ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ 110- ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ, “Ο ΑΝΗΦΟΡΟΣ”, εκδόσεις ΔΙΟΠΤΡΑ
Η έκδοση ενός, μέχρι σήμερα, αδημοσίευτου μυθιστορήματος του μεγάλου μας λογοτέχνη Νίκου Καζαντζάκη δεν μπορεί παρά να αποτελεί γεγονός για τα λογοτεχνικά πράγματα και γράμματα. “Ο ανήφορος”, μυθιστόρημα το οποίο γράφτηκε το 1946, μετά τον “Ζορμπά”, σε καιρούς που ο Καζαντζάκης βρισκόταν στην Αγγλία, και το οποίο ουδέποτε δημοσιεύτηκε, χωρίς να είμαστε βέβαιοι αν ο συγγραφέας του το αποκήρυξε ή επειδή αρκετό από το υλικό του συμπεριλήφθηκε σε μεταγενέστερα μυθιστορήματα, είναι πάντως χαρακτηριστικό τόσο για την καζαντζακική συγγραφή, όσο και για τα μηνύματα που ο λογοτέχνης θέλει να περάσει. Πρόκειται για μία λογοτεχνική απάντηση σε κατηγορίες των αριστερών κριτικων της τέχνης, οι οποίοι θεώρησαν πως ο συγγραφέας υπήρξε αναίσθητος απέναντι στην αντίσταση του ελληνικού λαού στην Κατοχή, αναλόγως, όπως και με τον Ελύτη, ο οποίος στο “ Άξιόν Εστί” του θα καταγράψει: “Καταπρόσωπό μου εχλεύασαν οι νέοι Αλεξανδρείς:/ ιδέστε, είπαν, ο αφελής περιηγητής του αιώνος!/Ο αναίσθητος/που όταν όλοι εμείς θρηνούμε αυτός αγαλλιά/ και όταν όλοι πάλι αγαλλιούμε/αυτός αναίτια σκυθρωπάζει/…ο αντίχριστος και ανάλγητος δαιμονιστής του αιώνος” (“Τα Πάθη”, Ι’). Ο Καζαντζάκης θα ενσωματώσει στο μυθιστόρημα στοιχεία από το οδοιπορικό του στην Κρήτη, αυτό που ανέλαβε για λογαριασμό της πρώτης μεταπολεμικής ελληνικής κυβέρνησης, η οποία τον συμπεριέλαβε στην επιτροπή που εξέτασε τις καταστροφές και τις σφαγές που οι Γερμανοί διέπραξαν στην μεγαλόνησο, και θα δείξει την έγνοια του για τον κατεστραμμένο από τον πόλεμο κόσμο με τον οραματισμό για την συγκρότηση μιας Διεθνούς του Πνεύματος (πρόλογος της δικής του “Ασκητικής”), η οποία θα παλέψει για να επικρατήσει η αδελφοσύνη και η αγάπη.
