ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ 67- ROWAN WILLIAMS, “ΣΤΟ ΠΛΑΪ ΕΝΟΣ ΑΘΩΟΥ- η δίκη του Χριστού και η δική μας” μετάφραση Χρήστος Μαρκόπουλος, εκδόσεις ΕΝ ΠΛΩ
Το βιβλίο του πρώην αρχιεπισκόπου του Καντέρμπουρι και προκαθημένου της αγγλικανικής Εκκλησίας Rowan Williams “ Στο πλάι ενός αθώου- η δίκη του Χριστού και η δική μας” (μετάφραση Χρήστου Μαρκόπουλου, εκδόσεις ΕΝ ΠΛΩ) δεν σου επιτρέπει να το αφήσεις από το χέρι μόλις ξεκινήσεις να το διαβάζεις. Ξεχνάς το δόγμα του συγγραφέα πολύ γρήγορα. Δεν αναρωτιέσαι τι είναι. Καταλαβαίνεις ότι είναι χριστιανός με την κυριολεκτική σημασία του όρου. Γιατί είναι ένα βιβλίο το οποίο δεν ασχολείται με δόγματα και υπεροχές, αλλά σου μιλά για τον Χριστός βάζοντας σε στην θέση Του. Δεν δικάζεται μόνο ο Χριστός το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης και το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής αλλά και ο καθένας μας. Δικάζονται οι προσδοκίες μας για την ζωή, οι αλήθειες στις οποίες πιστεύουμε, οι ελπίδες μας για τον Θεό και τον κόσμο, αλλά και το σε ποια πραγματικότητα έχουμε κληθεί να ζούμε.
Ο Williams παίρνει κατ’ αρχάς τους τέσσερις ευαγγελιστές και μας αποτυπώνει με βάση τα κριτήρια του σύγχρονου κόσμο το πνεύμα της δίκης του Χριστού.
Στον ευαγγελιστή Μάρκο βλέπει τον Χριστό να αποκαλύπτει το ποιος είναι. “Γυμνωμένος και δεμένος ενώπιον του δικαστηρίου, δεν έχει να επενδύσει τίποτε σ’ έναν κόσμο που είναι έτσι οργανωμένος. Είναι αμετάκλητα εκτός του συστήματος εξουσίας του κόσμου, ξένος προς τη γλώσσα που μιλάει αυτή η εξουσία. Πρόκειται να πεθάνει, επειδή αυτή την απόφαση έλαβε ο κόσμος. Μόνο εκείνη τη στιγμή μιλά πλέον ανοιχτά για το ποιος είναι. Εγώ ειμί απαντά, και λέει στο δικαστήριο ότι θα δουν τον Υιό του ανθρώπου να κάθεται στα δεξιά του Θεού, ερχόμενο για να κρίνει. Δηλαδή, εκεί που ζει πραγματικά η ανθρωπότητα δεν είναι μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο της παράνοιας των αρχών και των εξουσιών, αλλά πλάι και μαζί με τον Θεό” (σελ. 42-43).
Φωνή μέσα στο σκοτάδι είναι η φωνή του Ιησού. Η γλώσσα στην οποία μπορεί να ακουστεί αυτή η φωνή είναι όταν έχει καταρρεύσει μια για πάντα μπροστά στην μορφή του Χριστού η γλώσσα της εξουσίας που αυτός ο κόσμος χρησιμοποιεί για να επιβάλει το θέλημα του στον άνθρωποι και την ζωή. Μπορεί ως συνέπεια αυτής της φωνής να έρχεται η μοναξιά, η αγωνία, ο θάνατος. Μα υπάρχει πάντοτε η ανάσταση που κρύβεται πίσω από την φαινομενική ήττα και συντριβή. Αυτός είναι και ο αυθεντικός χριστιανισμός. Ο λόγος και το βίωμα της αγάπης, η πίστη που δεν μετριέται με βάση θαύματα και αποδείξεις, αλλά έχει να κάνει με την απόλυτη παράδοση στο θέλημα του Θεού, ανεξάρτητα από την έκβαση. Ο χριστιανός καλείται να συνεχίσει στην γλώσσα αυτή. Να παλέψει με τον Χριστό, νιώθοντας ότι αυτή η γλώσσα δεν μπορεί να δικαιωθεί εκτός του σταυρού.
