1/15/22

ΤΖΩΡΤΖ ΣΤΑΪΝΕΡ, "Η ΙΔΕΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ"

 


ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ 89- ΤΖΩΡΤΖ ΣΤΑΪΝΕΡ, «Η ΙΔΕΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ», μετάφραση Θάνος Σαμαρτζής, εκδόσεις ΔΩΜΑ 

Διαβάσαμε ένα εξαιρετικό βιβλίο, του σπουδαίου στοχαστή Τζωρτζ Στάινερ με τίτλο «Η ιδέα της Ευρώπης» (λιτή και ουσιαστική έκδοση από τις εκδόσεις ΔΩΜΑ σε μετάφραση Θάνου Σαμαρτζή). Πρόκειται για ομιλία που έκανε ο πρόωρα κοιμηθείς διανοούμενος (1929-2020), αυστροεβραϊκής καταγωγής, ο οποίος έζησε στις ΗΠΑ, γλιτώνοντας από την ναζιστική λαίλαπα. Ο Στάινερ αναγνωρίζεται ως ένας από τους σημαντικότερους οικουμενικούς στοχαστές των καιρών μας και το βιβλίο αυτό αποτελεί την διάλεξη που πραγματοποίησε καλεσμένος από το ολλανδικό Ινστιτούτο «Nexus» (η λατινική λέξη μεταφράζεται στα ελληνικά ως δεσμός, σύζευξη), το οποίο ασχολείται με τα γράμματα και τον στοχασμό στους καιρούς μας, εκδίδοντας και το ομότιτλο περιοδικό. Εξαιρετική η εισαγωγή του διευθυντή του Ινστιτούτου Nexus Ρομπ Ρήμεν, με θέμα «Η παιδεία σαν πρόσκληση», στην οποία επισημαίνεται ότι η έχουμε ευθύνη να διασώσουμε την ευρωπαϊκή παιδεία ως παιδεία των μεγάλων ανθρωπιστικών ιδεών. Ο Στάινερ έχει δηλώσει ότι «η ανθρωπιστική παιδεία μας κατευθύνει προς την dignitas (αξιοπρέπεια) του ανθρώπινου προσώπου, την επιστροφή στον καλύτερο εαυτό του». Και δάσκαλος, πάλι κατά τον Στάινερ, είναι αυτός που έχει το χάρισμα «να προσκαλεί τους άλλους στην κατανόηση». Ο  Ρήμεν κλείνει την εισαγωγή του εμπνευσμένη από το έργο και τον στοχασμό του Στάινερ, τονίζοντας ότι αυτό που μπορεί να δώσει νόημα στην ζωή είναι η αγάπη, η φιλία, αλλά και η ομορφιά της τέχνης και επισημαίνει ότι «μια κοινωνία που δεν καλλιεργεί τις μεγάλες ανθρωπιστικές ιδέες, θα καταλήξει, ξανά, στην βία και την αυτοκαταστροφή» (σελ. 19).

Ο Στάινερ έδωσε την διάλεξη για την ιδέα της Ευρώπης το 2004. Διαβάζοντας, διαπιστώνουμε την απόλυτη επικαιρότητα των λόγων του. Η ιδέα της Ευρώπης αποτελείται από καφενεία, τα cafes. «Το καφενείο είναι τόπος για κρυφές συναντήσεις και για συνωμοσίες, για διανοητικές συζητήσεις και για κουτσομπολιά, για τον περιπλανώμενο άνθρωπο της πόλης (τον flaneur) και για τον ποιητή ή τον μεταφυσικό με το σημειωματάρι του. Είναι ανοιχτό σε όλους, αλλά την ίδια στιγμή είναι μια λέσχη, που προσφέρει πολιτική ή φιλολογική-λογοτεχνική αναγνώριση και προγραμματική παρουσία. Ένα φλιτζάνι καφέ, ένα ποτήρι κρασί, ένα τσάι με ρούμι σου εξασφαλίζουν έναν χώρο  για να δουλέψεις, να ονειρευτείς, να παίξεις σκάκι ή απλά να περάσεις τη μέρα σου καθισμένος κάπου ζεστά. Είναι λέσχη του πνεύματος και ταχυδρομείου του άστεγου» (σελ. 24). Τα καφενεία  δεν είναι του αγγλοσαξονικού κόσμου, ούτε της Αμερικής, γι’  αυτό και εκεί δεσπόζουν οι παμπ και τα μπαρ. «Τρία βασικά cafes στην αυτοκρατορική και μεσοπολεμική Βιέννη συγκροτούσαν την ἀγοράν, τον τόπο όπου εκφράζονταν και συγκρούονταν οι αντιμαχόμενες σχολές αισθητικής και πολιτικής οικονομίας, ψυχανάλυσης και φιλοσοφίας» (σελ. 25). Έχουμε ανάγκη από την ἀγορά και πάλι σήμερα. Να αντισταθούμε στον θρίαμβο του ατομικισμού, της μουσικής και του χαμηλού φωτισμού, όπου δεν ακούγεται λόγος.

