«Του λέω να κάνει κάτι και στενοχωριέται και στενοχωριέμαι κι εγώ, γιατί σκέπτομαι ότι αν μ’ αγαπούσε και με εμπιστευόταν, θα τον πληροφορούσε ο Θεός να τα δεχτεί» (Αββάς Δωρόθεος)
Οι γονείς,
οι φίλοι, γενικότερα όσοι αγαπούν, νοιάζονται για τον άλλον, ιδίως γι’ αυτόν
που φαίνεται ότι κάνει λάθη. «Να προστατέψω, επειδή αγαπώ» είναι η σκέψη που
κυριαρχεί στην καρδιά αυτού που βλέπει ό,τι έρχεται. Και δεν είναι απαραιτήτως
υπερπροστατευτικότητα ή υπερβολή. Συχνά είναι ρεαλισμός. Είναι εκείνη η
ενστικτώδης θεώρηση της πραγματικότητας που κάνει αυτόν που έχει πείρα, να
νιώθει ότι έρχεται η αποτυχία, σε στόχους, σε πρόσωπα, σε προοπτικές. Κι όμως,
ο άλλος δεν πείθεται, με αποτέλεσμα να έχουμε θυμούς, τσακωμούς, κριτική, κάποτε
και λύπη που οδηγεί σε κατάθλιψη.
Όμως ποιος
είμαι εγώ που θα επιβάλω στον άλλο τι θα κάνει; Γιατί η αγάπη μπορεί να
δεσμεύσει την ελευθερία του; Δεν παίζω μόνος μου στο παιχνίδι της ζωής, των
σχέσεων, της αγάπης καθαυτής. Όσο κι αν αγαπώ τον άλλον, το πρόσωπό του, η
προσωπικότητά του, το πείσμα του, κάποτε, και η εμμονή του στις αποφάσεις του
υπερτερούν του δικού μου τρόπου, της δικής μου αλήθειας. Ακόμη κι αν δικαιωθώ
από την έκβαση των πραγμάτων, εντούτοις δεν μπορώ να την αναστρέψω.
Οι αρχαίοι
έλεγαν: «το πάθει μάθος». Θα πάθεις, για να μάθεις. Πάνω απ’ όλα είναι η ελευθερία. Όσο κι αν μας πονά, το
παιδί μας, όσο μεγαλώνει, θα αποφασίσει το ίδιο για την πορεία της ζωής του,
για τις σχέσεις του, για τις ιδέες του. Θα εγκαταλείψει την γονεϊκή βεβαιότητα,
θα αμφισβητήσει την αγάπη, δεν θα εμπιστευθεί την σκέψη των μεγαλυτέρων, διότι
χρειάζεται να χτίσει την δική του ταυτότητα. Και δεν χτίζεις χωρίς να
γκρεμίσεις. Αν ο μεγαλύτερος επιβάλει στον μικρότερο το θέλημά του, τότε η
κίνηση αυτή θα σημαδέψει τις σχέσεις τους. Ακόμη και δίκιο να έχει, ένα μεγάλο
«αν» θα συνέχει τον μικρότερο. Αν είχε αποφασίσει ο ίδιος, πόσο αλλιώτικη θα
ήταν η ζωή; Κι αυτό είναι ένα βάρος, το οποίο δεν αξίζει να φορτωθεί ο
μεγαλύτερος.
Στην
ασκητική παράδοση της πίστης μας γίνεται λόγος για την απόπειρα του ανθρώπου να
ρυθμίσει τη ζωή του άλλου για καλό και η απάντηση είναι πως «όχι». Μόνο σε
συνθήκες απόλυτης εμπιστοσύνης κάτι τέτοιο είναι σκόπιμο και στα πλαίσια μιας
υπακοής που αναφέρεται στην πνευματική πορεία, στον αγώνα για είσοδο στην
βασιλεία του Θεού, και όχι σε άλλα ζητήματα. Ο Θεός πληροφορεί αυτόν που
εμπιστεύεται την συμβουλή του μεγαλυτέρου του, του πνευματικού του, ότι αυτός
είναι ο δρόμος που οδηγεί στην όντως ζωή. Όταν όμως ο λογισμός της αμφισβήτησης
υπάρχει, καλύτερα είναι να αφεθεί στην ελευθερία του, ακόμη κι αν αυτή
συνεπάγεται πτώση. Είναι το ρίσκο της αγάπης, το ρίσκο της σχέσης, η άρνηση του
ρυθμιστή και χειραγωγού, η ταπεινή συμβουλή και, κυρίως, η προσευχή να φωτίσει
ο Θεός και να φανεί η αλήθεια.
Ας μην απογοητευόμαστε,
όταν διαπιστώνουμε ότι αυτοί που αγαπούμε δεν θέλουν να δούνε. Ούτε να
περιμένουμε στην γωνία, για να δικαιωθούμε. Ο πατέρας ανέμενε προσευχόμενος τον
άσωτο υιό να γυρίσει, όχι για να του επισημάνει το λάθος, αλλά για να τον
αγκαλιάσει με αγάπη. Αυτός είναι ο τρόπος.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»
Στο φύλλο της Τετάρτης 9 Φεβρουαρίου 2022