«Τέκνον Τίτε, πιστὸς ὁ λόγος· καὶ περὶ τούτων βούλομαί σε διαβεβαιοῦσθαι, ἵνα φροντίζωσι καλῶν ἔργων προΐστασθαι οἱ πεπιστευκότες τῷ Θεῷ. Ταῦτά ἐστι τὰ καλὰ καὶ ὠφέλιμα τοῖς ἀνθρώποις» (Τίτ. 3, 8)
«Παιδί μου Τίτε, αὐτὰ τὰ λόγια εἶναι ἀξιόπιστα καὶ θέλω νὰ τὰ βεβαιώνεις μὲ τὴν προσωπική σου μαρτυρία, ὥστε ὅσοι ἔχουν πιστέψει στὸν Θεὸ νὰ φροντίζουν νὰ πρωτοστατοῦν σὲ καλὰ ἔργα. Αὐτὰ εἶναι τὰ καλὰ καὶ τὰ χρήσιμα στοὺς ἀνθρώπους»
Ο ακτιβισμός σήμερα αποτελεί
πολύτιμη μαρτυρία κοινωνικού ενδιαφέροντος. Από πράξεις εθελοντισμού που
δείχνουν ότι δεν έχει χαθεί το ενδιαφέρον για την κοινωνία και κάποιες ευπαθείς
ομάδες της ή για το περιβάλλον και τον κόσμο, μέχρι και σε πράξεις δυναμικές,
κάποτε αμφιλεγόμενες ή και εξοργιστικές, καθότι εμπεριέχουν και βία «για καλό
σκοπό», ο άνθρωπος σήμερα προσπαθεί να δείξει ότι δεν είναι μόνο λόγια, αλλά και
έργα. Οι πράξεις συνήθως φαίνονται. Μπορεί να υποκρύπτουν έναν χαρακτήρα έπαρσης
και εγωκεντρισμού, ωστόσο έχουν
αντίκτυπο και δημιουργούν πρότυπα, τα οποία συνήθως είναι χρήσιμα.
Η πνευματική μας παράδοση,
ακολουθώντας τις προτροπές του Χριστού στην επί του όρους ομιλία, ουσιαστικά
υιοθετεί την πρόταση ότι δεν είναι αξιόπιστος ο λόγος του χριστιανού, εάν αυτοί
που πιστεύουν στον Θεό δεν πρωτοστατούν σε καλά έργα. Μπορεί να ισχύει το «μη
γνώτω η αριστερά τι ποιεί η δεξιά», όχι γιατί είναι κακό να προσφέρεις
έμπρακτα, αλλά για να αποφύγεις τον κίνδυνο της έπαρσης, ωστόσο ουδέποτε ο
χριστιανισμός κρύφτηκε πίσω από την προσευχή ως εναπόθεση των ελπίδων μας στον
Θεό. Ο καθείς καλείται να πράξει αυτό που περνά από το χέρι του και να αφήσει
στον Θεό τον τελευταίο λόγο. Ειδάλλως, η φιλανθρωπία των χριστιανών και της Εκκλησίας
δεν θα είχε νόημα. Δεν είμαστε μοιρολάτρες, αλλά άνθρωποι που ζούμε στην πράξη Αυτόν
και αυτό που πιστεύουμε!
Η κοινωνία όμως έχει την τάση να
ζητά έργα και να μην ακολουθεί την αξιοπιστία των λόγων. Αυτό είναι το
δυσάρεστο των καιρών. Τα έργα λειτουργούν στο επίπεδο των εντυπώσεων, του εικονικού
θορύβου, με αποτέλεσμα οι άνθρωποι να μην προσέχουν τα λόγια, ούτε τους λόγους
για τους οποίους τα έργα γίνονται. Και στην χριστιανική παράδοση το κλειδί
είναι η αγάπη. Η αγάπη ως έξοδος του ανθρώπου από την προτεραιότητα του εγώ. Ως
χρόνος που ξοδεύεται πλούσια για τον πλησίον. Ως άρση σταυρού. Ως σύνδεση με
τον Χριστό και την Εκκλησία. Ως προσδοκία ανάστασης. Γιατί τα έργα της πίστης
μαρτυρούν ακόμη ανθρώπους που δεν φοβούνται τον θάνατο, δεν τον θεωρούν τέρμα της
ύπαρξης καθιστώντας έτσι την όποια εργασία και δράση ότι έχει νόημα μόνο στην
προοπτική της επιβίωσης, της αυτάρκειας και της ματαιοδοξίας. Όταν ο άνθρωπος
πιστεύει στην συνέχεια της ύπαρξης μέσω της ψυχής, μέσω της προσδοκίας της ανάστασης
και του σώματος την έσχατη ημέρα της κτίσης, της δευτέρας Παρουσίας του Χριστού,
τότε νιώθει πως τα έργα της αγάπης, προς όποιον κι αν απευθύνονται, έχουν νόημα
αιωνιότητας.
Για τον κόσμο όμως τα έργα έχουν
αποσυνδεθεί από τα λόγια και τον λόγο που γίνονται. Κρατά τα έργα ως όφελος και
χρησιμότητα ή και ως απόδειξη ότι δικαιολογημένα υπάρχουμε οι χριστιανοί, χωρίς
όμως να θέλει να εντρυφήσει στο ότι όλα γίνονται για τον Χριστό, για την
ανάσταση, για την αγάπη που αποτελούν τα σημεία κατατεθέντα της πίστης. Συχνά
και εμείς οι χριστιανοί μεταθέτουμε το νόημα των έργων σε μία τυπολατρία, σε
μία αποδεικτική διαδικασία ότι πιστεύουμε, όχι όμως από καρδιάς μεταμορφούμενης
σε αγάπη, αλλά είτε για να αποφύγουμε από φόβο την κόλαση, είτε για να
ανταμειφθούμε στην άλλη ζωή, με αποτέλεσμα λόγια και έργα μας να έχουν
στυφότητα. Να είναι τυπικές πράξεις και όχι αναδύσεις καρδιάς. Ας ξανακοιτάξουμε
τον έσω άνθρωπο, την καρδιά και την νοοτροπία μας.
Προφανώς και δεν είναι εύκολο να αλλάξει ο κόσμος με τα έργα. Είναι όμως ένα σημάδι ότι υπάρχουμε και για τον πλησίον μας, υπάρχουμε και για τον κόσμο που δημιούργησε ο Θεός. Κι ένα έργο αγάπης, είτε είναι ελεημοσύνη, είτε συμπαράσταση, είτε προσευχή, είτε συγχώρηση, είτε νίκη κατά των παθών μας, εκτός του ότι καλύπτει πλήθος αμαρτιών, φέρνει στο φως κάτι από την ομορφιά με την οποία ο Θεός μάς προίκισε: να υπάρχουμε βγαίνοντας από εμάς! Ο καθένας το χρέος του!
π. Θεμιστοκλής
Μουρτζανός
16 Οκτωβρίου
2022
Κυριακή Δ’
Λουκά