7/31/21

ΚΟΣΜΟΣ ΑΛΛΟΣ ΜΕΝΕΙ ΗΜΙΝ ΥΨΗΛΟΤΕΡΟΣ ΚΑΙ ΜΟΝΙΜΩΤΕΡΟΣ

 

Οἱ ἅγιοι Μακκαβαῖοι τῷ τυράννῳ ἔλεγον. ἡμῖν, ὦ Ἀντίοχε, εἷς βασιλεύς, ὁ Θεός, παρ’ οὗ γεγόναμεν καί πρός ὅν ἐπιστρέφομεν. Κόσμος μένει ἄλλος ἡμῖν, τοῦ ὁρωμένου ὑψηλότερος καί μονιμώτερος. Πατρίς δέ ἡμῶν Ἱερουσαλήμ, ἡ κραταιά και ἀνώλεθρος.  Πανήγυρις δέ ἡ μετά Ἀγγέλων διαγωγή. Κύριε, πρεσβείαις αὐτῶν, ἐλέησον καί σῶσον ἡμᾶς» (Δοξαστικό των Στιχηρών του Εσπερινού της εορτής των αγίων επτά μαρτύρων των Μακκαβαίων και του δασκάλου τους Ελεαζάρου και της μητέρας τους Σολομονής)

«Οι άγιοι Μακκαβαίοι στον βασιλιά έλεγαν: Για μας, Αντίοχε, ένας βασιλιάς υπάρχει, ο Θεός, από τον Οποίο δημιουργηθήκαμε και υπάρχουμε και προς τον οποίο επιστρέφουμε. Άλλος κόσμος απομένει για μας, ανώτερος από αυτόν που βλέπουμε όλοι μας και μονιμότερος. Πατρίδα μας είναι η άνω Ιερουσαλήμ, η παντοδύναμη και αυτή που δεν μπορεί να καταστραφεί. Πανηγύρι και γιορτή για μας είναι η συνύπαρξη με τους Αγγέλους. Κύριε, διά των πρεσβειών τους, ελέησε και σώσε μας»

 

«Οι άγιοι επτά μάρτυρες, Αβείμ, Αντώνιος, Γουρίας, Ελεάζαρος, Ευσέβων, Αχείμ και Μάρκελλος οι Μακκαβαίοι έζησαν κατά τους χρόνους του βασιλιά της Συρίας Αντίοχου του Επιφανούς (175-164 π. Χ.), ο οποίος, αφού έριξε στην δουλεία το εβραϊκό έθνος, θέλησε να εξαναγκάσει τους Ισραηλίτες να απαρνηθούν τις πατρογονικές τους παραδόσεις. Τους υποχρέωνε λοιπόν να τρώνε χοιρινό κρέας. Κάποιοι από αυτούς αρνήθηκαν. Πρώτος ο δάσκαλος των επτά μαρτύρων Ελεάζαρος, ο οποίος σε ηλικία ενενήντα ετών προτίμησε να μαρτυρήσει, παρά να φάει το κρέας που ο νόμος απαγόρευε. Στη συνέχεια, ο Αντίοχος κάλεσε τα επτά αδέρφια, τα οποία κι αυτά αρνήθηκαν με επιμονή να ακολουθήσουν το διάταγμά του. «Κόψτε τα μέλη μου, κατακάψετε την σάρκα μου, εξαρθρώστε τις κλειδώσεις μου! Με όλα τα μαρτύρια τούτα θα σας δείξω ότι τα τέκνα των Εβραίων είναι ανίκητα όταν πρόκειται για την αρετή». Ο Αντίοχος διέταξε να τον κάψουν ζωντανό επάνω σε μια σχάρα. Μαρτυρικό τέλος είχαν και τα άλλα αδέρφια, το ένα μετά το άλλο. Ο τέταρτος μάλιστα, πριν θανατωθεί, είδε να του κόβεται η γλώσσα. Λίγο πριν, φώναξε: ‘Ακόμη κι αν μου στερήσεις το όργανο του λόγου, ο Θεός ενωτίζεται την φωνή των σιωπηλών. Πόσο γλυκό είναι να ακρωτηριάζεσαι για τον Θεό!’. Η μητέρα του Σολομονή, που παραβρίσκονταν στα μαρτύρια των γιων της, αντί να τους ζητήσει να υποκύψουν, τους προέτρεπε να κάνουν υπομονή και να θυσιαστούν για την πίστη. Στο τέλος, οι δήμιοι έριξαν κι αυτήν στην φωτιά. Η Εκκλησία μας τιμά την μνήμη τους την 1η Αυγούστου»  («Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας», εκδόσεις ΙΝΔΙΚΤΟΣ, τόμος δωδέκατος).

