5/27/22

ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ 93- ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΑΙΞΠΗΡ


Στα πλαίσια του Κύκλου νέων επιστημόνων και εργαζομένων που λειτουργεί εδώ και 19 χρόνια καθιερώσαμε έναν λίαν ενδιαφέροντα διάλογο ανάμεσα στην Θεολογία και την Λογοτεχνία. Μας έχει δοθεί η ευκαιρία να έχουμε παρουσιάσει και αναλύσει περί τα 100 βιβλία, δίνοντας έτσι την δυνατότητα σε όσους συμμετείχαν και συμμετέχουν να διαπιστώσουν ότι η πνευματική παράδοση της Ορθοδοξίας μπορεί να διαλεχθεί με την τέχνη, είτε αυτή εκφράζεται από ανθρώπους πιστούς είτε από όσες και όσους αποτυπώνουν στα λογοτεχνήματά τους την υπαρξιακή περιπέτεια της ζωής, μαζί με την στάση του ανθρώπου σε ζητήματα όπως ο έρωτας, ο θάνατος, η αναζήτηση νοήματος και ταυτότητας. Έλληνες και ξένοι λογοτέχνες μας έχουν δώσει την δυνατότητα να απολαύσουμε και την γλώσσα και το περιεχόμενο.

Στα πλαίσια του Χειμερινού και του Εαρινού Εξαμήνου της χρονιάς που κλείνει τον κύκλο της μάς δόθηκε η δυνατότητα, με την βοήθεια του εκλεκτού φίλου και συνοδοιπόρου Γιώργη Μαυρομιχάλη να πραγματοποιήσουμε αναγνώσεις πάνω στον κλασικό Ουίλιαμ Σαίξπηρ, έναν από τους κορυφαίους λογοτέχνες σε παγκόσμιο επίπεδο. Προσπαθήσαμε να θυμηθούμε τα όσα μας έδωσε ως προβληματισμούς ο αείμνηστος κοινός μας φίλος Ερωτόκριτος Μωραΐτης, η συμβολή του οποίου στα σαιξπηρικά γράμματα θα φανεί όχι μόνο από όσα έγραψε και είπε, αλλά και από την απουσία του.  Έτσι, παρουσιάσαμε τέσσερα έργα του Σαίξπηρ, τα οποία συστήνουμε ως αφορμές αναγνωστικής απόλαυσης, αλλά και βαθύτερου προβληματισμού για τον άνθρωπο και την ζωή.

Το πρώτο έργο είναι το «Ρωμαίος και Ιουλιέττα» (εισαγωγή-μετάφραση Διονύσης Καψάλης, εκδόσεις Gutenberg). Τα αιώνια ερωτήματα αν ο έρωτας μπορεί να αλλάξει τον κόσμο, να κατασιγάσει τα πάθη, να ενώσει οικογένειες και ανθρώπους, να μην νικηθεί από τον θάνατο αποτυπώνονται μέσα από την γνωστή ιστορία των δύο νέων που κατάγονται από ανταγωνιστικές οικογένειες και καλούνται να αρνηθούν την επιθυμία να αγαπηθούν («Άγονη γέννα της αγάπης μου ο πόνος,/να ‘ναι γραμμένο τον εχθρό μου ν’  αγαπήσω», σελ. 58). Και ο καημός του έρωτα, που σήμερα μοιάζει ουτιδανός, σε μία εποχή στην οποία οι σχέσεις είναι εύκολες, η αγάπη όμως δυσεύρετη (« Όποιος ποτέ δεν έχει πληγωθεί γελά/με τις ουλές των άλλων», σελ. 63). Και η απόφαση η αγάπη να νικήσει τις διαφορές («Εχθρός μου είναι τ’ όνομά σου, τίποτ’  άλλο.../Γίνε άλλο όνομα.../Πες με αγάπη σου,/ κι αναβαπτίζομαι, δεν είμαι πια Ρωμαίος», σσ. 64-65). Και όλα γίνονται για την ουσία και όχι για το θεαθήναι («Η τέχνη που ‘ναι πλούσια σε νόημα/για την ουσία της επαίρεται και όχι για τα στολίδια και τις λέξεις που την ντύνουν./ Όποιος μετράει τη δική του την αξία/ είναι ζητιάνος. Κι η δική μου η αγάπη/τόσο πληθαίνει κι είναι τόσο αληθινή/που δεν μπορώ ούτε μισή να την αθροίσω», σελ. 89. «Το γάλα που απαλύνει/τις ατυχίες- τη γλυκιά φιλοσοφία, στην εξορία σου να σε παρηγορεί/Κι η εξορία εξορία. Τι τη θέλω,/ τι να την κάνω τη γλυκιά φιλοσοφία;/Μήπως μπορεί να πλάσει μια Ιουλιέττα;», σελ. 109). Και μπορεί ο θάνατος να καταπίνει τους ερωτευμένους, παρά τα τεχνάσματα για να ξεφύγουν, στα οποία βοηθά ο π. Λαυρέντιος, ιερομόναχος που δείχνει μια Εκκλησία που συγκαταβαίνει στην αγάπη και τα αισθήματα των ανθρώπων και παλεύει να νικήσουν το μίσος, ωστόσο ο έρωτας θα έχει τον τελευταίο λόγο («μαζί θα βάλουμε τους δυο ερωτευμένους,/να διατρανώνουν την αγάπη στον αιώνα», σελ. 167)

