5/21/22

«ΑΝ ΗΞΕΡΕΣ»

 
                 Σχόλιο στο ευαγγέλιο της Σαμαρείτιδος

«Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῇ· εἰ ᾔδεις τὴν δωρεὰν τοῦ Θεοῦ, καὶ τίς ἐστιν ὁ λέγων σοι, δός μοι πιεῖν, σὺ ἂν ᾔτησας αὐτόν, καὶ ἔδωκεν ἄν σοι ὕδωρ ζῶν» (Ιωάν. 4,10)

Αποκρίθηκε ο Ιησούς και της είπε: «Αν ήξερες την δωρεά του Θεού και ποιος είναι αυτός που σου λέει, “δώσε μου να πιώ”, εσύ θα του ζητούσες και θα σου έδινε νερό που δίνει ζωή» 

            Σ’  έναν από τους πιο ωραίους ευαγγελικούς διαλόγους, ο Χριστός αναφέρεται στην γυναίκα από την Σαμάρεια και της λέει χαρακτηριστικά ότι «αν ήξερες την δωρεά του Θεού και ποιος είναι αυτός που σου ζητά να του δώσεις να πιει νερό, εσύ θα του ζητούσες και θα σου έδινε το νερό που δίνει ζωή». Η παρατήρηση του Χριστού «αν ήξερες», απευθύνεται στον καθέναν από εμάς. Διότι στην θέση της γυναίκας από την Σαμάρεια βρίσκεται ο καθένας μας, κάθε στιγμή της ζωής μας, στην οποία βλέπουμε τον Χριστό να στέκεται κουρασμένος από την οδοιπορία, από την ζέστη του κόσμου τούτου που δεν είναι της θερμοκρασίας, αλλά της πνευματικής ανομβρίας, και περιμένει από εμάς το λίγο, για να μας δώσει το αιώνιο.

            «Αν ήξερες». Το ερώτημα ξεκινά από μέσα μας. Αν ξέραμε ποια είναι η βαθύτερη ανάγκη του ανθρώπου, που ξεπερνά την επιβίωση, την απόλαυση, την ευτυχία της κατοχής, της επίτευξης στόχων, της διάκρισης και της ικανοποίησης της φιλοδοξίας, θα σπεύδαμε να βρούμε τον Χριστό στο πρόσωπο του πλησίον μας. Στους ανθρώπους της οικογενείας μας, που συχνά τους θεωρούμε δεδομένους. Στους ανθρώπους που μας κουράζουν και που η ψυχή μας τους αποστρέφεται στιγμές-στιγμές. Στους ακατάσχετα φλύαρους για τον εαυτό τους, τις απόψεις και τα επιτεύγματά τους, που μοιάζει μαρτύριο η αναστροφή μαζί τους. Σε εκείνους που ζούνε αμαρτωλά, αλλά το γνωρίζουμε, ενώ συχνά εμείς είμαστε γεμάτοι αμαρτίες, λογισμούς, πάθη, αλλά δεν το ξέρουμε ή δεν θέλουμε να το παραδεχθούμε. Σε εκείνους τους ταπεινούς που γελάμε μαζί τους, γιατί δεν είναι τόσο έξυπνοι όσο εμείς. Σε όλους αυτούς, αν ξέραμε ότι βρίσκεται ο Χριστός, όχι γιατί ταυτίζεται με το φορτίο που κουβαλούνε και που μας προσφέρουν, αλλά γιατί και γι’  αυτούς έγινε άνθρωπος, σταυρώθηκε και αναστήθηκε, χωρίς να υπολογίζει το «πέντε άνδρας έσχες», το «ου συγχρώνται», το «μετά γυναικός ωμίλει», τότε η καρδιά μας θα γέμιζε με δεκτικότητα και αγάπη. Πώς να πεις όχι στον Θεό;