«Ένας είναι ο Θεός», «υπάρχει ένας άλλος κόσμος για μας, ανώτερος και μονιμότερος από τον ορώμενο», «υπάρχει μια άλλη πατρίδα, η άνω Ιερουσαλήμ», «γιορτή και πανήγυρις είναι για μας η συνύπαρξη με τους Αγγέλους». Αυτές οι τέσσερις φράσεις, διά των οποίων ο υμνογράφος της εορτής των αγίων επτά Μακκαβαίων αποτυπώνει το μαρτύριό τους ενώπιον του ειδωλολάτρη βασιλιά της Συρίας Αντίοχου του Επιφανούς είναι η προοπτική μιας διαφορετικής θέασης της ζωής. Πίστη στον Θεό, αποφυγή προσκόλλησης στον παρόντα κόσμο τον ορώμενο, βεβαιότητα για την πατρίδα της αναστημένης ζωής και απόφαση για συνύπαρξη με τους αγγέλους, δηλαδή τα πνεύματα που αγαπούνε τον Θεό, χαίρονται να επικοινωνούν μαζί Του και βιώνουν την απάθεια έναντι του κακού, αλλά και μοιράζονται την αλήθεια της κοινωνίας με τον Θεό με όλο τον κόσμο.

Τι μας λέει μία τέτοια τετράδα σε μια πραγματικότητα στην οποία η ζωή έχει νόημα με ακριβώς τις αντίθετες προοπτικές; Θεός είναι ο εαυτός μας, η δύναμή μας, η επιθυμία μας. Ο ορώμενος κόσμος είναι για τους πολλούς και ο μοναδικός. Αρκεί το να περνάμε καλά σ’  αυτόν. Η ανάσταση δεν αγγίζει τους πολλούς πέρα από το φολκλόρ, καθώς ο μηδενισμός της ύπαρξης μετά τον θάνατο είναι η βασική συνιστώσα όλων των ιδεολογιών. Ο τρόπος της απάθειας καταργείται από τον τρόπο της θεοποίησης των παθών μας. Η ζωή της πίστης τελικά απορρίπτεται, καθώς δεν μπορεί να αγγίξει τις χορδές του σύγχρονου ανθρώπου, ο οποίος δεν θέλει φως από τον ουρανό.

Υπάρχει ένας κόσμος ανώτερος και μονιμότερος από τον ορώμενο. Αυτός ο κόσμος δεν είναι μία πρόκληση να αρνηθούμε την ζωή, αλλά μία υπενθύμιση ότι δεν είναι όλα μάταια εάν την ζωή την συνοδεύει η πίστη. Οι Μακκαβαίοι δεν αρνήθηκαν τους συμπατριώτες τους, την ζωή, την πορεία στον κόσμο αυτόν. Γνώριζαν όμως, διά της παραδόσεως, τα αληθινά του μέτρα. Δεν είναι το ορώμενο μόνο που μας χρειάζεται να ερμηνεύσουμε, αλλά, κυρίως, το νοούμενο. Κι αυτό έχει να κάνει με την πίστη στον Θεό. Η ανωτερότητα του νοούμενου κόσμου είναι ότι δεν νικιέται από τον θάνατο. Ότι δεν θεοποιεί τις πρόσκαιρες δυνατότητες του εγώ μας, αλλά τις εντάσσει στην προοπτική της αγάπης για Θεό και άνθρωπο, ακόμη κι αν αυτή η  οδός κρύβει πόνο και γίνεται μαρτυρική. Ποιος να αντιληφθεί από την νεο-ειδωλολατρία των καιρών μας ότι υπάρχει ένας άλλος κόσμος, αυτός που έχει ως κέντρο του τον Θεάνθρωπο Χριστό, χωρίς να αρνείται τον άνθρωπο;

Η Εκκλησία σήμερα φαίνεται να δαπανά το πνευματικό της κεφάλαιο τρέχοντας πίσω από τις κοσμικές εξελίξεις. Στην παράδοσή μας υπάρχουν μερικά ξεκάθαρα «όχι», αυτά που έχουν να κάνουν με την διδασκαλία του Χριστού, του Ευαγγελίου, της Εκκλησίας, ενώ εντυπώθηκαν και βιώθηκαν από του αγίους κάθε εποχής, με τον τρόπο και τα χαρίσματά τους. Παλεύουμε σε μάχης χαρακωμάτων. Αφήσαμε την ουσία της αποστολής μας που είναι να κηρύττουμε και να ζούμε έναν κόσμο ανώτερο και μονιμότερο του ορωμένου και προσπαθούμε να λύσουμε προβλήματα που, ουσιαστικά, δεν είναι δικής μας αρμοδιότητας. Ο τρόπος των Μακκαβαίων, της μητέρας τους και του δασκάλου τους είναι ξεκάθαρος: το «όχι» στον κόσμο έρχεται σε ζητήματα πίστης. Έρχεται στην θέαση της ζωής στην προοπτική του αποθεωμένου πρόσκαιρου και του αποθεωμένου εγώ. Στα άλλα ζητήματα πορευόμαστε κατά πώς οι πολλοί, διότι δεν θίγουν την πνευματική μας ακεραιότητα. Χάνουμε το μέτρο, κυρίως όμως χάνουμε την ουσία της αποστολής μας. Η ευθύνη ανήκει σε όλους ανεξαιρέτως και, ταυτόχρονα, στον καθέναν προσωπικά. Κριτήριο θα παραμείνει η εκκλησιαστικότητα, αυτή που δείχνουμε ότι έχουμε ξεχάσει.

 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

1η Αυγούστου 2021

Των αγίων μαρτύρων Μακκαβαίων