8/8/22

ΜΙΛΑΝ ΚΟΥΝΤΕΡΑ, «Ο ΑΚΡΩΤΗΡΙΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΔΥΣΗΣ ή Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ»


 ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ 99- ΜΙΛΑΝ ΚΟΥΝΤΕΡΑ, «Ο ΑΚΡΩΤΗΡΙΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΔΥΣΗΣ ή Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ», μτφρ. ΓΙΑΝΝΗΣ Η. ΧΑΡΗΣ, βιβλιοπωλείον της ΕΣΤΙΑΣ 

Ο Μίλαν Κούντερα, σπουδαίος Τσέχος συγγραφέας που ζει στην Γαλλία, έγινε γνωστός στην Ελλάδα με το μυθιστόρημά του «Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι», που γυρίστηκε και σε ταινία. Η γραφή του είναι αναζητητική της ανθρώπινης ταυτότητας σε έναν κόσμο χωρίς σταθερές. Την ίδια στιγμή, προσπαθεί να δώσει αφορμές στον αναγνώστη, εκφράζοντας φυσικά τον προσωπικό του κόσμο, για το πώς ο άνθρωπος αλλά και οι λαοί θα αντισταθούν μέσω του λόγου, της κουλτούρας, της ιστορίας τους ένα ίχνος αθανασίας στον κόσμο μιας παγκοσμιοποίησης η οποία αφήνει να διαφαίνεται μόνο η κατανάλωση ως από κοινού βάση «ευτυχίας», χωρίς έγνοια για το βαθύτερο είναι μας και το ποιοι είμαστε.

Το βιβλίδιον με τίτλο «Ο ακρωτηριασμός της Δύσης ή η τραγωδία της Κεντρικής Ευρώπης» (μετάφραση Γιάννης Η. Χάρης, εκδόσεις του βιβλιοπωλείου της ΕΣΤΙΑΣ), το οποίο κυκλοφορήθηκε πρόσφατα, περιλαμβάνει δύο κείμενα του συγγραφέα: είναι η εναρκτήρια ομιλία του νεαρού Κούντερα στο Συνέδριο των Τσεχοσλοβάκων συγγραφέων το 1967, έναν χρόνο πριν τη ρωσική εισβολή, που κατέλυσε την περίφημη Άνοιξη της Πράγας και την ανεξαρτησία της χώρας, καθώς και το ομότιτλο του βιβλίου κείμενο, το οποίο πρωτοδημοσιεύτηκε σε γαλλικό περιοδικό τον Νοέμβριο του 1983 και το οποίο προκάλεσε θύελλα συζητήσεων.

Αν αναρωτηθείτε ποια η σημασία αυτών των δύο κειμένων εν έτει 2022, θα σας προτείναμε ανεπιφύλακτα να διαβάσετε την έκδοση και να προβληματιστείτε μαζί μας σε κάποια από αυτά τα σημεία:

Ο Κούντερα θέτει το ζήτημα της τύχης των μικρών εθνών μέσα στις «τεράστιες προοπτικές ενσωμάτωσης που ξανοίγονται το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Η διαδικασία ενσωμάτωσης υπάρχει κίνδυνος να συμπεριλάβει όλα τα μικρά έθνη, που μόνη τους άμυνα είναι η ευρωστία της κουλτούρας τους, το καθαρά προσωπικό ύφος και τα απαράμιλλα χαρακτηριστικά της συνεισφοράς τους» (σσ. 16-17). Όλη αυτή η διαδικασία γίνεται σε συνθήκες μη βίαιης πίεσης, αναφέρει σε μία συζήτηση στο Παρίσι το 1970 (!) ο Κούντερα. Βλέποντας την παγκοσμιοποίηση των αγαθών, του Διαδικτύου, της προτυποποίησης συγκεκριμένου τρόπου ζωής, την αυτοθεματοποίηση, την σταδιακή ενσωμάτωση κάθε πολιτισμικής και θρησκευτικής ιδιαιτερότητας (πλην της ισλαμικής, κι αυτής εκκοσμικευμένης), το ερώτημα του Κούντερα ηχεί μοναχικό μεν, απίστευτα επιτακτικό δε σήμερα.