Το δεύτερο έργο είναι ο σπουδαίος «Βασιλιάς Ληρ» (εξαιρετική η εισαγωγή και η μετάφραση του Διονύση Καψάλη, εκδόσεις ΑΓΡΑ). Ένα μοναδικό σχόλιο απέναντι στην τύφλωση της εξουσίας, η οποία δεν βλέπει την αλήθεια, δεν μπορεί να κατανοήσει τα πραγματικά αισθήματα των ανθρώπων, αλλά αναπαράγει μόνο το συμφέρον αυτών που την κατέχουν. Κεντρικό και τραγικό πρόσωπο ο βασιλιάς Ληρ, ο οποίος θα δώσει την εξουσία του στις τρεις θυγατέρες του την εξουσία του βασιλείου, αρκεί να δηλώσουν ότι τον αγαπούνε και ότι θα του επιτρέψουν να κρατά ένα κομμάτι εξουσίας, χρηματοδοτώντας το. Οι δύο μεγάλες, η Γονερίλη και η Ρεγάνη, θα πούνε ψέματα στον πατέρα τους, για να πάρουν το μερίδιό τους. Η τρίτη, η Κορδέλια, θα του πει την αλήθεια: ότι τον αγαπά όχι όμως για να είναι σκλάβα του, αλλά ως ίση προς ίσον. Ξεχωριστός είναι ο ρόλος του Τρελού, ο οποίος αποκαλύπτει στην εξουσία κάθε εποχής την αλήθεια («Σε παρακαλώ, πάρε έναν οικοδιδάσκαλο να μάθει τον τρελό σου να λέει ψέματα. Αχ, να ‘ξερα να λέω ψέματα», σελ. 117, « Έπρεπε πρώτα να λογικευτείς κι έπειτα να γεράσεις», σελ. 127, « Όταν θα είναι οι παπάδες όλο λόγια,/όταν νοθεύουν το ποτό στα καταγώγια,/όταν οι κύριοι του κόσμου δεν θα χάσκουν/αλλά στο ράφτη τους τη μόδα θα διδάσκουν,/και δεν θα καίγεται κανείς αιρετικός,/ μόνο της εύκολης ο αγαπητικός,/ τότε εις το βασίλειο της Αλβιώνος/ θα ‘ρθει το χάος και το τέλος του αιώνος./Όταν στις δίκες θα δικάζουνε σωστά,/όταν κανείς ιππότης πια δεν θα χρωστά,/δεν θα μιλά ο συκοφάντης και για ήθος,/πορτοφολάς δεν θα συχνάζει μες στο πλήθος,/ο τοκογλύφος θα μετράει δημοσία/κι ο μαστροπός θα ανεγείρει εκκλησία,/θα έρθει τότε ο καιρός, για όποιον ζει,/που θα βαδίζουνε οι άνθρωποι πεζοί», σελ. 167). Μέσα στην απόρριψή του από τις δύο κόρες του, ο Ληρ θα αναλογιστεί τα λάθη του, ότι δεν νοιάστηκε για τον λαό του, αλλά μόνο για την δόξα του («Εσείς οι άθλιοι της γης, όπου κι αν είστε,/φτωχοί, γυμνοί, στην καταιγίδα που σας δέρνει/ αδιάκοπα κι αλύπητα, τι να σας κάνουν/κεφάλια άσκεπα, πλευρά σκελετωμένα,/ και τρύπια ράκη στον αυθαίρετο καιρό;»,  σσ. 170-171). Θα μετανιώσει και για την στάση του έναντι της Κορδέλιας, διότι νιώθει ότι την αδίκησε. Ο θάνατος είναι το τέλος της τρέλας, αλλά και η απόδειξη ότι το άδικο δεν θα θριαμβεύσει. Και ο ποιητής θα κλείσει με μία υπόμνηση για όλους, ιδίως για τους νέους, ότι χρειάζεται ειλικρίνεια, θάρρος και υπεράσπιση του δικαίου και της αλήθειας («Τώρα εμείς πια θα σηκώσουμε το βάρος/του θλιβερού καιρού μας, λέγοντας με θάρρος/όχι ό,τι πρέπει μα ό,τι νιώθουμε σωστό./Οι γέροι τράβηξαν πολλά. Εμείς οι νέοι/ούτε θα δούμε όσα είδαν οι παλιοί/κι ούτε θα ζήσουμε εμείς τόσο πολύ», σελ. 246). Η δικαιοσύνη και η αγάπη είναι το κλειδί.