Πόσες ψευδαισθήσεις δεν διαλύονται έτσι για την θέση μας ιδίως στον σύγχρονο κόσμο. Καλούμαστε να αποδείξουμε την χρησιμότητα μας, να δώσουμε ένα σημάδι ότι ο κόσμος μπορεί να περιμένει από εμάς και περιορίζεται αυτή η χρησιμότητα στα χρηματικά ποσά και στους εθελοντές που έχουμε για να κάνουμε καλύτερη την επιβίωση των ανθρώπων. Κι όμως η αυθεντική μας φωνή είναι αυτή που μπορεί να ακουστεί όταν πάψουμε να μιλούμε με τους όρους του άρχοντες του κόσμου τούτου. Δεν αξίζουμε επειδή είμαστε χρήσιμοι. Αξίζουμε επειδή ο Χριστός μας έπλασε και μας αναδημιούργησε διά της Αναστάσεως Του, αξίζουμε διότι μπορούμε να ζήσουμε το τώρα της ζωής μας νιώθοντας ότι ο ουρανός δεν μας εγκαταλείπει, ακολουθώντας την οδό της αγάπης και της ελευθερίας, ακόμη κι αν η πίστη μας εξακοντίζεται στο περιθώριο.
Στον ευαγγελιστή Ματθαίο ο συγγραφέας βλέπει τον Χριστός να θέτει στον αρχιερέα Καϊάφα, όπως και στον λαό το ερώτημα: “εσύ πού και πώς στέκεσαι έναντι του προσώπου μου;”. Ποια παράδοση είναι αυτή που ακολουθούμε; Πώς την ερμηνεύουμε; Μήπως έχουμε επιλέξει μία οδό πίστης στα επιφανειακά, αρνούμενοι να δούμε ότι στο βάθος της χριστιανικής πορείας αποτυπώνεται μία Σοφία κενωτική, η οποία “ταυτίζεται με την ενωτική και θυσιαστική αγάπη του Χριστού, του αιώνιου Λόγου, που ζει μια ανθρώπινη ζωή για χάρη μας και γίνεται υπήκοος μέχρι θανάτου. Αυτή η Σοφία θα είναι πάντοτε εξόριστη, ένας πρόσφυγας, μέσα σ’ έναν κόσμο που τυραννιέται από ατελεύτητους αγώνες για την διεκδίκηση της πλεονεκτικότερης θέσης, σ’ έναν κόσμο όπου η επιτυχία βρίσκεται στην εδραίωση της θέσης του ενός εις βάρος αυτής του άλλου. Επομένως, το πρώτο βήμα για την απόκτηση της Σοφίας του Θεού είναι να αναζητήσουμε αυτό που κάποιος συγγραφέας περιέγραψε ως τον νου του θύματος, όχι επειδή είναι αφ’ εαυτού καλό ή άγιο το να είσαι θύμα (κάθε άλλο!), αλλά επειδή το να δούμε τον κόσμο μέσα απ’ τα μάτια εκείνων που είναι αποκλεισμένοι από τα συστήματα εξουσίας, μας ελευθερώνει από την ανάγκη να διασφαλίζουμε με κάθε κόστος την δική μας ισχύ” (σελ. 104-105).