Ο προβληματισμός του Κούντερα για την τσέχικη κουλτούρα ότι φοβάται «μήπως χάσει τον ευρωπαϊκό χαρακτήρα της στον οποίο απέδιδαν τεράστια σημασία οι ουμανιστές μας και οι ηγέτες της εθνικής τσέχικης αναγέννησης, καθώς η ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα και ο χριστιανισμός, οι δύο βασικές πηγές του ευρωπαϊκού πνεύματος, που του προσδίδουν τη δύναμη και την έντασή του, έχουν σχεδόν εξαφανιστεί από τη συνείδηση ενός νεαρού Τσέχου διανοούμενου και αυτό είναι αναντικατάστατη απώλεια» (σελ. 30). Και συνεχίζει: «υπάρχει ωστόσο μια στέρεη συνέχεια στην ευρωπαϊκή σκέψη, που επέζησε από όλες τις επαναστάσεις του πνεύματος, σκέψη που έχτισε το δικό της λεξιλόγιο, την ορολογία της, τις αλληγορίες της, τους μύθους της καθώς και τις αξίες της που έπρεπε να προασπίσει και που χωρίς την κατάκτησή τους είναι ανέφικτη η συνεννόηση των Ευρωπαίων διανοουμένων. Πολύ πρόσφατα διάβασα μια αποκαρδιωτική αναφορά για τις γνώσεις ευρωπαϊκής λογοτεχνίας που διαθέτουν οι μέλλοντες δάσκαλοι της τσέχικης γλώσσας, και προτιμώ να μην ξέρω τι γνωρίζουν από παγκόσμια ιστορία. Επαρχιωτισμός δεν είναι μόνο η αποκλειστικότητα του λογοτεχνικού προσανατολισμού μας, αλλά προπάντων ένα πρόβλημα που συνδέεται με τη ζωή ολόκληρης της κοινωνίας, την εκπαίδευσή της, τη δημοσιογραφία της κτλ. Είδα πρόσφατα μια ταινία που λέγεται ,,Οι μικρές μαργαρίτες,, (Sedmikrasky). Μιλάει για δύο εντυπωσιακά απωθητικές κοπέλες, που είναι περήφανες για τη χαριτωμένη στενομυαλιά τους και καταστρέφουν μες στη καλή χαρά οτιδήποτε ξεπερνά τους δικούς τους ορίζοντες. Είχα την αίσθηση ότι βλέπω μια αλληγορία ενός ιδιαίτερα εκτεταμένου βανδαλισμού και μιας καυτής επικαιρότητας. Ποιος είναι ο βάνδαλος σήμερα; Όχι, δεν είναι καθόλου ο αναλφάβητος χωρικός που σ’  ένα ξέσπασμα θυμού βάζει φωτιά στο σπίτι ενός πλούσιου γαιοκτήμονα. Οι βάνδαλοι που συναντώ εγώ είναι όλοι εγγράμματοι, ευχαριστημένοι με τον εαυτό τους, απολαμβάνουν μιαν αρκετά καλή κοινωνική θέση και δεν τρέφουν ιδιαίτερη μνησικακία απέναντι σε κανέναν. Βάνδαλος είναι ένας άνθρωπος περήφανος για τη στενομυαλιά του, συμφιλιωμένος με τον εαυτό του και έτοιμος ανά πάσα στιγμή να διεκδικήσει τα δικαιώματά του. Μες στην περήφανη στενομυαλιά πιστεύει πως ένα από τα αναπαλλοτρίωτα δικαιώματά του είναι να προσαρμόσει τον κόσμο στη δική του εικόνα, και, επειδή ο κόσμος απαρτίζεται ως επί το πλείστον από όλα όσα τον ξεπερνούν, τον καταστρέφει προσαρμόζοντάς τον στη δική του εικόνα. Έτσι, ένας έφηβος αποκεφαλίζει ένα άγαλμα στο πάρκο (θα προσθέταμε, το ζωγραφίζει), επειδή το άγαλμα αυτό υπερβαίνει προκλητικά τη δική του ανθρώπινη ουσία, και απ’  τη στιγμή που κάθε πράξη αυτοεπιβεβαίωσης φέρνει ικανοποίηση στον άνθρωπο, προχωρεί περιχαρής στον αποκεφαλισμό. Οι άνθρωποι που ζουν μονάχα το ασύνδετο παρόν τους, που αγνοούν κάθε ιστορική συνέχεια και δεν διαθέτουν κουλτούρα, είναι ικανοί να μεταμορφώσουν την πατρίδα τους σε μια έρημο δίχως ιστορία, δίχως μνήμη, δίχως καμιά απήχηση και στερημένη από κάθε ομορφιά» (σσ. 31-32)