            «Αν ήξερες». Το ερώτημα περνά σε όσους έχουν ταυτίσει την γνώση με τον κόσμο αυτό, με τα φαινόμενα, με τις επιστήμες, τις βιβλιοθήκες, μεταπράτες συνήθως άλλων, χρήστες αγαθών που άλλοι φρόντισαν να δημιουργήσουν. Κι ενώ σχεδόν όλοι έχουμε γνώσεις από δεύτερο χέρι, καυχόμαστε ότι γνωρίζουμε τα πάντα. Αφήνουμε έτσι στην άκρη τον Θεό, διότι δήθεν έχει ξεπεραστεί, είναι στη γωνία πλέον, δεν μας χρειάζονται οι απαντήσεις Του, αφού μας αρκούν οι δικές μας. Ακόμη κι όταν έρχονται ο πόνος, η αρρώστια, ο θάνατος, μας φτάνει το μηδέν, έχουμε συμβιβαστεί μαζί του, διότι τι να κάνεις μια αιωνιότητα, όταν δεν ελπίζεις σ’  αυτήν ή όταν χρειάζεται να τηρήσεις εντολές που μοιάζουν βουνά, καθώς δίνουν την αίσθηση του περιορισμού του «εγώ», ενώ για μας το «εγώ» είναι ο θεός μας;

            «Αν ήξερες». Αναζητούμε νόημα στην οικολογία, στην φύση, στην ομορφιά του κόσμου τούτου, λατρεύοντας την κτίση παρά τον Κτίσαντα. Φτάσαμε στο σημείο να πιστεύουμε τον παραλογισμό ότι τόση ομορφιά υπάρχει από μόνη της, δεν έχει Δημιουργό, μόνο και μόνο για να μην αναγκαστούμε να βάλουμε στην εξίσωση της ζωής μας τον Θεό. Να μην σταματήσουμε μπροστά στο μεγαλείο, στην τάξη, στην αρμονία, στις δωρεές, και αναγκαστούμε να πούμε «ευχαριστώ», να υψώσουμε τα μάτια μαζί με τα τίμια δώρα, τον άρτο και τον οίνο της θείας λειτουργίας, για να πούμε «τα σα εκ των σων σοί προσφέρομεν κατά πάντα και διά πάντα». Όχι, δεν μας χρειάζεται κάτι τέτοιο. Όλα δικά μας είναι. Όλα μπορούν να γίνουν περισσότερο δικά μας. Δεν έχει σημασία αν καταστρέφουμε, ρυπαίνουμε, χρησιμοποιούμε περισσότερο από όσο χρειαζόμαστε, σκοτώνουμε στο όνομα της δικής μας άνεσης, ανταγωνιζόμαστε, καταργούμε την αγάπη, κάποτε καυχόμενοι ότι πιστεύουμε.

            «Αν ήξερες». Μένουμε στο νερό που ξεδιψά την υλική μας δίψα, αλλά δεν βλέπουμε εκείνο το νερό που δίνει ζωή, το Ευαγγέλιο, το οποίο κάνει την καρδιά μας να ξεχειλίζει από αγάπη, από νόημα, από ελευθερία, από μέτρο, από θυσία, από προσφορά, από ελπίδα ανάστασης, από Χριστό. Κι όμως, Εκείνος βρίσκεται δίπλα μας. Δεν παίρνει από τα χέρια μας το άντλημα, δεν μας ποτίζει χωρίς να το θέλουμε, αλλά ζητά από εμάς έναν λόγο: «βοήθησέ μας να μάθουμε». Και τότε, όπως την γυναίκα από την Σαμάρεια, μας φωτίζει, μας απαντά, μας ξεδιψά, μας αποκαλύπτει εν Πνεύματι και αληθεία ότι Αυτός είναι η οδός, η αλήθεια και η ζωή.

            «Αν ήξερες». Στην Εκκλησία υπάρχει ο Χριστός, υπάρχει η απάντηση, υπάρχει το ύδωρ το αλλόμενον εις ζωήν αιώνιον. Εσύ κι εγώ θα Του το ζητήσουμε;

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

22 Μαΐου 2022

Της Σαμαρείτιδος