5/28/22

«ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΙΔΕΑΣ- ο Βενιζέλος, ο αντιβενιζελισμός και η Μικρά Ασία»

 


ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ 94- ΣΩΤΗΡΗΣ ΡΙΖΑΣ, «ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΙΔΕΑΣ- ο Βενιζέλος, ο αντιβενιζελισμός και η Μικρά Ασία», εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

 

Το 2022 είναι το έτος στο οποίο συμπληρώνονται 100 χρόνια από την Μικρασιατική καταστροφή. Το ενδιαφέρον για τα γεγονότα της περιόδου είναι πολύ μεγάλο. Πολλοί σύγχρονοι ιστορικοί γράφουν βιβλία, τα οποία αναλύουν με εξαιρετικό τρόπο και πλήθος στοιχείων τα όσα οδήγησαν στον οριστικό ενταφιασμό της Μεγάλης Ιδέας, της αποκατάστασης δηλαδή του Ελληνισμού στα παλαιά του όρια, δηλαδή στην ενσωμάτωση στο ελληνικό κράτος περιοχών όπως η Ανατολική Θράκη, η Ιωνία, η Καππαδοκία, ο Πόντος, κυρίως όμως η Κωνσταντινούπολη. Γιατί η Ελλάδα είναι το μοναδικό κράτος της Βαλκανικής που δεν απελευθέρωσε την ιστορική της πρωτεύουσα, η οποία παρέμεινε στα χέρια των Τούρκων.

Ένας από τους σπουδαίους σύγχρονους ιστορικούς, ο Σωτήρης Ριζάς, συνέγραψε ένα πραγματικά αξιόλογο και ολοκληρωμένο έργο, με τον τίτλο «Το τέλος της Μεγάλης Ιδέας- ο βενιζελισμός, ο αντιβενιζελισμός και η Μικρά Ασία» (εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ, 2015).  Μέσα από το πλούσιο σε πηγές και ανάλυσή τους αυτό έργο ο συγγραφέας πετυχαίνει να μας προσφέρει μία εξαιρετική εικόνα για την περιπέτεια της Μεγάλης Ιδέας στην Μικρά Ασία, με πρωταγωνιστές ένα πρόσωπο, τον Ελευθέριο Βενιζέλο, και τους αντιπάλους του, τον βασιλιά Κωνσταντίνο και τους πολιτικούς που συνασπίστηκαν γύρω του, από αντίθεση προς τον Βενιζέλο, όχι πάντοτε προς τις ιδέες του, και σίγουρα όχι προς την Μεγάλη Ιδέα γενικά, για την οποία μόνο ο μετέπειτα δικτάτορας Ιωάννης Μεταξάς, άνθρωπος καλλιεργημένος και εκπαιδευμένος στην Γερμανία στα στρατιωτικά, είχε προβλέψει – δυστυχώς επιτυχώς- τον οριστικό ενταφιασμό της.

 Η παράθεση των τίτλων των κεφαλαίων δηλώνει την πληρότητα της μελέτης: Η Μικρά Ασία στο παιχνίδι του Α’ Παγκοσμίου πολέμου. Οι ελληνικές διεκδικήσεις. Η συμμαχική εντολή για την ελληνική απόβαση στη Σμύρνη. Σχηματοποίηση ροπών. Διαπραγμάτευση και σύναψη της συνθήκης των Σεβρών. Στρατηγικό αδιέξοδο και εκλογές. Ο αντιβενιζελισμός στην εξουσία. Η στρατηγική της κλιμάκωσης. Προς την Άγκυρα. Το αδιέξοδο. Αδράνεια και καταστροφή. Αναζήτηση εξιλαστήριων θυμάτων.  

Από την μελέτη του βιβλίου διαπιστώνουμε, μεταξύ άλλων, τα εξής: «η αξίωση για προσάρτηση στην Ελλάδα ενός μέρους της Ιωνίας βασιζόταν σε μια γεωπολιτική σύλληψη της Ελλάδας ως μιας χώρας με δυο ηπειρωτικά σκέλη πρακτικά ασύνδετα μεταξύ τους και διαχωριζόμενα από ένα εκτεταμένο αρχιπέλαγος. Ακόμη, η αξίωση προσάρτησης του δεύτερου σκέλους, του ασιατικού, προέκυπτε από έναν ασαφή ως προς τα κριτήρια διαχωρισμό της Μικράς Ασίας σε δυτική και ταυτόχρονα ευρωπαϊκή, και στην Ανατολία, η οποία χαρακτηριζόταν ασιατική. Η προβολή των γεωπολιτικών και κλιματολογικών χαρακτηριστικών που δικαιολογούσαν τη διαίρεση της Μικράς Ασίας ερχόταν να επικουρήσει το εθνικό-πληθυσμιακό κριτήριο, το οποίο ήταν αναγκαίο αλλά όχι επαρκές για την ανάληψη αυτού του εκτεταμένου πολιτικοστρατιωτικού εγχειρήματος» (σελ. 17)