Ο Στάινερ επισημαίνει ακόμη ότι η Ευρώπη ανέκαθεν περπατιόταν και εξακολουθεί να περπατιέται. Στο περπάτημα συναντάμε στοιχεία του παρελθόντος, εκτός από το τοπίο, όπως οι καμπάνες των εκκλησιών και τα γεφύρια. Ουσιώδη στοιχεία της ευρωπαϊκής σκέψης και ευαισθησίας είναι, με την πρωτογενή σημασία του όρου, πεζά. Η ρυθμικότητα και η εναλλαγή τους είναι αυτές ενός πεζοπόρου... Οι πόδες, οι άρσεις και οι θέσεις, ο διασκελισμός μεταξύ των στίχων και των στροφών, μας υπενθυμίζουν τις στενές συνάφειες ανάμεσα στο ανθρώπινο σώμα καθώς βαδίζει επάνω στη γη και στις τέχνες της φαντασίας»(σελ. 29).  Και συμπληρώνει: ἡ ευρωπαϊκή ιστορία είναι γεμάτη μακρές πορείες. «Οι στρατιώτες του Αλέξανδρου...η ‘Ανάβασις’ του Ξενοφώντα παραμένει κλασικό έργο της απελπισίας, της εξάντλησης και της αντοχής του πεζικάριου σε μια καταναγκαστική πορεία προς την επιβίωση. Οι αποστάσεις που διήνυσαν οι λεγεώνες του Ναπολέοντα, από την Πορτογαλία μέχρι την Μόσχα, είναι σχεδόν απίστευτες, το ίδιο και η ικανότητα του Σταντάλ να επιβιώσει κατά την υποχώρηση από την Ρωσία, διασχίζοντας απέραντες αποστάσεις» (σελ. 31).

Ο Στάινερ συνεχίζει: «οι δρόμοι, οι πλατείες που περπατούν οι Ευρωπαίοι, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, φέρνουν ονομασίες πολιτικών, στρατιωτικών ποιητών, καλλιτεχνών, μουσικοσυνθετών, επιστημόνων και φιλοσόφων...αυτή η κυριαρχία της θύμησης, ο αυτο-ορισμός τη Ευρώπης ως lieu de la memoire (τόπος της μνήμης) μιλά για καλλιτεχνικά, λογοτεχνικά, φιλοσοφικά ή πολιτικά επιτεύγματα και την ίδια στιγμή υπενθυμίζουν και αιώνες σφαγών και οδύνης, μίσους και ανθρωποθυσίας» (σελ. 31, 33). Σε αντίθεση με «τις αμερικάνικες λεωφόρους, τους δρόμους και τα στενά που απλώς αριθμούνται ή ονοματίζονται με βάση τον προσανατολισμό τους, με τον αριθμό τους να ακολουθείται από το ‘βόρεια’ ή ‘δυτικά᾿. Τα αυτοκίνητα  δεν έχουν χρόνο να σκεφτούν μια Οδό Νερβάλ ή μια Πλατεία Κοπέρνικου» σελ. 33). Η Ευρώπη καθορίζεται από την Ιστορία, το παρελθόν, τις ιδέες, τα επιτεύγματα, τα έργα, τις μνήμες και έχει την παράδοσή της ως βάση για το μέλλον. Αντίθετα, «η ιδεολογία της Αμερικής ήταν ανέκαθεν μια ιδεολογία της χαραυγής και της μελλοντικότητας. Όταν ο Χένρι Φορντ δήλωνε ότι ‘η ιστορία είναι μια μπούρδα’, έδινε το συνθηματικό για την δημιουργική αμνησία, για την ικανότητα να αφήνεις πίσω σου το παρελθόν, η οποία και θεμελιώνει την πραγματική επιδίωξη της ουτοπίας» (σελ. 35)

