Στην εποχή μας
έχουμε ταυτίσει ως κακό μόνο ό,τι αντίκειται στους κοσμικούς νόμους. Κάθε τι
που πληγώνει τον άλλο, κάθε τι που δημιουργεί στον εαυτό μας τραύματα σωματικά
και ψυχικά είναι κακό μόνο όταν είναι παράβαση των δικαιωμάτων της ζωής, της ελευθερίας,
της περιουσίας του άλλου. Αλλιώς, υπάρχει μεγάλη ανεκτικότητα, με αποτέλεσμα το
κακό να το αντιμετωπίζουμε ως σχετική κατηγορία. Το καλό θεωρείται αυτονόητο
και δεν πολυεπαινείται. Είδηση είναι μόνο ό,τι αποκλίνει, ό,τι προκαλεί φόβο.
Είδηση είναι η ικανοποίηση των επιθυμιών των διάσημων προσώπων. Είδηση είναι η
προβολή των σωμάτων. Δελτίο καλών ειδήσεων σπάνια υπάρχει.
Αυτή η
νοοτροπία χτίστηκε ως αντίβαρο σε έναν θρησκευτικό πολιτισμό που λειτουργούσε
στο ήθος της τιμωρίας, της ενοχής, της αμαρτίας, με αποτέλεσμα να αισθάνονται
οι άνθρωποι ότι στερούνται την χαρά που η όποια επιθυμία φέρει, χωρίς να
μπορούν να διακρίνουν ότι άλλο χαρά και άλλο ευχαρίστηση. Αυτή η νοοτροπία δεν μας
επιτρέπει να κατανοήσουμε ότι έχουμε συνείδηση ως φωνή του Θεού εντός μας. Ότι
το καλό και το κακό δεν ορίζονται με βάση τα δεδομένα κάθε εποχής, αλλά έχουν
να κάνουν με ό,τι μας βοηθά να αγαπάμε, ό,τι είναι και μας δείχνει την αλήθεια,
ό,τι οδηγεί ή αποτρέπει τον χωρισμό από τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Και η φωνή
του Θεού δεν αλλάζει, αναλόγως των κοινωνικών δεδομένων. Σήμερα έχουμε φιμώσει
την συνείδησή μας κι έτσι πώς να εξηγήσουμε στον άλλον, ιδίως στους νεώτερους
τι είναι καλό και τι είναι κακό;
Αυτό το
ζούμε τόσο στην ανατροφή των παιδιών, όσο και στην παιδεία. Τίποτα δεν είναι
αυτονόητο πλέον. Μεγαλώνουμε παιδιά που θέλουν εξήγηση γιατί κάποια πράξη ή
σκέψη οδηγεί τον άνθρωπο στο κακό. Και οι μεγάλοι δεν λογαριάζουμε τίποτα
μπροστά στην ικανοποίηση των επιθυμιών μας. Το πολύ-πολύ να κρύβουμε τις πράξεις
μας, χωρίς όμως να ντρεπόμαστε γι’ αυτές. Άμα ευχαριστιόμαστε την αμαρτία, τότε
δεν πειράζει. Γινόμαστε έτσι άνθρωποι δέσμιοι του θανάτου, του μόνου
αναπότρεπτου γεγονότος στην ζωή.
Στην
πνευματική παράδοση της πίστης μας υπάρχουν δύο δρόμοι που οδηγούν στην
ανάσταση και την όντως ζωή: ο ένας είναι η αποστροφή του κακού, διότι δεν μας ταιριάζει,
δεν πλαστήκαμε γι’ αυτόν, μολονότι είναι
ο πειρασμός μας από την αρχή της ύπαρξής μας στον κόσμο. Κι ελεύθεροι, όπως είμαστε
κατά Θεόν, μπορούμε να επιλέξουμε την οδό της διάρρηξης της αγάπης, του
θριάμβου του «εγώ για το εγώ», της άρνησης να δούμε την ζωή και μέσα από τα
μάτια του άλλου. Ο δεύτερος δρόμος είναι η επιλογή να παλεύουμε για την αρετή,
για τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος, την αγάπη, την πίστη, την καλοσύνη, την
ασκητικότητα, κυρίως την χαρά που ξεπερνά την οδό της ικανοποίησης της στιγμής.
Αρετή είναι να αισθανόμαστε μέλη ενός σώματος, ενός συνόλου. Να μοιραζόμαστε. Να
νοιαζόμαστε. Να ισορροπούμε. Να βλέπουμε την ζωή μας στην προοπτική της χάριτος.
Οι δύο
δρόμοι θέλουν σχέση με τον Χριστό και ξεκινούν από την οικογένεια. Από τη σχέση
του ζευγαριού και περνούνε στα παιδιά. Δεν μπορούν όμως να κατορθωθούν αν η
οικογένεια δεν κινείται στην προοπτική της Εκκλησίας. Ας το κατανοήσουμε.
Δημοσιεύθηκε
στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»
Στο φύλλο
της Τετάρτης 16 Ιουνίου 2021