«Η πρακτική επιδίωξη του οράματος της Ιωνίας δεν οφειλόταν στη νεοτουρκική πολιτική των διωγμών του ελληνικού στοιχείου, αλλά στην πορεία του Α’ Παγκοσμίου πολέμου και στη διαπλοκή των στρατηγικών των Μεγάλων Δυνάμεων στα Βαλκάνια το χειμώνα του 1914-15» (σσ. 17-18) Ο Βενιζέλος δεν είχε από την αρχή που επιθυμούσε να συμμετάσχει η Ελλάδα στον πόλεμο στο πλευρό των δυνάμεων της Αντάντ ως στόχο του την περιοχή της Σμύρνης και της Ιωνίας, αλλά αυτό προέκυψε. Ήδη από το 1914, πριν ξεκινήσει ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος, υπήρχαν διαπραγματεύσεις ανταλλαγής πληθυσμών των Ελλήνων της Ιωνίας με τους μουσουλμάνους της Μακεδονίας και της Ηπείρου, ενώ και το καθεστώς της Ανατολικής Θράκης φαινόταν δύσκολο να επιλυθεί υπέρ των Ελλήνων και ο Βενιζέλος το ήξερε. Ο αντιβενιζελισμός, με κύριο εκφραστή του τον Μεταξά, ήταν αντίθετος σε οποιαδήποτε επέκταση της Ελλάδας στην Ιωνία. «Σε υπόμνημά του στις αρχές του 1914 ο Μεταξάς τόνιζε ότι η κατοχή από μέρους της Ελλάδας παραλίων σημείων της Μικράς Ασίας ουδόλως θα κατέβαλλε την Τουρκία. Οι ασιατικές επαρχίες ήταν αυτάρκεις και θα μπορούσαν να συντηρήσουν τους κατοίκους τους και στρατό. Επιπλέον οι παραλιακές πόλεις ήταν κέντρα του ευρωπαϊκού εμπορίου και όχι του ασιατικού. Για τη διατήρηση των λιμένων θα χρειαζόταν δέσμευση του στόλου και στρατιωτικές δυνάμεις επαρκείς ώστε να αναλάβουν επιχειρήσεις μακριά από τα αστικά κέντρα. Αυτό όμως σήμαινε ανεπιθύμητη κλιμάκωση και εμπλοκή στην ενδοχώρα, αφού ,,εν τοιαύτη περιπτώσει δεν πρόκειται πλέον περί επιχειρήσεων των οποίων σκοπός είναι μόνον η κατοχή των παραλίων’’. Τέλος, στη στρατηγική στάθμιση του Μεταξά σημαντικό ρόλο έπαιζε ο βουλγαρικός παράγων. Η Σόφια, μεγάλη χαμένη των Βαλκανικών πολέμων τoυ 1912-13, σίγουρα θα εξασφάλιζε στρατηγικό πλεονέκτημα αν η Ελλάδα εμπλεκόταν στρατιωτικά στη Μικρά Ασία» (σελ. 23). Για τον επιτελικό αξιωματικό Ξενοφώντα Στρατηγό «η μόνη επιχείρηση που θα μπορούσε να αποβεί τελεσφόρα από στρατηγική άποψη για την Ελλάδα ήταν η κατάληψη των Δαρδανελίων και της ίδιας της Κωνσταντινούπολης» (σελ. 23)

Ο Βενιζέλος θα αλλάξει γνώμη μετά από μυστικές διαπραγματεύσεις με τους Άγγλους, οι οποίοι του υποσχέθηκαν εδάφη στην Μικρά Ασία. Θα εισηγηθεί την πολιτική εξόδου της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό των δυνάμεων της Αντάντ υπολογίζοντας μία παράμετρο που θα απέβαινε καταλυτική: την διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τον περιορισμό της Τουρκίας στην ασιατική πλευρά μετά το τέλος του πολέμου. Για τον Βενιζέλο αυτό το σενάριο έκανε την μετέπειτα απόβαση των Ελλήνων στην Μικρά Ασία εφικτή πολιτική, ως υλοποίηση της Μεγάλης Ιδέας. Ο Βενιζέλος, όπως και οι σύμμαχοι της Αντάντ , δεν υπολόγισαν ότι ο τουρκικός εθνικισμός θα απέβαινε ισχυρό αντίβαρο στην όντως υπό διάλυση οθωμανική αυτοκρατορία και στον διαμελισμό της. Όταν υπογράφτηκε η συνθήκη των Σεβρών, οι μόνοι που θα μπορούσαν να την επιβάλουν, ήταν οι Έλληνες. Απασχολώντας τον Κεμάλ, έδιναν την δυνατότητα στους συμμάχους της Αντάντ να κρατήσουν τα εδάφη που επιθυμούσαν, να υπογράψουν συμφωνίες απαγκίστρωσης και να αφήσουν την Ελλάδα μόνη της, με στήριξη θεωρητική από τους Άγγλους, στην πραγματικότητα όμως εγκαταλελειμμένη σε έναν πόλεμο που της προκαλούσε οικονομική αιμορραγία, πολιτικά πάθη και αδυναμία εύκολης απαγκίστρωσης.