Το τρίτο έργο είναι το «Με το ίδιο μέτρο» (μετάφραση Ερρίκος Μπελιές, εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ). Ο Σαίξπηρ, μέσα από μία εξαιρετική κωμωδία, αναδεικνύει την υποκρισία της εξουσίας όταν χρησιμοποιεί την ηθική της παράδοσης, για να επιβληθεί. Ο δούκας της Βιέννης, αντιλαμβανόμενος ότι έχει ψηφίσει νόμους τους οποίους ούτε ο ίδιος αλλά ούτε και η κοινωνία εφαρμόζουν (ανάλογες καταστάσεις και με τα καθ’ ημάς), αφήνει στο πόδι του τον άρχοντα Άγγελο, ο  οποίος αναλαμβάνει να φέρει την ηθική κάθαρση στην κοινωνία, κλείνοντας τους οίκους ανοχής και τιμωρώντας με θάνατο όποιον άνδρα έχει αφήσει γυναίκα έγκυο εκτός γάμου. Σκοπός του δούκα είναι να δει κατά πόσον οι νόμοι μπορούν να εφαρμοστούν, με την ευθύνη ενός ηθικιστή, ο οποίος βάζει τους κανόνες πιο πάνω από τον άνθρωπο και δείχνοντας έναν συναγελασμό πολιτικής και θρησκείας με σκοπό την ηθική βελτίωση της κοινωνίας, στην πραγματικότητα όμως την εξόντωση των αμαρτωλών, δίκην Θεού. Ο δούκας μεταμφιέζεται σε μοναχό, για να δει πώς ο αναπληρωτής του θα χειριστεί τις υποθέσεις και διαπιστώνει ότι τελικά ουδείς αναμάρτητος, ότι η κοινωνία χρειάζεται αγάπη και όχι ανεφάρμοστους νόμους και ότι η ανθρώπινη ποιότητα κάνει τους νόμους να τηρούνται και όχι η αυστηρότητα και η σκληρότητα. Ο Άγγελος θα φανεί επιρρεπής στα ανθρώπινα πάθη και όλο το οικοδόμημα αυστηρότητας που πάει να στήσει, θα καταρρεύσει. Η κωμωδία μπορεί να διαβαστεί σήμερα από την πλευρά όλων αυτών των υποκριτών που ομνύουν στην ηθική, χωρίς να βλέπουν το έλος και την συγχώρηση, ενώ μοιάζουν με τάφους κεκονιαμένους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η δικαιολόγηση του πολέμου της Ρωσίας εναντίον της Ουκρανίας από τον Ρώσο Πατριάρχη Κύριλλο, ότι η δυτική κοινωνία είναι διεφθαρμένη από τους ΛΟΑΤΚΙ, ενώ η ρωσική αντιστέκεται και ότι πρέπει να ξεκαθαρίσει η Ουκρανία από την δυτική διαφθορά. Η πραγματικότητα στην Ρωσία πόρρω απέχει από τις ψευδαισθήσεις που οι εκκλησιαστικοί άρχοντες επικαλούνται, δικαιολογώντας έναν θλιβερό μονάρχη. Όπου η πίστη χρησιμοποιήθηκε από την πολιτική, η ζημιά σε βάθος χρόνου υπήρξε ανυπολόγιστη. Το παράδειγμα και της δικτατορίας στα καθ’ ημάς βοά. Συγκλονιστικός ο λόγος της Ισαβέλλας, μιας εξαιρετικής μορφής στο έργο, που χωρίς να απεμπολήσει τη ηθική της, δείχνει την οδό της συγχώρεσης, την οδό του Χριστού («Αχ, αχ! Κάποτε όλες οι ψυχές είχανε παραβεί τον ηθικό νόμο,/ κι Εκείνος που είχε κάθε δύναμη να τιμωρήσει/ έγινε λυτρωτής τους. Πού θα ήσασταν εσείς, εάν Εκείνος/που είναι ο υπέρτατος Κριτής σάς έκρινε έστω γι’  αυτό/που είσαστε και μόνο; Ω, σκεφτείτε το αυτό και το έλεος/ θα βγει φυσικό σαν ανάσα από τα χείλη σας, λες/ και στη θέση σας γεννήθηκε άλλος άνθρωπος», σελ. 48)

