“Είναι αδύνατον να οργιστεί κανείς εναντίον του πλησίον, αν πρώτα δεν υπερηφανεύεται εσωτερικά απέναντί του και αν δεν τον περιφρονήσει και αν δεν θεωρήσει τον εαυτό του καλύτερο από εκείνον” (αββάς Δωρόθεος)
Όταν ο λογισμός στις
ανθρώπινες σχέσεις θεριεύει, οι συγκρούσεις και ο διχασμός έρχονται
αναπόφευκτα. Μπορεί ο εκκοσμικευμένος πολιτισμός μας να μην δέχεται ότι υπάρχει
διάβολος, ότι υπάρχει το πνεύμα του πονηρού, αυτό είναι εμφανές όμως ότι δεν
ισχύει, όταν διαπιστώνουμε πως η καρδιά μας είναι διασπασμένη απέναντι στον
άλλον. Η σκέψη μας τροφοδοτείται από δύο κυρίως λογισμούς, που οδηγούν στο ίδιο
αποτέλεσμα. Ο ένας είναι ότι ο άλλος δεν μπορεί να μας φτάσει στις ικανότητες,
στην προσφορά, στα δεδομένα που δικαιούμαστε και, επομένως, έχουμε κάθε δίκιο
να θυμώνουμε, ακόμη και να οργιζόμαστε μαζί του, διότι δεν μας νιώθει. Ο άλλος
λογισμός έχει να κάνει με το αίσθημα της αδικίας που αισθανόμαστε ότι
υφιστάμεθα από αυτόν. Και η αδικία γίνεται πάλι θυμός, κάποτε και με τις
επιλογές μας, κάποτε μόνο με τον άλλον.
Ας το δούμε αυτό και
στις σχέσεις των γονέων με τα παιδιά.
Οι γονείς θυμώνουν με
τα παιδιά, διότι τα θεωρούν έτσι κι αλλιώς ανώριμα, ότι χρειάζονται την
προστασία τους, και, την ίδια στιγμή, αχάριστα, διότι δεν εκτιμούν κόπους,
θυσίες, χρήματα. Όσο τα παιδιά επικαλούνται, ιδίως στην εφηβεία, δικαιώματα, οι
γονείς αισθάνονται φόβο για την ελευθερία τους και το πώς θα την διαχειριστούν
και ότι πλέον οι μεγάλοι δεν έχουν λόγο στην ζωή των μικρότερων, με αποτέλεσμα
ένα κεκαλυμμένο παράπονο να γίνεται θυμός. Δεν αποκλείεται οι νεώτεροι να έχουν
αποτύχει να χτίσουν γέφυρες εμπιστοσύνης με την συμπεριφορά τους, ιδίως με την
αδυναμία τους να διαχειριστούν σωστά τον χρόνο τους, όπως επίσης και όταν
παρασύρονται από τις παρέες τους και δεν καταλαβαίνουν ότι οι γονείς τους έχουν
τις ανησυχίες τους.
Τα παιδιά, πάλι,
έχουν κι αυτά το ίδιον θέλημα. Ένας χαρακτήρας που βαριέται εύκολα ή βρίσκει
διεξόδους στα gudget του σήμερα
θα είναι πιθανόν σε ρήξη με τους γονείς και τους δασκάλους που θα ήθελαν να
διαβάζει. Το χάσμα των γενεών, άλλωστε, δεν έπαψε να υφίσταται, μόνο που η
αμφισβήτηση προς τους μεγαλύτερους δεν είναι φανερή, αλλά οι αντιστάσεις είναι
κρυφές. Η επιθυμία, εξάλλου, των παιδιών να αισθανθούν ότι το μεγάλωμά τους, η
νέα τους ταυτότητα γίνεται αποδεκτή, μέσα στις πολλές δοκιμές της, ή,
τουλάχιστον, το πρόσωπό τους δεν καθίσταται απορριπτέο, φέρνει το αίσθημα ότι
οι γονείς τα αδικούν, διότι δεν τα καταλαβαίνουν. Ο συνδυασμός, έκφραση ενός
απαραίτητου, όχι όμως πάντοτε με μέτρο, εγωκεντρισμού, φέρνει διάσπαση. Ο
διάβολος τροφοδοτεί με λογισμούς το υπόστρωμα και οι σχέσεις υπονομεύονται.
Η ασκητική παράδοση
της πίστης μας προτείνει ως φάρμακα την αγάπη, την ταπείνωση και την υπομονή.
Όχι την ανειλικρίνεια, ούτε το κρύψιμο των λογισμών, αλλά την εξαγόρευσή τους.
Ζητά να δίνουμε χρόνο και χώρο στον άλλο, είτε δεχτεί την οπτική μας είτε όχι.
Και τότε μπορεί να δοθεί η ευκαιρία για μικρά νέα ξεκινήματα. Άλλωστε, οι
σχέσεις δεν χαλάνε από μεγάλα λάθη, αλλά από τα μικρά που τις φθείρουν. Μικρά
γεφύρια επικοινωνίας, μέσα από καλή διάθεση, προσευχή και σεβασμό στο πρόσωπο
του άλλου, ακόμη κι αν λαθεύει, είναι δρόμος που νικά τον θυμό.
Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»
Στο φύλλο της Τετάρτης 22 Ιουνίου 2022