Σ’  αυτό συμβάλαμε κι εμείς με τον διχασμό μας. Η αντιβενιζελική παράταξη κέρδισε τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 χωρίς να δηλώσει ξεκάθαρα ότι θα επιστρέψουν οι στρατιώτες από το μικρασιατικό μέτωπο, αλλά αφήνοντας τους πολλούς των εκλογέων να το πιστέψουν. Είναι χαρακτηριστική η παράθεση του γνωστού άρθρου με τίτλο «Η βασίλισσα» του εκδότη της εφημερίδας «Καθημερινή» Γεωργίου Βλάχου, εκφραστή των αντιβενιζελικών και της συντηρητικής αντίληψης, το οποίο απευθυνόταν σε μορφή επιστολής στη βασίλισσα Όλγα, χήρα του Γεωργίου Α’, στις 12 Οκτωβρίου 1920. «Επειδή εμεγαλύνθη, δια των ιδίων πάλιν θυσιών και των ιδίων αιμάτων, η εθνική μας οικοδομή, οι δωρεάν και ως κύριοι κατασταθέντες εις παλαιούς και νέους ορόφους εθεώρησαν σοφόν να υποσκάψουν τα παλαιά της οικοδομής θεμέλια, χωρίς να μαντεύουν ότι εις αυτά εστηρίχθη η στέγη και χάρις εις αυτά ευτυχούν οι υπ’  αυτήν στεγαζόμενοι νεόκοποι πατριώται». Ο Βλάχος, επειδή ένιωθε ότι είχε χαθεί η πρωτοκαθεδρία της παλαιάς πολιτικής και κοινωνικής τάξης εξαιτίας της κυριαρχίας του βενιζελισμού, υπέθετε ότι η βασίλισσα θα εξέφραζε την «βλάσφημον ευχήν της μικράς αλλά εντίμου Ελλάδος...την καλήν εποχήν όπου τα σύνορά μας ήσαν στενά, αλλ’  απέραντος η αγάπη των Ελλήνων προς την Ελλάδα, κατά την οποίαν δεν εφθάναμεν εις τον Βόσπορον, αλλά δεν εδολοφονούμεθα εις τους δρόμους της πρωτευούσης, κατά την οποίαν ήτο μικρά η Ελλάς, αλλά πατρίς των Ελλήνων, και όχι μεγάλη, αλλά φέουδον ξενικόν» (σελ. 167). Οι αντιβενιζελικοί ήθελαν να καταλάβουν την εξουσία και να γκρεμίσουν τον Βενιζέλο. Αυτό ήταν το μείζον.

Έδωσαν το πρόσχημα, κυρίως στους Γάλλους, να μας εγκαταλείψουν με την επιστροφή του βασιλιά Κωνσταντίνου. Ο ηγέτης των αντιβενιζελικών Γούναρης, με κυνισμό επισημαίνει σε επιστολή προς τους συνεργάτες του, ότι οι Έλληνες «έπρεπε να αποδείξουν ότι ήταν λαός ώριμος, και ότι ως τέτοιος είχε τη θέληση και τη δύναμη να καθορίσει αυτοτελώς την εσωτερική πολιτική του εξέλιξη. Αυτό σήμαινε ότι η Ελλάδα έπρεπε να ευθυγραμμίσει την εξωτερική πολιτική της με το βρετανικό παράγοντα-το αντάλλαγμα προκειμένου η εξέλιξη της εσωτερικής πολιτικής να αφεθεί ανεμπόδιστη» (σσ. 159-160). Και έτσι θα αναληφθεί μια μεγάλη εκστρατεία προς την Άγκυρα, κακώς προετοιμασμένη και χωρίς την απαραίτητη στρατιωτική δύναμη, με αποτέλεσμα «η ελληνική προέλαση να αποτελεί ένδειξη στρατηγικού αδιεξόδου, αφού οι ελληνικές δυνάμεις έπρεπε να προχωρούν περισσότερο στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας προκειμένου να εξαναγκάσουν τους Τούρκους εθνικιστές να αποδεχθούν τη συνθήκη των Σεβρών και η στρατιωτική κατάσταση παρέμενε ασαφής, δημιουργώντας έτσι την ανάγκη νέας προέλασης, επρόκειτο για εμπλοκή δηλαδή σε φαύλο κύκλο» (σελ. 261). Ο ελληνικός στρατός βεβαίως ξεπέρασε τον εαυτό του. Ωστόσο δεν ήταν δυνατή η κατατρόπωση του Κεμάλ και η ελληνική γραμμή παρέμεινε στάσιμη και καθηλωμένη επί ένα χρόνο, ενώ η ελληνική οικονομία ήταν εμφανές, παρά τα στρατηγήματα όπως η περίφημη διχοτόμηση του νομίσματος, ότι δεν μπορούσε να αντέξει το κόστος ενός αδιέξοδου πολέμου.

