ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ 117- ΣΠΥΡΙΔΩΝ Γ. ΠΛΟΥΜΙΔΗΣ, "Η ,,ΣΙΔΗΡΑ'' ΔΕΚΑΕΤΙΑ- οι εθνικοί πόλεμοι της Ελλάδας 1912-1922", εκδόσεις ΜΙΝΩΑΣ
Το 2022, έτος συμπλήρωσης 100 χρόνων από την Μικρασιατική καταστροφή (1922-2022),
έδωσε τη δυνατότητα έκδοσης πολλών έργων ιστορίας, διά των οποίων μπορέσαμε,
όσοι διαβάζουμε, να διαπιστώσουμε αλήθειες για την δύσκολη αυτή επέτειο του
νεώτερου Ελληνισμού. Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα βιβλία είναι και αυτό του
καθηγητή του τμήματος Ιστορίας του Εθνικού και καποδιστριακού Πανεπιστημίου
Αθηνών Σπυρίδωνα Γ. Πλουμίδη, με τίτλο "Η ,,σιδηρά'' δεκαετία- οι εθνικοί
πόλεμοι της Ελλάδας (1912-1922)" (εκδόσεις ΜΙΝΩΑΣ). Το πρωτότυπο της μελέτης
είναι ότι δεν μένει μόνο στα γεγονότα της μικρασιατικής εκστρατείας, τα οποία,
σε συνδυασμό με τις πολιτικές εξελίξεις που είχαν να κάνουν με τον Εθνικό Διχασμό, πληγή της φυλής
μας, οδήγησαν στην καταστροφή. Ο συγγραφέας ενδιαφέρεται κυρίως για την
στρατιωτική πλευρά όχι μόνο της μικρασιατικής περιπέτειας, αλλά και όλης της δεκαετίας
που προηγήθηκε. Οι δύο Βαλκανικοί πόλεμοι, όπως και η συμμετοχή της Ελλάδας
στον Α' Παγκόσμιο πόλεμο, περιγράφονται με εξαιρετική ενάργεια και εύστοχες
επισημάνσεις από την πλευρά του συγγραφέα, ο οποίος ενδιαφέρεται και για τα
διλήμματα τα πολιτικά, τα οποία όμως γεννούσαν διαφορετικές στρατιωτικές
επιλογές στην ελληνική πλευρά, ιδίως στο μεγάλο ερώτημα "ουδετερότητα ή
συμμετοχή στο πλευρό της Αντάντ" κατά τον Α' Παγκόσμιο πόλεμο.
Ο αναγνώστης θα απολαύσει
πραγματικά τις λεπτομερείς περιγραφές του συγγραφέα τόσο για τις πολεμικές προετοιμασίες,
όσο και για τα γεγονότα στα πεδία των μαχών. Ο συγγραφέας επιμένει να εντοπίζει
αιτίες και συνέπειες, σε μία εξαιρετική μελέτη, δείχνοντας ότι το πλεονέκτημα των Ελλήνων στους Βαλκανικούς πολέμους, που
ήταν η πίστη στην γενναιότητα και την ανδρεία, όπως αυτή εκφράζονταν στη χρήση της
λόγχης, διά της οποίας οι στρατιώτες οδηγήθηκαν σε μεγάλες νίκες και
απελευθέρωσαν την Μακεδονία και την Ήπειρο, σταδιακά μετετράπη σε μειονέκτημα,
όταν οι Έλληνες στρατηγοί δεν μπόρεσαν να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες που
γέννησε ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος.
Οι Έλληνες έμειναν στην γραμμή της "ενεργητικής
άμυνας και στη Niederwerfungsstrategie, όπως την ονόμαζαν
οι Γερμανοί στρατηγιστές, δηλαδή στη στρατηγική της ανατροπής των επιτιθέμενων
μέσω ορμητικών κατά μέτωπον αντεπιθέσεων, η οποία χρονολογούνταν από τους Ναπολεόντειους
Πολέμους και είχε μερική επιτυχία στα Βαλκάνια το 1912-13. Γενικότερα, η
ελληνική στρατιωτική ηγεσία δεν είχε αφομοιώσει πολλά από τα διδάγματα του Α'
παγκοσμίου Πολέμου. Δεν συνέλαβε και δεν κατανόησε μια σειρά από πράγματα και
νεότερες εξελίξεις στην τακτική και στην τεχνολογία: τη χρήση του κράνους, τον
τρόπο βολής (π.χ. το κινητό πυρ), τη μάζα και την ισχύ πυρός και την ταχυβολία
των νέων όπλων (του πολυβόλου, του οπλοπολυβόλου και του βαρέος πυροβολικού).
Κυρίαρχο όπλο του Έλληνα μαχητή παρέμενε η λόγχη και βασική τακτική του η
έφοδος, ενώ το βάρος του πολεμικού αγώνα συνέχιζε να πέφτει σχεδόν αποκλειστικά
στο πεζικό" (σ. 239). Η ελληνική στρατιωτική ηγεσία δεν συνειδητοποίησε
την αξία της οργανωμένης άμυνας, αυτής των χαρακωμάτων, του μικρότερου μετώπου,
της διακράτησης του ελέγχου των συγκοινωνιακών μέσων, της επιλογής πού θα
δοθούν οι κρίσιμες μάχες, της υπομονής, σε συνδυασμό με την διατήρηση σε υψηλό
επίπεδο του ηθικού του στρατού.