Δυσκολευόμαστε να κατανοήσουμε ότι αληθινά χριστιανός είναι αυτός που παίρνει το μέρος του αδύναμου, όχι γιατί έτσι δικαιώνει τον αδύναμο εξ ορισμού, αλλά διότι ο χριστιανός κλήθηκε να βλέπει τον κόσμο και μέσα από τα μάτια του άλλου. Να νοιάζεται όχι με όρους συστημικούς- αντισυστημικούς, αλλά με όρους μοιράσματος. Και δεν είναι το μοίρασμα μόνο οικονομικό ή συμπαράστασης. Είναι ελεημοσύνη πνευματική, είναι το να σου δώσω αυτό που είμαι και όχι μόνο αυτό που έχω. Να σε βοηθήσω να αφυπνιστείς. Να σε παρηγορήσω διότι στο πρόσωπο σου βλέπω τον κάθε Αδάμ, να μοιραστώ τον καημό σου, αλλά και να σου προτείνω τον Χριστό τον οποίο ζω όχι στα λόγια ή στην συνήθεια, αλλά εντός μου, ως Σώμα και Αίμα, ως ύπαρξη που με ζωογονεί, που με κάνει να κενώνομαι, να συγχωρώ, να υπερβαίνω τον εαυτό μου. Δεν αρκεί μία Εκκλησία που διασώζει τύπους και σύμβολα, όταν δεν έχει να πει τίποτα στον άνθρωπο που πονά, που αισθάνεται ανίκανος να παρακολουθήσει τις εξελίξεις της ζωής, του πολιτισμού, της τεχνολογίας, της οικονομίας, που αντιδρά σπασμωδικά. Απέναντι του η Εκκλησία μπορεί και πρέπει να του δείξει τον Χριστό, τον Θεάνθρωπο που του λέει όχι απλώς “δεν πειράζει”, αλλά “μην το βάζεις κάτω. Θέλω να σε βοηθήσω να βγεις από το περιθώριο, αλλά δεν θα σου πω ότι η ευτυχία σου είναι να είσαι μέρος του συστήματος. Η ευτυχία σου είναι να μπορείς να αγαπάς με ελπίδα τον Θεό και να μη νιώθεις μόνος, να μοιράζεσαι τα λίγα με τον όποιον άλλο και να ξέρεις ότι και η αποτυχία και η οδύνη δεν καταργεί το πρόσωπό σου”.
Στον ευαγγελιστή Λουκά ο συγγραφέας βλέπει ότι ο Χριστός “μας προκαλεί όχι μόνο να σταθούμε στο πλάι εκείνων που μένουν εκτός, αλλά και να ανακαλύψουμε στον εαυτό μας την φτώχεια και τον αποκλεισμό που φοβόμαστε και που μας κάνουν να φεύγουμε μακριά όταν τα βλέπουμε σε άλλους. Ο Λουκάς μάς καλεί να αναζητήσουμε εντός μας τον τελώνη στον Ναό, την γυναίκα στο σπίτι του Σίμωνα και αμφότερους τους υιούς της παραβολή του ασώτου, με τις διαφορετικές μορφές αποκλεισμού, ενοχής ή φόβου που διακατέχει τον καθένα” (σελ. 141) “Το δικαστήριο στον Λουκά είναι ένα χτύπημα στο παράθυρο, όπως λέει ο Ζαν Βανιέ, μας εξετάζει κατ’ αντιπαράσταση με τον φόβο του εαυτού μας, τον φόβο των δικών μας σιωπών και αδυναμιών… Έχουμε ανάγκη εσωτερικά να διαμένουμε σε μια επικράτεια που οριοθετείται με σαφήνεια και που μπορούμε να υπερασπιστούμε. Έχουμε ανάγκη να ξέρουμε πού βρισκόμαστε. Είναι όμως βέβαιο, αναλογιζόμενοι το χάσμα που χωρίζει τον Ιησού από τους δικαστές Του, πως σαν μείνουμε μόνοι, θα δούμε τον φόβο μιας ανεστιότητας ως μια αμφισβήτηση της δυνατότητας μας να κυριαρχήσουμε πάνω στο περιβάλλον μας. Θα θέλαμε να πιστεύουμε ότι κάπου υπάρχει η δυνατότητα να νιώσουμε οικεία χωρίς να πρέπει να υπερασπιζόμαστε αυτό το κάπου με επώδυνο αγώνα και κόπο. ~Τι θα σήμαινε άραγε για μας το να ζούμε σε μια σχέση τέτοιας οικειότητας με την αλήθεια, ώστε να έχουμε βαθιά επίγνωση της ευθραυστότητας και της ένδειας μας; Ποια θα ήταν τάχα η αλήθεια που θα μπορούσε να βιωθεί ως κάτι φιλόξενο και οικείο;” (σελ. 142-143)