Το τέταρτο έργο είναι η «Τρικυμία» (μετάφραση  Τάσος Ρούσσος, εκδόσεις ΔΩΔΩΝΗ). Πριν την παράθεση του κειμένου, ο αναγνώστης απολαμβάνει την εισαγωγή του Ιακώβου Πολυλά, πρώτου μεταφραστή του έργου, την εξαιρετική διάλεξη του μεγάλου μας ποιητή Άγγελου Σικελιανού, ύμνος στην Ποίηση, προφητεία για μία εποχή  στην οποία οι άνθρωποι ξεχάσαμε να έχουμε ευαισθησία και αγάπη, αλλά και το κείμενο από την παράσταση του έργου το 1950. Η ιστορία γνωστή. Ο Πρόσπερος, νόμιμος δούκας του Μιλάνου, είναι εξόριστος με την κόρη του Μιράντα σε ένα νησί, διωγμένος από τον αδερφό του Αντόνιο, ο οποίος πήρε τον θρόνο («Αφού έμαθε πια πολύ καλά την τέχνη/πώς να χαρίζει χάρες ή ν’ αρνιέται, κι άλλον/ψηλά να τον σηκώνει, άλλον που ψήλωσε/του θερίζει την κορφή, ξανάπλασε/τους δικούς μου ανθρώπους, μ’  άλλα λόγια,/κάποιους τους άλλαξε, άλλους μεταμόρφωσε/κι έχοντας το κλειδί για κάθε αξίωμα/κα θέση, κούρντισε όλες τις καρδιές του κράτους/στον ήχο που ήταν αρεστός στ’  αυτί του/κι έτσι κισσός εγίνη, τον πριγκιπικό μου/σκεπάζοντας κορμό και τη χλωράδα μου/ βύζαξε», σελ. 55). Στο νησί αυτό ο Πρόσπερος θα έχει, όπως και στο βασίλειό του, ως καύχημά του την βιβλιοθήκη του, ένα σχόλιο για τον σκεπτόμενο άνθρωπο, που δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τις πρακτικές πλευρές της ζωής, να αντιπαλέψει την κακία και τον φθόνο των άλλων, διότι δεν το «έχει» («Για μένα το φτωχό, η βιβλιοθήκη μου/ δουκάτο ευρύχωρο ήτανε, κι εκείνος/ ανίκανο με λογαριάζει για εξουσίες/πολιτικές», σελ. 57). Ο Πρόσπερος όμως, άριστος στην μαγική τέχνη, θα προκαλέσει μία τρικυμία, η οποία θα αναγκάσει το καράβι, επάνω στο οποίο βρίσκονται ο σφετεριστής, ο Αλόνσο, βασιλιάς της Νάπολης και, κυρίως, ο Φερδινάνδος, γιος του Αλόνσο, να αγκυροβολήσουν στο νησί. Εκεί θα φέρει σε επαφή τον Φερδινάνδο με την κόρη του Μιράντα, θα ερωτευθούν, και θα ξετυλίξει το σχέδιό του, με την βοήθεια του ξωτικού Άριελ, το οποίο μας φέρνει ενώπιόν μας την ομορφιά του συνταιριασμού του ανθρώπου με την φύση, του χορού και της αγάπης που νικούν το κακό και τον θάνατο («Εδώ στην κίτρινη αμμουδιά/δώστε τα χέρια σας, παιδιά, στήστε