Ο Στάινερ επισημαίνει ότι το τέταρτο χαρακτηριστικό της ιδέας της Ευρώπης είναι «η  διττή κληρονομιά της Αθήνας και της Ιερουσαλήμ. Αυτή η σχέση, συγκρουσιακή και συνθετική συνάμα, έχει ενσωματωθεί στις ευρωπαϊκές θεολογικές, φιλοσοφικές και πολιτικές διαμάχες από τους Πατέρες της Εκκλησίας μέχρι τον Λέοντα Σεστόφ, από τον Πασκάλ μέχρι τον Λέο Στράους... Το να είσαι Ευρωπαίος σημαίνει να προσπαθείς να συμφιλιώσεις από ηθική, διανοητική και υπαρξιακή σκοπιά τα αντίπαλα ιδανικά, αξιώσεις και πράξεις της πόλης του Σωκράτη και της πόλης του Ησαΐα. Είμαστε δίποδα ζώα ικανά για ανείπωτο σαδισμό, κτητικότητα, αγριότητα, απληστία, χυδαιότητα και φρικαλεότητα. Οι παρορμήσεις μας προς τη σφαγή, τη δεισιδαιμονία, τον υλισμό και τον σαρκοβόρο εγωισμό έχουν ελάχιστα αλλάξει κατά την διάρκεια της σύντομης ιστορίας της παραμονής μας επάνω στη γη. Κι όμως αυτό το κακομοίρικο και επικίνδυνο θηλαστικό έχει δημιουργήσει τρεις επιδιώξεις ή εθισμούς ή παιχνίδια εντελώς υπερβατικής στάθμης. Πρόκειται για την μουσική, τα μαθηματικά και την θεωρητική σκέψη (στην οποία περιλαμβάνω και την ποίηση, που ο καλύτερος τρόπος να την ορίσουμε είναι σαν μουσική της σκέψης). Εκτυφλωτικά άχρηστες, συχνά βαθύτατα παράδοξες, οι τρεις αυτές δραστηριότητες είναι αποκλειστικά γνωρίσματα των ανδρών και των γυναικών και η αληθινότερη προσέγγιση της μεταφορικής ιδέας ότι οι άνθρωποι έχουν πλαστεί κατ’ εικόνα του Θεού» (σελ. 36-37). Και οι τρεις τρόποι έκφρασης για τον Στάινερ είναι οικουμενικά θαύματα, που νοηματοδοτούν τον βίο. Ταυτόχρονα, «η μονοθεϊστική πρόκληση, ο ορισμός της ανθρωπιάς ως ενός διαλόγου με το υπερβατικό στοιχείο, η έννοια ενός υπέρτατου Βιβλίου, η ιδέα ενός νόμου αξεδιάλυτα συνυφασμένου με ηθικές επιταγές, η ίδια η αντίληψή μας για την ιστορία ως τελεολογικό χρόνο, έχουν την αινιγματική μοναδικότητα και διασπορά του Ισραήλ»  (σελ. 40) αποτελούν όψεις της επίδρασης της Ιερουσαλήμ στην ιδέα της Ευρώπης. Ο Στάινερ αναφέρει ότι «ο ιουδαϊσμός και οι δύο κύριες υποσημειώσεις του, ο χριστιανισμός και ο ουτοπικός σοσιαλισμός είναι απόγονοι του Σινά, ακόμα και στις περιπτώσεις όπου οι Εβραίοι δεν ήταν παρά μια χούφτα μισητών, κυνηγημένων ανθρώπων» (σελ. 41).  «Η ιδέα της Ευρώπης είναι πράγματι μια ιστορία δύο πόλεων» (σελ. 42).

Το πέμπτο κριτήριο της ιδέας της Ευρώπης για τον Στάινερ είναι «η εσχατολογική αυτοσυνείδηση». «Η ευρωπαϊκή σκέψη και ευαισθησία οραματίστηκε την ιδέα ενός περισσότερου ή λιγότερου τραγικού τέλους...είναι ως εάν η Ευρώπη, σε αντίθεση με τους άλλους πολιτισμούς, να διείδε πως κάποια στιγμή θα κατέρρεε κάτω απ’ το παράδοξο βάρος των επιτευγμάτων της και του απαράμιλλου πλούτου και της συνθετότητας της ιστορίας της» (σελ. 42-43). Η Ευρώπη έχει πάντοτε αυτή τη υπαρξιακή αγωνία, που την καθιστά δημιουργική ή και καταστροφική.

Ο Στάινερ, αξιοποιώντας μία διάλεξη του Έντμουντ Χούσσερλ, επισημαίνει ότι η Ευρώπη στηρίχτηκε στην θεωρία, στην μη χρησιμοθηρική θεωρητική σκέψη, πάντοτε λειτουργούσε στην προοπτική της καθολικής κριτικής κάθε ζωής και κάθε σκοπού. Πυρήνας της κριτικής το θαυμάζειν, ο θαυμασμός και μαζί και η απορία. «Η Ευρώπη ξεχνά τον εαυτό της όταν ξεχνά ότι γεννήθηκε από την ιδέα του λόγου και από το πνεύμα της φιλοσοφίας. Ο κίνδυνος, συμπεραίνει ο Χούσσερλ, είναι μια μεγάλη κούραση» (σελ. 46-47).