Τελευταία απέλπιδα προσπάθεια για συμβιβασμό ήταν η απόπειρα κατάληψης της Κωνσταντινούπολης, η οποία όμως δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, σημάδι της απόλυτης σύγχυσης στο ελληνικό επιτελείο και την ελληνική κυβέρνηση. Η ελληνική πλευρά ήθελε να χρησιμοποιήσει ως μοχλό πίεσης στον Κεμάλ ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Οι Άγγλοι όμως δεν το επέτρεψαν. Η ήττα ήταν προ των πυλών και στην ελληνική πλευρά αυτό που σκεφτόντουσαν ήταν η πολιτική διαχείρισή της. Γι’  αυτό ακύρωσαν την ισχύ των ελληνικών διαβατηρίων για τους κατοίκους της Μικράς Ασίας, ώστε να μην μπορούν να ψηφίσουν σε περίπτωση προσφυγιάς. Ο Γεώργιος Βλάχος, με τα δύο άρθρα του, «Οίκαδε» και «Πομερανοί», δείχνει το αδιέξοδο και το μέγεθος της ήττας, μετά την εκδήλωση της κεμαλικής επίθεσης. Η συντριβή, η αποχώρηση, η σφαγή, η δίκη των εξ και η εκτέλεσή τους ήταν γεγονότα που επέτειναν τον εθνικό διχασμό και δεν έβαλαν την συζήτηση περί της μικρασιατικής καταστροφής σέ πλαίσια γνήσιας αυτοκριτικής.

Διαβάζοντας το βιβλίο αναρωτιόμαστε: ήταν εφικτή η διάσωση του ελληνικού στοιχείου στην Μικρά Ασία; Ήταν εφικτή η διατήρηση της εκπληρωμένης Μεγάλης Ιδέας μετά την συνθήκη των Σεβρών; Ανεξάρτητα από τα απίστευτα λάθη και τους κακούς πολιτικούς χειρισμούς, η απάντηση δύσκολα θα μπορούσε να είναι καταφατική. Όλα όμως θα μπορούσαν να λειτουργήσουν με λιγότερο θάνατο και πόνο. Μείναμε να μαλώνουμε μεταξύ μας, αγνοώντας τον ξένο παράγοντα, μη έχοντας ομονοήσει πριν ξεκινήσουμε την υλοποίηση ενός τέτοιου μεγάλου αφηγήματος. Ας μην ξεχνάμε ότι ηττηθήκαμε επειδή οι Τούρκοι ομονόησαν στο πρόσωπο του Κεμάλ. Εκμεταλλεύτηκαν τις αντιθέσεις των μεγάλων Δυνάμεων, κάτι που ο Βενιζέλος είχε πράξει με οξυδέρκεια στα χρόνια του Α’ Παγκοσμίου πολέμου και μέχρι τις εκλογές του 1920. Ο Βενιζέλος δεν χρεώθηκε την ήττα. Ίσως τον διευκόλυναν οι τραγικές αποφάσεις ενός λαού που την πιο κρίσιμη στιγμή δεν σκέφτηκε τι είχε πετύχει, αλλά την μικροκαθημερινότητά του και το όραμα για μια πολιτική αλλαγή που θα άλλαζε το εκκρεμές όχι όμως προς την συμφιλίωση, αλλά προς την εκδίκηση. Αυτό δεν αμνηστεύει τα πάθη που ο διχασμός είχε προκαλέσει, αλλά κάποτε χρειάζεται να ωριμάζουμε όλοι.

Αξίζει πραγματικά η μελέτη του προς γνώσιν του σήμερα. Η Ελλάδα δεν μπορεί να σταθεί χωρίς ισχυρές συμμαχίες. Η «πτωχή πλην έντιμος Ελλάς», όπως αρκετοί ακόμη νομίζουν, εμφορούμενοι από  παλαιά μεγαλεία, είναι αναπόφευκτο ότι θα οδηγηθεί σε αδιέξοδα.

 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

28 Μαΐου 2022