Είναι σημαντικό να κοιτάξουμε τον εαυτό μας, αφού αφήσουμε χρόνο γι’ αυτόν σε έναν πολιτισμό όπου η ταχύτητα είναι το παν για να αποφύγουμε δήθεν την ανία. Να δούμε μέσα μας την τυχόν ανεστιότητα που ζούμε. Χωρά ο άλλος μέσα μας; Είμαστε έτοιμοι να ταπεινωθούμε, αναγνωρίζοντας τα λάθη μας ή ζούμε πάντοτε με τον προσωπικό μύθο του άτρωτου και αλάθητου, δικαιολογώντας στο εγώ μας τα πάντα; Πόσο μπορούμε να παραιτηθούμε από μια ανάγκη ελέγχου της ζωής μας και συχνά και της ζωής των άλλων με τους οποίους συνδεόμαστε; Αφήνουμε τους άλλους να εκφραστούν, να διαφωνήσουν; Είμαστε έτοιμοι να ακούσουμε τον καημό τους ή και τα λάθη τους; Κι από την άλλη, πόσο παλεύουμε να δείξουμε στους άλλους ότι δεν έχει νόημα κάποια σχέση όταν δεν αποφασίζουν κι εκείνοι με προσοχή να αφουγκραστούν τον δικό μας καημό; Η εποχή του Διαδικτύου και των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης, στα οποία άνθρωποι που σε ξέρουν αλλά, κυρίως, άνθρωποι που δεν σε γνωρίζουν, αισθάνονται την ανάγκη να αναλάβουν σταυροφορία επιθετικότητας εναντίον σου για οποιαδήποτε άποψη εκφράσεις, αντί να λειτουργήσουν γόνιμα, με κριτική και ερωτήματα. Κι έτσι όμως, φανερώνεται η ευθραυστότητά μας, διότι ο καθένας μας αισθάνεται ότι πρέπει να έχει δίκιο. Ο Χριστός όμως αγκάλιασε αυτούς που δεν είχαν δίκιο για την κοινωνία, αλλά είχαν ταπείνωση και αγάπη.
Στον Ιωάννη ο συγγραφέας βλέπει την ζωή εν αλήθεια. “Να ζεις εκεί που ζει ο Χριστός. Στους αποχαιρετιστήριους λόγους η σκιά του πάθους του Χριστού προβάλλει διαρκώς στον ορίζοντα, και άρα το να είσαι εκεί που είναι ο Χριστός σημαίνει ακόμα να μετέχεις στη δική Του αδυναμία και τον θάνατο. Οι φίλοι του Χριστού θα μισηθούν όπως Αυτός μιμείται. Όταν ο Χριστός μιλά για αγιασμό εν αλήθεια, ο αναγνώστης καλείται αμέσως να κάνει τη σύνδεση με τον αγιασμό του ιδίου του Ιησού (εγώ αγιάζω εαυτόν), πράγμα που μπορεί μονάχα να σημαίνει τον θάνατο που πρόκειται να υπομείνει. Αλήθεια και θάνατος συναντώνται σε μια εγγύτητα που ταράζει: ζωή αλήθειας σημαίνει την πλήρη αποδοχή του πραγματικού και απτού κινδύνου που υπάρχει όταν αγωνίζεσαι να μείνεις πιστός στον Χριστός μέσα σε αυτόν τον κόσμο. Είναι μια αποδοχή ρίσκου και θνητότητας… Υπάρχει ωστόσο και μια θετικότερη διάσταση κι αυτή έγκειται στην υπόσχεση πως θα είμαστε σε θέση να μοιραστούμε μαζί με τον Χριστός τον τρόπο που Αυτός θεάται τον Πατέρα και τη δική Του σχέση με τον Πατέρα. Το να βλέπουμε εν αλήθεια σημαίνει να θεωρούμε τη δόξα που ο Πατήρ έδωσε στον Ιησού (Ιωάν. 17,24) και κατά μία έννοια να γίνουμε μέτοχοι αυτής της δωρεάς με την εντολή να τη μοιραστούμε με τη σειρά μας με τους άλλους” (σελ. 153-154). Αυτή η οικείωση με την αλήθεια συνεπάγεται το “να παραιτούμαστε οικειοθελώς από τους συνήθεις τρόπους αντίληψης των πραγμάτων, ώστε να μπορέσουμε να παραμείνουμε αγκυροβολημένο στην παρούσα στιγμή, με την πεποίθηση πως εκεί είναι που πρόκειται να συναντήσουμε τον Θεό, δηλαδή εκεί είναι που θα μας δεξιωθεί η αλήθεια, στην είσοδο σε εκείνη την χώρα ή την μη χώρα όπου δεν υπάρχουν εδάφη που αναμένουν την υπεράσπισή τους” (σελ. 172-173).
