δώσ’ και σ’ εμένα, Κύριε, ενώ
βαδίζω
ολοένα ως έξω απ’ της Σιών την
πόλη,
κι από τη μια της γης στην άλλη
άκρη
όλα είναι ρείπια, κι όλα είναι
σκουπίδια,
κι όλα είναι πτώματα άθαφτα που
πνίγουν
τη θεία πηγή τ’ ανασασμού, ή στη
χώρα
είτ’ έξω από τη χώρα· Κύριε, δώσ’
μου,
μες στη φριχτήν οσμήν οπού
διαβαίνω,
για μια στιγμή την άγια Σου γαλήνη,
να σταματήσω ατάραχος στη μέση
απ’ τα ψοφίμια, και ν’ αδράξω κάπου
και στη δική μου τη ματιάν έν’
άσπρο
σημάδι, ως το χαλάζι, ωσάν το
κρίνο∙
κάτι να λάμψει ξάφνου και βαθιά
μου,
έξω απ’ τη σάψη, πέρα από τη σάψη
του κόσμου, ωσάν τα δόντια αυτού
του σκύλου,
που, ω Κύριε, βλέποντάς τα εκειό το
δείλι,
τα ‘χες θαμάσει, υπόσκεση μεγάλη,
αντιφεγγιά του Αιώνιου, μα κι
αντάμα
σκληρή του Δίκαιου αστραπή κι
ελπίδα!»
(Άγγελος Σικελιανός, «Άγραφον»)
Ακολουθούμε ή υποδεχόμαστε τον Χριστό στην πόλη του κόσμου; Αυτός που ακολουθεί
μοιάζει ταπεινός, μα δεν είναι πάντα. Εύκολα κρίνει την φρικτή οσμή του κόσμου,
γιατί νιώθει τη σιγουριά ότι δεν χρειάζεται να κάνει κάτι για να την αλλάξει. Αυτός
που υποδέχεται μοιάζει άρχοντας, μα δεν είναι πάντα. Περηφανεύεται ότι ανοίγει
την πόρτα στον Βασιλέα των ουρανών, χωρίς όμως να θέλει να αλλάξει ο ίδιος. Του
αρκεί ότι τον βλέπουν στη γιορτή.
Ζει τη χαρά μόνο όποιος βλέπει στο Πρόσωπο Εκείνου το αντιφέγγισμα του Αιώνιου, νίκη κατά του κάθε θανάτου, αλλά και την ελπίδα της Δικαιοσύνης, σαν αστραπή που φωτίζει, ότι η Αγάπη δίδεται σε όλους, χωρίς εξαίρεση. Μ’ αυτήν μπορείς να δεις το λίγο λευκό, το λίγο φως στα δόντια και του έσχατου και καμιά σήψη δεν είναι ανίκητη.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
28 Απριλίου 2024
Κυριακή των Βαΐων