Λέγει αὐτῷ ὁ νεανίσκος· Πάντα ταῦτα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου· τί ἔτι ὑστερῶ; (Ματθ. 19, 20)
«῞Ολα αὐτὰ τὰ τηρῶ ἀπὸ πολὺ μικρός», τοῦ λέει ὁ νεαρός. «Σὲ τί ἀκόμα ὑστερῶ;»
«Τι μου λείπει;». Αυτό το ερώτημα το θέτει ο κάθε
άνθρωπος στον εαυτό του, ιδίως την ώρα που είναι να κοιμηθεί, να ξεκουραστεί.
Την ώρα που αναλογίζεται για την ημέρα που πέρασε, για τον εαυτό του, για τις στιγμές
του, για ό,τι θα ήθελε να έχει, για ό,τι θα ήθελε να είναι. Και καθώς πάντοτε
θα βρίσκει στοιχεία που του λείπουν, είτε θα θέτει στόχους είτε θα μελαγχολεί
για ό,τι αισθάνεται πως είναι μακριά του. Γι’
αυτό και στους καιρούς μας έχουν πλεονάσει η κατάθλιψη και η μελαγχολία.
Ανικανοποίητοι οι άνθρωποι, παρά τα αγαθά μας, παρά την πρόσβαση στην
πληροφορία, παρά τα ταξίδια, παρά την ευκολία στις σχέσεις και στον έρωτα, παρά
την άνεση με την οποία ικανοποιούμε τις περισσότερες επιθυμίες μας, νιώθουμε
ότι σε κάτι υστερούμε, κάτι πάντοτε μας λείπει και θα μας λείπει.
Υπάρχει όμως και κάτι στο οποίο έχουμε έλλειψη, αλλά μέσα
στον χρόνο της ζωής, στην ταχύτητά της, στις συνεχείς εναλλαγές των εικόνων,
των επιθυμιών, των πληροφοριών, των στόχων, δεν προλαβαίνουμε ή δεν θέλουμε να δούμε.
Είναι η δίψα για αιωνιότητα, η δίψα για την βασιλεία του Θεού. Είναι το αίσθημα
ότι η ζωή μας έχει όριό της τον θάνατο και ότι θέλουμε να ζήσουμε πιο πέρα από
αυτόν. Και ζωή μετά τον θάνατο δεν νοείται αν δεν είναι ζωή μακαριότητας, ευτυχίας,
συνύπαρξης, φωτός, αγάπης. Αυτά τα στοιχεία όμως δεν μπορούν να έρθουν μαγικά.
Χρειάζεται να τα αναζητούμε σ’ αυτήν εδώ
την πραγματικότητα, σ’ αυτόν τον χρόνο.
Και επειδή η αξία των υλικών πραγμάτων τελειώνει με τον θάνατο, μπορούμε να
κατανοήσουμε ότι άλλο είναι το νόημα, άλλα μας λείπουν.
Σ’ αυτό το ερώτημα απαντά ο Χριστός στον νεαρό
άρχοντα του ευαγγελίου, ο οποίος ήταν πλούσιος πολύ. Ήταν τυπικός στην τήρηση
των εντολών του μωσαϊκού νόμου. Ήθελε να είναι εντάξει έναντι του Θεού. Πίστευε
ότι υπάρχει αιωνιότητα. Ο τρόπος του όμως ήταν στην πραγματικότητα αντιφατικός.