Σημειώνουμε τις παρατηρήσεις του μεγάλου συγγραφέα: η βάση του κοινού ευρωπαϊκού πολιτισμού, που είναι η ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα και ο χριστιανισμός, έχει εξαφανιστεί από την συνείδηση των διανοουμένων. Οι δάσκαλοι δεν γνωρίζουν παγκόσμια λογοτεχνία και παγκόσμια ιστορία.  Ο βάνδαλος είναι περήφανος για την στενομυαλιά του και προσαρμόζει τον κόσμο στη δική του εικόνα, καταστρέφοντας είτε με τη βαριοπούλα είτε με τις μπογιές είτε με την αδιαφορία και την απόρριψη την ιστορία, την μνήμη, την ομορφιά, μόνο και μόνο για να ζήσει το ασύνδετο παρόν του ως δικαίωμα. Πόσο εμφανή είναι αυτά τα στοιχεία και στην δική μας πραγματικότητα;

Για τον Κούντερα κλειδί είναι η επιβίωση της γλώσσας, ως βάσης για μια κουλτούρα τόσο εθνική, όσο και ευρωπαϊκή. «Αυτός που από θρησκοληψία, βανδαλισμό, απαιδευσία και στενομυαλιά παρεμποδίζει την σημερινή ακτινοβολία της κουλτούρας μας, παρεμποδίζει την ίδια την ύπαρξη αυτού του λαού» (σελ. 39). Ο Κούντερα έζησε σε εποχές στις οποίες ο λαός του πάλευε ενάντια στον εκγερμανισμό και ενάντια στον εκρωσισμό. Και συνοψίζει την λύση: «η ταυτότητα ενός λαού ή ενός πολιτισμού αντανακλάται και συνοψίζεται στο σύνολο των πνευματικών δημιουργιών που αποκαλούμε συνήθως ,,κουλτούρα,,. Όταν απειλείται θανάσιμα αυτή η ταυτότητα, παρατηρείται μια έκρηξη της πολιτισμικής ζωής, και η κουλτούρα γίνεται η ζώσα αξία γύρω από την οποία συσπειρώνεται όλος ο λαός» (σελ. 53). Για τον Κούντερα «τον 19ο αιώνα οι εθνικοί αγώνες (των Πολωνών, των Ούγγρων, των Τσέχων, των Κροατών, των Σλοβένων, των Ρουμάνων, των Εβραίων) έφερναν αντιμέτωπα τα έθνη που, αν και χωρίς κάποια αλληλεγγύη μεταξύ τους, απομονωμένα και κλεισμένα στον εαυτό τους, βίωναν την ίδια μεγάλη κοινή υπαρξιακή εμπειρία: την εμπειρία ενός έθνους που επιλέγει ανάμεσα στην ύπαρξή του και την ανυπαρξία του, με άλλα λόγια, ανάμεσα στην αυθεντική εθνική ζωή του και την αφομοίωση σε ένα μεγαλύτερο έθνος» (σσ. 74-75). Ανάλογος είναι και ο αγώνας των Ουκρανών σήμερα, να μην εκρωσισθούν. Πόσο έχουμε συνειδητοποιήσει όμως ότι υπάρχει και ο εκ-παγκοσμιοποιητικός τρόπος ζωής, ο οποίος, στην πράξη, μάς καλεί να αφομοιωθούμε σε μία πορεία χωρίς ταυτότητα, χωρίς γλώσσα, χωρίς θρησκευτική και πολιτιστική ιδιαιτερότητα.

Και ο Κούντερα θέτει τον καίριο προβληματισμό για μια Ευρώπη, η οποία έχει χάσει ουσιαστικά την ταυτότητά της:

«Η Ευρώπη δεν πρόσεξε την εξαφάνιση της μεγάλης πολιτισμικής εστίας της, επειδή η Ευρώπη δεν νιώθει πια την ενότητά της σαν πολιτισμική ενότητα. Αλλά σε τι βασίζεται ουσιαστικά η ενότητα της Ευρώπης; Τον Μεσαίωνα βασιζόταν στην κοινή θρησκεία. Τους Νέους Χρόνους, όταν ο μεσαιωνικός Θεός μεταμορφώθηκε σε Deus absconditus, σε κρυπτόμενον Θεό, η θρησκεία παραχώρησε τη θέση της στην κουλτούρα, που έγινε η υλοποίηση των υπέρτατων αξιών μέσα απ’ τις οποίες αντιλαμβανόταν, προσδιόριζε και αναγνώριζε τον εαυτό της η ευρωπαϊκή ανθρωπότητα. Ωστόσο, μου φαίνεται ότι στον αιώνα μας συμβαίνει μια άλλη αλλαγή, εξίσου σημαντική με την αλλαγή που ξεχωρίζει τη μεσαιωνική εποχή από τους Νέους Χρόνους. Έτσι όπως εγκατέλειψε άλλοτε ο Θεός τη θέση του, παραχωρώντας την στην κουλτούρα, εγκαταλείπει σήμερα και η κουλτούρα τη δική της.

