Το αξιακό υπόβαθρο του κόσμου μας συνεχώς αλλάζει.
Δεν είναι μόνο η πανδημία που μας αναγκάζει να ξαναδούμε τις προτεραιότητές μας
διαφορετικά. Είναι και ένας νέος πολιτισμός, στον οποίο δεσπόζουν λέξεις όπως
«δικαιώματα», «διαφορετικότητα», «επιλογή», «πολιτική ορθότητα», «προσαρμογή»,
«παιδοκεντρικότητα», «διαδραστικότητα», «ψηφιακός μετασχηματισμός». Κι όλα
συνδέονται με το άτομο, το οποίο προηγείται της κοινότητας, της κοινωνίας.
Ακόμη και συλλογικότητες, όπως είναι η Εκκλησία, δεν έχουν καταφέρει να
εμφυσήσουν στους πιστούς τους, την αξία του «εμείς», την ανάγκη το «εγώ» να μην
είναι ανεξάρτητο από το σύνολο, αλλά ενταγμένο σ’ αυτό. Η κοινωνική ευθύνη υποτάσσεται στο
ατομικό δικαίωμα. Έτσι δικαιολογούνται τα όσα τραγελαφικά ζούμε στις μέρες μας.
Αν την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα ο
διάλογος εντός της Εκκλησίας είχε ως θέμα του την γλώσσα της θείας λατρείας,
ώστε να γίνει πιο προσιτή στην νέα γενιά, και την δεύτερη δεκαετία την ανάγκη η
Εκκλησία να δει την θέση της έναντι των νέων προοπτικών που έφερναν τα Μέσα
Κοινωνικής Δικτύωσης, η τρίτη δεκαετία θέτει πλέον ξεκάθαρα το ερώτημα: απέναντι στις λέξεις που αποτυπώνουν μια νέα
ηθική σε σχέση με αυτή που η Εκκλησία έμαθε να προσφέρει και να υπηρετεί, ποιος
λόγος χρειάζεται; Οι απαντήσεις στις προκλήσεις των δύο πρώτων δεκαετιών
υπήρξαν άκαμπτα συντηρητικές, με αποτέλεσμα το ζήτημα της λειτουργικής γλώσσας
να μας βρίσκει όλους σε δυσκολότερη θέση, καθώς είναι φανερό πως η γλωσσική
ακαταληψία των νεώτερων γενεών αυξάνει, έχοντας επεκταθεί και στην αδυναμία
κατανόησης και της λογοτεχνίας, ενώ είναι εμφανής η απουσία της ποιμαίνουσας
Εκκλησίας από τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, καθώς έχει λείψει εντελώς η τόλμη
του να γίνουν βήματα που, αν μη τι άλλο, θα δείξουν στην νέα γενιά πως η
Εκκλησία προσπαθεί να επικοινωνήσει μαζί της. Τα ΜΚΔ τα χρησιμοποιούν
μεμονωμένα πρόσωπα, κληρικοί και λαϊκοί που δημιουργούν και σύγχυση, καθώς
φαίνονται ως αυθεντίες, αλλά τα κίνητρά τους δεν είναι πάντοτε υγιή και,
βέβαια, λειτουργούν χωρίς έλεγχο, σημείο της εν γένει γερασμένης ηγεσίας.
Όσοι αυτοπαρουσιάζονται ως συντηρητικοί, ενώ
χρησιμοποιούν το Διαδίκτυο κατά κόρον, το «καταριούνται». Το ίδιο πράττουν και
έναντι των νέων λέξεων του πολιτισμού μας. Είναι μονίμως «αντί». Η άγνοια γεννά
φόβο. Η άγνοια υποπτεύεται αμαρτία, πλάνη, πτώση. Και επειδή η γνώση θέλει
κόπο, συχνά και ικανότητα, ο νέος κόσμος παρουσιάζεται ως σκοτάδι. Κι έτσι ως
μόνη λύση φαντάζει η περιχαράκωση στα «ίδια». Παραμένουμε στο χτες. Το
εξιδανικεύουμε. Απορρίπτουμε συλλήβδην το σήμερα και οχυρωνόμαστε πίσω από ένα
«πύλαι Άδου ου κατισχύσουσιν της Εκκλησίας» και αναπαύουμε την συνείδησή μας.
Το τρένο φεύγει κι εμείς είμαστε έξω από αυτό.
Ο λόγος της Εκκλησίας όμως ήταν πάντοτε λόγος που
συζητούσε με τον κόσμο και δεν κλεινόταν έξω από αυτόν. Οι μεγάλοι Πατέρες
μίλησαν την γλώσσα της φιλοσοφίας, παρακολουθούσαν την πολιτική της εποχής
τους, κατέθεταν την χριστιανική μαρτυρία. Δεν ζητούσαν το κλείσιμο του
χριστιανού στον εαυτό του και στον κόσμο του, αλλά άνοιγαν δρόμους ώστε ο κόσμος
να ακούσει. Κι ας μην αποδεχτεί.
Υπάρχει κενό νοήματος στον κόσμο, παρά την πρόοδο. Ο
άνθρωπος είναι ύπαρξη που δεν μπορεί να ζήσει χωρίς αγάπη, χωρίς να σχετιστεί.
Ο άνθρωπος δεν θα παύει να αναρωτιέται για το αίνιγμα του θανάτου και της
ανάστασης. Η γλώσσα των καιρών θέλει πρόσληψη από την γλώσσα της Εκκλησίας. Η
ηγεσία δυσκολεύεται. Η βάση;
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Δημοσιεύθηκε στην «Ορθοδοξη
Αλήθεια»
Στο φύλλο της Τετάρτης 29
Σεπτεμβρίου 2021