7/3/21

ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΝ ΙΕΡΟΥΡΓΟΥΝΤΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ ΧΡΙΣΤΟΥ

  
«Τί σε νῦν Ἀνδρέα καλέσωμεν; ἀσκητήν τῶν παθημάτων ἁμαυροῦντα τάς ὁρμάς, λειτουργόν ἱερουργοῦντα Εὐαγγέλιον Χριστοῦ, κιθάραν μελωδοῦσαν τά τοῦ Πνεύματος, κινύρα καταθέλγουσαν τά σύμπαντα, νέον Δαυΐδ γνωριζόμενον, τῆς κιβωτοῦ προσκιρτήσαντα τῆς χάριτος καί τῆς Νέας Διαθήκης, σοφέ» (Στιχηρό του Εσπερινού για τον Άγιο Ανδρέα Κρήτης, τον Ιεροσολυμίτη)

«Τι να σε αποκαλέσουμε τώρα, άγιε Ανδρέα; Θα σε πούμε ασκητή που έσβησες τις ορμές των παθών. Θα σε πούμε λειτουργό που έκανες έργο ιερό σου την διακονία και την κήρυξη του Ευαγγελίου του Χριστού. Θα σε πούμε κιθάρα που έπαιξες το μελωδικό τραγούδι του Αγίου Πνεύματος. Θα σε πούμε κινύρα, που με την μουσική σου καταγοητεύεις όλο τον κόσμο. Θα σε πούμε νέο Δαυΐδ, γιατί όπως εκείνος σκίρτησε μπροστά στην κιβωτό της Παλαιάς Διαθήκης, εσύ σκίρτησες μπροστά στην κιβωτό της χάριτος και της Νέας Διαθήκης. Είσαι σοφός κατά Θεόν».

 

            «Ο άγιος Ανδρέας γεννήθηκε στην Δαμασκό της Συρίας το 660. Τα πρώτα επτά χρόνια της ζωής του δεν μπορούσε να μιλήσει. Απαλλάχθηκε από την δοκιμασία αυτή χάρις στην θεία κοινωνία και φανέρωσε έκτοτε εξαιρετικά χαρίσματα, ιδιαίτερα στην ρητορική τέχνη και την μελέτη της αγίας Γραφής. Οι γονείς του τον αφιέρωσαν στον ναό της Αναστάσεως και ο τοποτηρητής του πατριαρχικού θρόνου Θεόδωρος του ανέθεσε καθήκοντα του γραμματέα του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων. Πήρε μέρος στην ΣΤ’ Οικουμενική Σύνοδο. Έμεινε στην Κωνσταντινούπολη και ο αυτοκράτορας μαζί με τον πατριάρχη τού ανέθεσαν την ευθύνη του ορφανοτροφείου του Αγίου Παύλου και του πτωχοτροφείου του Ευγενίου. Για είκοσι χρόνια ασκήθηκε, αλλά και ελέησε. Έγινε αρχιεπίσκοπος Κρήτης και έγραψε και εκφώνησε πλήθος ομιλιών. Κορυφαίο έργο του ο Μέγας Κανών που ψάλλουμε την Σαρακοστή, έργο μετάνοιας, βαθιάς γνώσης της αγίας Γραφής και προσμονής της λύτρωσης από τον Χριστό. Έσωσε το νησί από την ξηρασία και από τις επιδρομές των Αράβων με την προσευχή του. Στο τέλος της ζωής του επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη για να υπερασπιστεί τις ιερές εικόνες, καθώς είχε ξεκινήσει η Εικονομαχία. Εξορίστηκε στην Μυτιλήνη, όπου εκοιμήθη το 740. Η Εκκλησία μας τιμά την μνήμη του στις 4 Ιουλίου κάθε χρόνο» («Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας», εκδόσεις ΙΝΔΙΚΤΟΣ, τόμος ενδέκατος)

            Την Κυριακή μετά των Αγίων Πάντων η Εκκλησία μας ορίζει να διαβάζεται το ευαγγελικό απόσπασμα, στο οποίο ο Χριστός καλεί τους μαθητές Του να γίνουν αλιείς ανθρώπων. Οι επίσκοποι και οι ιερείς, συνεχιστές του αποστολικού έργου, έχουν κληθεί από τον Χριστό και την Εκκλησία να ιερουργούν το Ευαγγέλιο, δηλαδή να καθιστούν έργο ιερό της ζωής τους την κήρυξη του λόγου του Θεού, ώστε οι άνθρωποι να ελκύονται στον Χριστό και στην αλήθεια.

