωής πιο πάνω από την επιβίωση.

Στον δρόμο αυτό έχει διαδραματίσει μεγάλο ρόλο ο εκ της λαϊκής τάξης προερχόμενος υπηρέτης του κ. Πίκγουικ Σαμ Ουέλερ, ο οποίος με την αφοσίωση, την αγάπη προς τον κύριό του που τον οδηγεί να μπει κι αυτός στη φυλακή με κατασκευασμένο χρέος, τον συντροφεύει, δείχνοντας μία απίστευτη ευφυΐα, σε δυσκολίες και, τελικά, επιλέγει, μαζί με τη γυναίκα του, να μείνουν στο πλευρό του κ. Πίκγουικ μέχρι το τέλος της ζωής του.  Η αρχοντιά και η αγάπη υπάρχουν στις καρδιές όλων των ανθρώπων, ανεξαρτήτως καταγωγής, μόρφωσης, οικονομικής κατάστασης, όπως επίσης και η αίσθηση της δικαιοσύνης και της επιδίωξης του αληθινού. 

Ένα μυθιστόρημα απολαυστικό, με πολλά μηνύματα και για τη δική μας ζωή! 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

5 Ιουλίου 2024