Το μυθιστόρημα όμως είναι πραγματικά συγκλονιστικό. Χωρίζεται σε τρία μέρη:
Κρήτη, Αγγλία, Μοναξιά. Πρωταγωνιστής του είναι ο Κοσμάς, δηλαδή ο Καζαντζάκης
αυτοβιογραφούμενος, ο οποίος γυρίζει από τον πόλεμο στην ρημαγμένη Κρήτη
έχοντας παντρευτεί μία Εβραιοπούλα, την Νοεμή,
την οποία βάφτισε χριστιανή. Θα την παρουσιάσει στους δικούς του, φτάνοντας στο
Ηράκλειο δέκα ημέρες μετά τον θάνατο του πατέρα του, του καπετάν Μιχάλη
(πρωταγωνιστή στον ομότιτλο μυθιστόρημα που θα γραφτεί αργότερα). Πόσο μπορεί
να γίνει αποδεκτή σε μια κλειστή κοινωνία μία τέτοια σχέση; Η σκιά του πατέρα
του δεσπόζει στο φως του καντηλιού. Η μητέρα είναι διαθέσιμη. Η αδερφή του όμως
όχι. Αδικημένη από τον πατέρα, που δεν της επέτρεψε να μιλήσει στο αγόρι που
ερωτεύτηκε, αλλά την έκλεισε στο σπίτι, ουσιαστικά για πάντα, δεν μπορεί να
δεχτεί μία “ανάρμοστη” για τα δεδομένα της εποχής σχέση. Έτσι, η Νοεμή
θα νιώσει για δεύτερη φορά στην ζωή της τον κοινωνικό αποκλεισμό. Δεν έχει σημασία
η προσωπικότητά της, αλλά η καταγωγή της. Από την μία οι Γερμανοί που
ουσιαστικά οδήγησαν στον θάνατο την οικογένειά της με τα στρατόπεδα
συγκεντρώσεως, από την άλλη οι κοινωνικές νοοτροπίες του αντισημιτισμού, θα
κάνουν την αγάπη ανήμπορη να νικήσει.
Όμως ο συγγραφέας δεν θα αφήσει το όνειρό του που είναι πανανθρώπινο. Αφού
επισκεφτεί τον παππού του τον καπετάν Σήφακα, ο οποίος λίγο πριν το τέλος της
ζωής του έχει καλέσει τρεις παλιούς του φίλους, καπεταναίους στην Κρητική
επανάσταση εναντίον των Τούρκων, για να τους ρωτήσει ποιο είναι το νόημα της
ζωής, ο Κοσμάς θα νιώσει τις τρεις μεγάλες απαντήσεις που σηματοδοτούν το
περιεχόμενο της ανθρώπινης ζωής, όπως αναπτύσσεται στο όλο έργο του Καζαντζάκη:
“από τη σκλαβιά ερχόμαστε και πηγαίνουμε στην λευτερία! Σκλάβοι γεννηθήκαμε
και πολεμούμε όλη μας τη ζωή να γίνουμε ελεύτεροι” (σ. 89) η πρώτη
απάντηση. “Από πού ερχόμαστε; Από το χώμα! Πού πάμε; Στο χώμα! Ποιο ‘ναι το
χρέος μας; Αν είσαι λύκος να τρως. Αν είσαι αρνί να σε τρώνε. Θεός και Χάρος είναι
ένα” (σ. 93) η δεύτερη. “Στην μουσική της λύρας μπας κι ήταν μια φωνή
πιο μυστική, πιο μαυλιστική, πέρα από τη ζωή, γλυκιά, θλιμμένη, ερωτεμένη και
ξεκολνούσε την ψυχή μας από τη σάρκα; Μην ήταν ο ίδιος ο Θεός, κρυμμένος μέσα
στο σκατάδι, και μαύλιζε και καλνούσε και συντραβούσε, ξεθηκαρώνοντάς τη απαλά
από το χώμα, την αιώνια αγαπημένη του, την ψυχή του ανθρώπου;…Τούτη είναι η
ευτυχία, έλεγε μέσα του ο γερο-παππούς, τούτος θα ‘ναι ο Παράδεισος, δόξα σοι ο
Θεός! Άνοιξε τα μάτια, δεν είδε τίποτα, σκοτάδι, και μέσα από το σκοτάδι μια
φωνή που τον καλνούσε σιγά σιγά με τ’ όνομά του: Έλα…έλα…έλα…” η τρίτη (σ.
96). Ελευθερία, μηδενισμός ή Θεός η απάντηση στο ερώτημα του νοήματος της ζωής;
Αυτή ήταν και η αναζήτηση του συγγραφέα σε όλη του την ζωή.