Η Ευρώπη, κατά τον Στάινερ, θα κρατήσει την ιδέα της αν συνεχίσει να πορεύεται στην προοπτική της ενοποίησης, χωρίς όμως να αρνείται την γλωσσική, πολιτισμική, κοινωνική ποικιλομορφία, με πυρήνα την γλώσσα του κάθε λαού που θέλει να είναι Ευρώπη.  «Δεν υπάρχουν μικρές γλώσσες. Κάθε γλώσσα εμπεριέχει, αρθρώνει και μεταδίδει όχι μόνο το μοναδικό φορτίο της ζώσας μνήμης, αλλά την εξελισσόμενη ενέργεια των μελλοντικών της χρόνων, μια δυνητικότητα του αύριο. Ο θάνατος μιας γλώσσας είναι ένα κακό ανεπανόρθωτο, που συρρικνώνει τις δυνατότητες του ανθρώπου. Τίποτα δεν απειλεί την Ευρώπη πιο ριζικά -στις ρίζες της-από την απολυμαντική, σαρωτική πλημμυρίδα των αγγλοαμερικανικών, των ομοιόμορφων αξιών και της ομοιόμορφης κοσμοεικόνας που φέρνει μαζί της αυτή η παμφάγα Εσπεράντο. Ο υπολογιστής, η κουλτούρα του λαϊκισμού και της μαζικής αγοράς, μιλούν αγγλοαμερικανικά-από τα κλαμπ της Πορτογαλίας μέχρι τα φαστφουντάδικα στα εμπορικά κέντρα του Βλαδιβοστόκ. Η Ευρώπη πράγματι θα χαθεί αν δεν αγωνιστεί για τις γλώσσες της, τις τοπικές παραδόσεις και τις κοινωνικές αυτονομίες της. Αν ξεχάσει ότι ο Θεός βρίσκεται στην λεπτομέρεια» (σελ. 50-51).

Για τον Στάινερ ο δυτικός χριστιανισμός βρίσκεται στην απόλυτη παρακμή. Όμως δεν πρέπει να χαθούν «ορισμένες πεποιθήσεις, ορισμένες εξάρσεις της ψυχής, τις οποίες ο εξαμερικανισμός του πλανήτη, με όλα του τα πλούτη και όλη του την απλοχεριά, έχει ρίξει στο σκοτάδι».  (σελ. 54).  «Αυτές οι πεποιθήσεις έχουν να κάνουν με την αξιοπρέπεια του homo sapiens: την πραγμάτωση της σοφίας, την επιδίωξη της μη χρησιμοθηρικής γνώσης, τη δημιουργία της ομορφιάς. Το να βγάζεις λεφτά και να γεμίζεις τη ζωή σου με όλο και πιο τετριμμένα υλικά αγαθά είναι ένα πάθος βαθύτατα χυδαίο, ένα πάθος που σε αφήνει αδειανό. Χρειαζόμαστε αλληλεγγύη και δημιουργικότητα ακόμη και μέσα από την σχετική ένδεια. Δεν σκοτώνει η πολιτική λογοκρισία: σκοτώνει ο δεσποτισμός της μαζικής αγοράς και η καταξίωση της εμπορευματοποιημένης διασημότητας... Να ανακόψουμε την φυγή των καλύτερων νεαρών ταλέντων από τον χώρο των θετικών αλλά και των ανθρωπιστικών επιστημών. , να αναπροσανατολίσουμε την δευτεροβάθμια εκπαίδευση και τα ΜΜΕ ώστε οι νέοι να διακρίνουν τους συγγραφείς και τους επιστήμονες και να τους θεωρούν εθνικούς  θησαυρούς, να μπορούν οι μορφωτικοί θεσμοί, τα βιβλιοπωλεία , οι αίθουσες συναυλιών και τα θέατρα να γίνονται πηγές εξανθρωπισμού, ώστε με την εγγραματοσύνη και την αίσθηση της τραγικής τρωτότητας της ανθρώπινης συνθήκης, να αποκτήσουμε και πάλι την πίστη ότι ‘τον ανεξέταστο βίο’ όντως δεν έχει αξία να τον ζήσουμε» (σελ. 55-56).

Αυτό το συγκλονιστικό κείμενο ταυτοτικής αυτοσυνειδησίας ας αποτελέσει αφορμή για προσωπικό προβληματισμό, καθότι δεν βλέπουμε πώς η παγκοσμιοποιημένη κοινωνία μας μπορεί να ξαναβρεί το αίσθημα της ανθρώπινης ποιότητας, της ύπαρξης που παλεύει για να βρει νόημα και δεν αφήνεται στις ανάγκες και τις επιθυμίες, μέσα σε ένα περιβάλλον χρησιμοθηρίας. Οι ανθρωπιστικές επιστήμες είναι απάντηση αντίστασης. Και για όσους πιστεύουμε, η ορθόδοξη εκκλησιαστική παράδοση που μιλά και ζει την αγάπη και την ανάσταση!

 π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

15 Ιανουαρίου 2022