χορό και φιληθείτε, και ύστερα πάλι υποκλιθείτε. Τα άγρια κύματα είναι τώρα/γαλήνια. Μπρος, μ’ ανάερη φόρα/πηδάτε εδώ, πηδάτε εκεί/κι όλα τα ξωτικά μαζί/γλυκά γυρίζουν το σκοπό./ Ακούς, ακούς», σελ. 72). Εξαιρετικός ο ζωώδης χαρακτήρας του Κάλιμπαν (θυμίζει το όνομά του τον κανίβαλο), τον οποίο η Μιράντα προσπαθεί να εξευγενίσει, μαθαίνοντάς του να μιλάει και να γνωρίζει πράγματα, μία θαυμάσια μεταφορά της αξίας του λόγου και της παιδείας, που δεν είναι όμως πανάκεια, όταν ο άνθρωπος δεν έχει συντροφικότητα, καλοσύνη και αγάπη («Απαίσιε σκλάβε, που ποτέ δε θα ‘χεις/πάνω σου σημάδι καλοσύνης,/για όλες άξιος  μόνο τις κακίες./ Σε πόνεσα, παιδεύτηκα να μάθεις/ να μιλάς και σου δίδαξα ώρα/ πότε το ένα πράμα, πότε τ’  άλλο,/όταν εσύ δεν ήξερες, αγρίμι,/μήτε τη γνώμη σου την ίδια, μα σα ζώο/γρύλιζες. Και σου προίκισα με λέξεις / τους λογισμούς σου, για να τους εκφράζεις...», «Μ’ έμαθες να μιλάω και τ’  όφελός μου/είναι ότι ξέρω πώς να λέω κατάρες./ Να σ’ αφανίσει η κόκκινη πανούκλα,/ γιατί μου δίδαξες τη γλώσσα σου», σσ. 70-71). Το όραμα μιας ζωής φυσικής δεσπόζει («Όλα κοινά θα τα ‘δινεν η Φύση/ δίχως ιδροκοπήματα και κόπους./ Δε θα ‘χα ανάγκη από σπαθιά, μαχαίρια,/κοντάρια, προδοσίες, τουφέκια, φόνους,/ κανόνια. Θα τα πρόσφερε όλα η Φύση/μονάχη της απλόχερα και πλούσια/τον άκακο λαό μου για να τρέφει./ θα κυβερνούσα, κύριε, τόσο τέλεια,/ που θα ξεπέρναγα και τον Χρυσό Αιώνα», σσ. 90-91). Πικρό και πάλι σχόλιο για το game of thrones κάθε εποχής: ο άνθρωπος δεν πλάστηκε για να εξουσιάζει, αλλά για να αγαπά («Η καλοσύνη/ πράξη ωραιότερη ‘ναι απ’  την εκδίκηση», σελ. 152). Δεν θα νικήσει η εκδίκηση, ο θυμός, το κακό, αλλά η συγχώρεση και η αγάπη, που γίνονται καλοσύνη. Γι’  αυτό και ο Πρόσπερος θα κλείσει το έργο λέγοντας ότι παραιτείται από την τέχνη της μαγείας και περιμένει «να με συντρέξει η προσευχή, που ακόμη/και μες στο ίδιο το Έλεος τρυπώνει/και μας λυτρώνει από τα κρίματα./ Έτσι, όπως θέλετε κι εσείς συχώρεση/στα σφάλματά σας, δώστε και σε μένα/με διάθεση καλή τη λευτεριά μου» (σελ. 170).

 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

27 Μαΐου 2022