Το δεύτερο μέρος του μυθιστορήματος είναι η αναζήτηση στην Αγγλία δημιουργίας
ενός κινήματος των πνευματικών ανθρώπων, με το οποίο θα ακουστεί και θα βιωθεί
η μεγάλη αλήθεια: “πως είμαστε όλοι αδέρφια” (σ. 168). Κι αυτό σε
μια εποχή (αληθινά προφητικός για τους καιρούς μας ο συγγραφέας) στην οποία "ο
νους του ανθρώπου ξετυλίχτηκε πολύ γοργότερα, πολύ εντονότερα από την ψυχή του.
Ο νους του κατέχτησε κοσμογονικές δυνάμεις και τις έθεσε στη διάθεση του
σημερινού ανθρώπου, που δεν έφτασε ακόμα σε τόση ηθική ωριμότητα ώστε τις
δυνάμεις αυτές να τις χρησιμοποιήσει για το καλό του κόσμου. Υπάρχει σήμερα
έλλειψη ισορροπίας, δυσαρμονία ανάμεσα στη διανοητική και την ηθική εξέλιξη του
ανθρώπου” (σσ. 166-167). Αν αυτά λέγονταν μετά τις ατομικές βόμβες της
Χιροσίμα και του Ναγκασάκι, σήμερα, άραγε τι θα έλεγε ο συγγραφέας στην
προοπτική του μετα-ανθρώπου, στην προοπτική του μηδενισμού της ψυχής, της
θεοποίησης του εγώ; Ο Καζαντζάκης δείχνει πάντως να συνειδητοποιεί ότι οι
απαντήσεις θέλουν ασκητική, θέλουνε έρημο, μάλλον είναι απαντήσεις πολύ
μοναχικές.
Στο τρίτο μέρος που επιγράφεται “Μοναξιά”, μετά τον θάνατο της γυναίκας του, ο
ήρωας θα ακολουθήσει την ζωή του μεγάλου Σαίξπηρ. Θα δοκιμάσει τον πειρασμό της
υποταγής της ψυχής στο σώμα και την σάρκα (αγαπημένο θέμα του συγγραφέα, που
πηγάζει από έναν δυαλισμό με τον οποίο αντιμετωπίζει τον άνθρωπο, ως σύγκρουση
της ύπαρξης ανάμεσα στα δύο στοιχεία της τα οποία δεν συμπορεύονται αλλά
ανταγωνίζονται το ένα το άλλο, ψυχή και σώμα, σε αντίθεση με την πραγματική θεολογία
και παράδοση της Ορθοδοξίας), θα μας δώσει την σωματοποίηση του τραύματος και
της αντίστασης της ψυχής σε κάτι που δεν θέλει (ακολουθώντας σχήματα
ψυχαναλυτικά) και θα κλείσει με την αναφορά, εκτός του κειμένου του
μυθιστορήματος, του λόγου για τον οποίο έδωσε αυτόν τον τίτλο: “-Πώς
πρέπει να αγαπούμε τον Θεό; -Αγαπώντας τους ανθρώπους. -Πώς πρέπει ν’ αγαπούμε
τους ανθρώπους; -Μοχτώντας να τους φέρουμε στο σωστό δρόμο.- Ποιος είναι ο
σωστός δρόμος; -Ο ανήφορος”.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι αναλύσεις του συγγραφέα για τον προτεσταντισμό, για τις διαφορές Δύσης και Ελλάδας, για τον Μπέρναρντ Σω, για την Αγγλία, για τους χορούς της Ανατολής, για τις διαφορετικές παραδόσεις, όπως και η μεγάλη του αγάπη για την Κρήτη. Ένα μυθιστόρημα τροφή για σκέψη. Εξαιρετική η δουλειά των Νίκου Μαθιουδάκη και Παρασκευής Βασιλειάδη που συνέταξαν τον πρόλογο και το επίμετρο, θαυμάσιο το εξώφυλλο και η στοιχειοθεσία, όπως και η όλη έκδοση γενικά από τις εκδόσεις ΔΙΟΠΤΡΑ, που επανεκδίδουν όλο το έργο του συγγραφέα.
π.
Θεμιστοκλής Μουρτζανός