Αλλά τι και σε ποιον;   

Ποιος είναι ο τομέας όπου θα υλοποιηθούν υπέρτατες αξίες ικανές να ενώσουν τη Ευρώπη; Τα τεχνολογικά επιτεύγματα; Η αγορά; Τα μέσα ενημέρωσης; (Ο μεγάλος ποιητής θα αντικατασταθεί από τον μεγαλοδημοσιογράφο;)  Ή μήπως η πολιτική; Αλλά πια πολιτική; Η δεξιά ή η αριστερή; Υπάρχει άραγε ακόμα, πάνω απ’  αυτόν τον βλακώδη αλλά και ανυπέρβλητο μανιχαϊσμό, κάποιο αισθητό κοινό ιδεώδες; Μήπως η αρχή της ανεκτικότητας, ο σεβασμός των πιστεύω και της σκέψης του άλλου; Αυτή όμως η ανεκτικότητα, αν δεν προστατεύει πλέον καμία πλούσια δημιουργία και καμία ισχυρή σκέψη, δεν μένει άραγε κενή και άχρηστη; Ή μήπως μπορούμε να κατανοήσουμε την παραίτηση της κουλτούρας σαν ένα είδος λύτρωσης, στην οποία πρέπει να αφεθούνε εν πλήρει ευφορία; Ή μήπως θα ξανάρθει ο Deus asbsconditus να καταλάβει την κενή τώρα θέση και να γίνει ορατός; Δεν ξέρω, δεν ξέρω τίποτα. Πιστεύω μόνο ότι ξέρω πως η κουλτούρα εγκατέλειψε τη θέση της» (σσ. 82-83)

Τα προφητικά λόγια του Κούντερα μας μιλούν για μία Ευρώπη χωρίς κοινή βάση. Αυτή θέλει να καταλάβει το Ισλάμ σήμερα, αλλά και η Ρωσία του Πούτιν, με το ιδεολόγημα του «ρωσικού κόσμου» και τη συζήτηση περί «διεφθαρμένης Δύσης». Ακόμη όμως κι αν η Δύση βρίσκεται σε σύγχυση, σε αμαρτία και διαφθορά, δεν έχει χάσει το «εγώ που σκέφτεται και αμφιβάλλει και δημιουργεί», σε συνθήκες ελευθερίας, ό,τι δηλαδή λείπει και από το Ισλάμ και από την Ρωσία και τους θαυμαστές της.

Ίσως είναι καιρός και στα καθ’ ημάς, πολιτικά, εκκλησιαστικά, εκπαιδευτικά, πολιτισμικά, να επαναθέσουμε τέτοια ερωτήματα, αναζητώντας και πάλι την σύνθεση μιας ταυτότητας η οποία, χωρίς στείρους και ξεπερασμένους αντιδυτικισμούς, αλλά με κριτική τοποθέτηση απέναντι στις υστερίες του φιλελευθερισμού, να ξαναχτίσει στην ποιότητα του ανθρώπου που αγαπά, ελπίζει, δημιουργεί, αυτονομείται και, ταυτόχρονα, ενώνεται κοινοτικά, γιορτάζει γιατί πιστεύει, δέχεται με ανεκτικότητα την αντίθετη άποψη και στάση ζωής, δεν επαίρεται, μόνο με ταπείνωση αναζητεί κι άλλες πτυχές αλήθειας για τον κόσμο και καλλιεργεί λόγο, σκέψη, συναισθήματα με κριτήριο την αγάπη. Στον δρόμο αυτό γλώσσα, λογοτεχνία, ιστορία, παράδοση είναι κλειδιά. Ο μικρός λαός, με επίγνωση του ποιος είναι, μπορεί να ξανακαλλιεργήσει το όραμα μιας Ευρώπης λαών, πολιτισμών, πίστης στον άνθρωπο και στον κρυμμένο Θεό που μας έπλασε και μας ανάπλασε.
 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

8 Αυγούστου 2022