            Είναι έργο ιερό το Ευαγγέλιο. Μας καλεί να έχουμε νόημα ζωής. Μας δίνει απαντήσεις σε κάθε πρόβλημα της ζωής μας, στις σχέσεις μας με τους συνανθρώπους μας, στους σταυρούς μας, φωτίζει τις επιδιώξεις μας, μάς υπενθυμίζει την φωνή του Θεού ως συνείδηση στις καρδιές μας, μας κάνει να βλέπουμε τον Χριστό ως Εκείνον που μας σώζει, μας αγιάζει, μας συγχωρεί, μας ελεεί.

Ταυτόχρονα, το Ευαγγέλιο, σε  μία εποχή απόλυτης απο-ιεροποίησης, όπου μόνο ο ορθολογισμός, τα δικαιώματα και η κατοχή της αλήθειας ατομικά θεωρούνται κριτήρια της πορείας μας στην ζωή, μας δείχνει ότι υπάρχει ένα έργο για το οποίο δεν υπάρχει αμοιβή, παραγωγικότητα, εξαγορά, αποτίμηση: είναι η διακονία της αλήθειας, της αγάπης, της ανάστασης. Ο διάκονός της βρίσκει τοίχο, τόσο εντός, όσο και εκτός του σώματος του Χριστού. Συναντά απόρριψη και αχαριστία. Από την άλλη, είναι τόση η δύναμη του Θεού και η χάρις του Αγίου Πνεύματος, ώστε μιλά για τα αδύνατα παρά ανθρώποις. Και τα ζει. Διότι έστω και ένας να γυρίσει στον Θεό, η αποστολή του έχει εκπληρωθεί. Δεν είναι θέμα να γίνουν οι άνθρωποι καλύτεροι ηθικά. Είναι θέμα μεταμόρφωσης της ύπαρξης σε πρόσωπο που ελπίζει και σώζεται.

Το Ευαγγέλιο ιερουργείται στην Εκκλησία. Δεν είναι αυτή  που κάνει θόρυβο, αυτή που εξαντλεί την αποστολή της στην θεσμικότητά της. Προφανώς και χρειάζεται και αυτή η πορεία. Εκκλησία είναι η κοινωνία των προσώπων που έχουν ανάγκη οδοδείκτη πνευματικό, ώστε να μην νικιούνται από το κακό και να επιλέγουν την αγαπη ως κριτήριο της πορείας τους. Είναι η σύναξη αυτών που κοινωνούν το σώμα και το αίμα του Χριστού, διότι αυτό είναι το βαθύτερο μήνυμα του Ευαγγελίου: να μην είμαστε ξένοι, αλλά ένα μεταξύ μας, διότι κατοικεί εντός μας ο Χριστός. Σε μία εποχή ψυχρότητας, τυπικότητας, ατομικισμού, το Ευαγγέλιο ζεσταίνει τις καρδιές μας και μας δείχνει ότι έχουμε βάση για κοινή πορεία.

Άγιοι, όπως ο αρχιεπίσκοπος Κρήτης Ανδρέας, ο ποιητής του Μεγάλου Κανόνος, μας δείχνουν ότι το Ευαγγέλιο είναι μια παιδεία αλλιώτικη: αγκαλιάζει την κοσμικότητα, την γλώσσα, τον πολιτισμό,την παράδοση, την εποχή, αλλά μπολιάζει τα πάντα με την ιερότητα της σωτηρίας. Μας δείχνει ότι τίποτα από τον κόσμο δεν φτάνει, αν ο άνθρωπος δεν πορεύεται εν μετανοία και με την προσδοκία της σωτηρίας από τον Χριστό. Αυτό είναι ένα μεγάλο μήνυμα και προς τους διακονούντας το Ευαγγέλιο, οι οποίοι συχνά εξωκείλουμε, αλλά και προς όλους όσοι ταυτίζουν την Εκκλησία μόνο με την ηθική και την φιλανθρωπία, αρνούμενοι το μεταμορφωτικό της έργο, που είναι να δείχνει τον Χριστό της αγάπης, της ανάστασης και της αιωνιότητας εν σώματι εκκλησιαστικώ, ανθρώπων που μπολιάζουν την προσωπική τους ταυτότητα με την χαρά του λόγου του Θεού.

 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Κέρκυρα, 4 Ιουλίου 2021

Β’ Ματθαίου