Η Μικρασιατική καταστροφή,
όπως την αποτυπώνει ο συγγραφέας, σε στρατιωτικό επίπεδο, ήταν απότοκος της
αδυναμίας τόσο της πολιτικής όσο και της στρατιωτικής ηγεσίας να εμπνεύσουν
όραμα στον ελληνικό στρατό, που να τον καταστήσει έτοιμο να υπερασπιστεί τα
μικρασιατικά εδάφη. Το πλαίσιο αυτό ήρθε να δέσει με την αντίληψη ότι ο
ελληνικός στρατός δεν χάνει από τον Κεμάλ, μία υπερεκτίμηση των δυνατοτήτων του,
που δεν έλαβε όμως υπόψιν την διαμόρφωση νέου ιστορικού περιβάλλοντος, όπως επίσης
και του ότι οι Τούρκοι αγωνίζονταν για την δική τους πατρίδα.
Ο συγγραφέας δεν
απορρίπτει τις πολιτικές αιτίες της καταστροφής. Δείχνει με εναργή τρόπο το
μεγάλο δίλημμα του Βενιζέλου, που οδήγησε στην συμμετοχή της Ελλάδας στον Α' Παγκόσμιο
Πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ, που ήταν ο βουλγαρικός κίνδυνος για την Μακεδονία
και τη Θράκη. Περιγράφει το δίλημμα τόσο του Βενιζέλου όσο και των
αντιβενιζελικών για την επικείμενη εξόντωση του ελληνικού πληθυσμού της Μικρασίας,
η οποία είχε ξεκινήσει από τους διωγμούς των Νεοτούρκων. Αυτό το δίλημμα οδήγησε
και τις ηγεσίες μετά τις εκλογές του 1920 να παραμείνουν στη γραμμή Βενιζέλου. Με
παραπομπές, εξάλλου, στις ξένες εφημερίδες της εποχής, όπως επίσης και σε
σπουδαίους ξένους ιστορικούς, ο συγγραφέας δείχνει την μεταστροφή της στάσης
των Μεγάλων Δυνάμεων εις βάρος της Ελλάδας, χωρίς αυτό όμως να δικαιολογεί τις ελληνικές
στρατιωτικές επιλογές.
Ο συγγραφέας δεν φείδεται παραπομπών
στους στρατιωτικούς ηγέτες της εποχής εκείνης, ανεξαρτήτως πλευράς που
υποστήριζαν (βενιζελικοί- αντιβενιζελικοί), δίδοντάς μας μια εξαιρετική παρουσίαση
του πόσο εύκολα αλλάζει η δυναμική των γεγονότων στο πολεμικό επίπεδο, όταν οι
ηγεσίες δεν είναι σε θέση να αντιληφθούν νέα δεδομένα και να προσαρμοστούν
σ' αυτά, αλλά παραμένουν προσκολλημένες σε
νοοτροπίες που έχουν πρόσκαιρη επικράτηση, αλλά κρατούν σε εφησυχασμό, μήνυμα
πολύτιμο για τους καιρούς μας.
Το καίριο ερώτημα πάντως
που, κατά τη γνώμη μας, αναδύεται και από αυτή τη μελέτη έχει να κάνει με το
ηθικό των ανθρώπων, των πολλών. Τα εύκολα λόγια, η απόκρυψη της αλήθειας, η χρήση
της εξουσίας στην κατεύθυνση της ιδεοληψίας και όχι η νήψη, η εγρήγορση, η
κινητοποίηση, η κριτική οδήγησαν έναν λαό από το πείσμα να θριαμβεύσει η Μεγάλη
Ιδέα στην εσωτερική σύγκρουση, στην προσωπολατρία, στην αναζήτηση του ποιος
έχει δίκιο και στην άρνηση του να ιδωθεί ο Μικρασιατικός Ελληνισμός ως οικείος
από όλους. Ακόμη κι όταν ο λαός αρνήθηκε τον συμβιβασμό την άνοιξη του 2022,
εντούτοις δεν του εξηγήθηκε ότι οι δυσκολίες ήταν πολύ μεγάλες, όπως επίσης και
η ανίκανη στρατιωτική ηγεσία, διορισμένη από τους πολιτικούς, δεν θέλησε ποτέ
να αναλάβει το κόστος του να επισπεύσει αυτό που ήταν ορατό: την ανάγκη για
σύμπτυξη και οργάνωση άμυνας με βάση το εφικτό και όχι το επιθυμητό. Το
επιθυμητό οδήγησε στην φοβερή εκστρατεία στον Σαγγάριο και το Καλέ Γκρότο, λίγο
πριν την Άγκυρα, που ήταν η αρχή του τέλους. Το επιθυμητό οδήγησε στην έπαρση
του αήττητου. Το επιθυμητό κατέστησε αδύνατη την προστασία των πληθυσμών της Μικρασίας
από τη σφαγή.
Ο λαός εκείνη την εποχή δεν είχε τη δυνατότητα της πληροφόρησης στον βαθμό που έχουμε σήμερα. Ακολουθούσε τις ηγεσίες στα πάθη και στο μίσος. Οι συνέπειες ήταν τραγικές. Σήμερα, ας διδαχτούμε ότι το εφικτό είναι το κλειδί και ας προετοιμαζόμαστε στα δικά του πλαίσια. Αυτό να ζητάμε και από τις κάθε μορφής ηγεσίες μας.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
16 Ιουνίου 2023