Νόμιζε ότι πίστευε και στην αιωνιότητα, όμως ουσιαστικά έμενε στην σκέψη του
παρόντος. Παγιδευμένος στην αυτάρκεια των υλικών του αγαθών ήθελε να βλέπει ότι
ο Θεός αρκείται σε μία επιφανειακή τήρηση των εντολών της Αγίας Γραφής, αλλά
δεν νοιάζεται για τη καρδιά μας, ποιος είναι ο θησαυρός εκεί. Και ο Χριστός προτείνει
μια ριζική λύση: να πουλήσει όλα του τα υπάρχοντα, να μοιράσει το προϊόν της πώλησης
στους φτωχούς, να αποκτήσει έτσι θησαυρό στον ουρανό και να ακολουθήσει τον
Κύριο, αφήνοντας κατά μέρος κάθε επίγειο, αφού ήθελε να αποκτήσει την αιώνια
ζωή. Και εκείνος τότε αποσύρθηκε λυπημένος, καθώς διαπίστωσε ότι δεν μπορούσε
να αποχωριστεί τους επί γης θησαυρούς του. Είδε στα λόγια του Χριστού τον εαυτό
του να καθρεφτίζεται, μπορεί προς στιγμήν να τρόμαξε και γι’ αυτό να λυπήθηκε, όμως δεν θέλησε να αλλάξει,
γιατί τελικά αυτό που του έλειπε ήταν η δίψα για αιωνιότητα. Την σκεφτόταν με
το μυαλό, όχι με την καρδιά. Την ήθελε με άνεση, όχι με κόπο. Δεν επιθυμούσε να
φύγει από τον τρόπο της ζωής του, αλλά, κατά βάθος, ευχόταν η αιωνιότητα να
περιελάμβανε και την υλικότητα. Διάλεξε τον παρόντα αιώνα, αρνούμενος τον
μέλλοντα.
«Τι μας λείπει;
Σε τι υστερούμε;». Το ερώτημα του πλούσιου νέου τίθεται στον καθέναν από εμάς.
Το ίδιο και η απάντηση του Χριστού. Πιθανότατα κι εμείς λυπημένοι θα φεύγαμε
από τον λόγο του Κυρίου. Κι αυτό διότι η καρδιά μας δεν λειτουργεί στην
προοπτική της συνύπαρξης με τον πλησίον, της κάλυψης και των δικών του αναγκών,
της αγάπης ως ελεημοσύνης και συγχώρησης, της ζωής με ελπίδα στην βασιλεία του
Θεού και στην ανάσταση, του φωτός που έρχεται στην ήσυχη συνείδηση, της γαλήνης
που πηγάζει από την επίγνωση ότι η πίστη είναι το νόημα και ότι ο θάνατος δεν
είναι το τέρμα. Όλα αυτά τα ζούμε στην πραγματική συμπόρευσή μας με την
Εκκλησία, όταν την βλέπουμε όχι στην προοπτική των εθίμων, του φολκλόρ ή της ιδεολογίας,
αλλά στο πρόσωπο του συνανθρώπου μας, στην μυστηριακή μας αναγέννηση, στην
προσευχή, στην δύναμη της χάριτος. Και όσο μπορούμε, στην υπέρβαση της εξάρτησής
μας από τα υλικά, πάντως στην άρνησή μας η καρδιά μας να τα έχει ως
προτεραιότητα.
Ο αγώνας
ξεκινά από την νεότητα. Ο εξαρτημένος από τα αγαθά του νέος, ο παραδομένος στην
στρέβλωση της επιφανειακής τήρησης των εντολών του Θεού, είναι ένα μεγάλο
παράδειγμα πως ό,τι είναι να χτιστεί στην καρδιά μας, ο άνθρωπος δηλαδή που
αγαπά, πιστεύει, προσεύχεται, γαληνεύει, εμπιστεύεται την πρόνοια του Θεού,
ακολουθεί με επίγνωση ότι ο θησαυρός είναι ο Χριστός και η σχέση μαζί Του στην
Εκκλησία χτίζεται εκ νεότητος. Αλλιώς, οι στρεβλώσεις κυριαρχούν και ο ύπνος
θα είναι δύσκολος, καθότι δεν μπορούμε να βγάλουμε από την καρδιά μας τόσο το
όριο του θανάτου, όσο και την δίψα για ζωή που τον ξεπερνά. Η πλεονεξία της εποχής
μας, η εξάρτησή μας από τα του παρόντος κόσμου, μας δείχνει ότι ο αγώνας δεν
είναι εύκολος. Ας μην τον αμελούμε όμως, τόσο για μας όσο και για τους νεώτερους.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
4 Σεπτεμβρίου 2022
Κυριακή ΙΒ’ Ματθαίου