Το ερώτημα του Πιλάτου στον Χριστό είναι “τι έστιν αλήθεια;” (Ιωάν. 18,38). Δεν περιμένει να πάρει απάντηση και το αφήνει αναπάντητο τόσο ο Χριστός όσο και ο ίδιος το ερώτημα αυτό. Είναι διότι “η αλήθεια δίδεται έναντι θανάτου” (Οδ. Ελύτης) και ο Πιλάτος δεν ενδιαφέρεται να πεθάνει γι’ αυτήν, ούτε για κάτι άλλο. Τον ενδιαφέρει η εξουσία του. Το ερώτημα τίθεται στον καθέναν από μας. Ζούμε εν αληθεία; Τι είναι αυτό που νοηματοδοτεί την ύπαρξή μας πέρα από την επιβίωση, πέρα από την μίμηση του κόσμου, πέρα από την μετοχή στον πολιτισμό, την επιτυχία και την πρόσκαιρη ευτυχία; Η απάντηση έγκειται στην σχέση με τον Χριστό, ο οποίος είναι η οδός και η αλήθεια και η ζωή. Και όποιος πιστεύει σ’ Αυτόν, ακόμη κι αν πεθάνει θα ζήσει. Πιστεύω στον Χριστό όμως σημαίνει παραιτούμαι από τις βεβαιότητες ότι μπορώ όλα να τα ερμηνεύσω κατά την σκέψη και την κρίση μου, ότι μπορώ να γίνω ο δικαστής ή ο ερμηνευτής του Θεού, ότι όλοι και όλα πρέπει να πορεύονται κατά τα δικά μου. Πιστεύω στον Χριστό σημαίνει ότι είμαι έτοιμος να δω τον εαυτό μου στο παρόν και όχι στην προοπτική του χτες, κουβαλώντας μόνο φορτία ή αναμνήσεις, ή στην προοπτική του αύριο, ελπίζοντας ότι θα βρω αυτό που τώρα δεν έχω. Σημαίνει ότι είμαι έτοιμος να δω τον κόσμο στην προοπτική του “τώρα”, όχι όμως για να απαιτήσω τα πάντα, αλλά για να αγαπήσω κατά πάντα και διά πάντα σ’ αυτήν την ευλογημένη οδό της ευχαριστίας που σώζει, γιατί δεν είμαι μόνος μου. Κι αυτή είναι η δόξα μου. Ακόμη κι αν σταυρώνομαι, δεν χάνω την χαρά, διότι δεν είμαι μόνος μου! Η αλήθεια είναι μαζί μου!
Σε ένα πραγματικά εκπληκτικό κεφάλαιο που επιγράφεται “ Σιωπή αντί απάντησης: ο Ιησούς και οι δικαστές Του”, ο συγγραφέας καταπιάνεται με δύο μυθιστορήματα ορόσημα.
Το πρώτο είναι οι “Αδερφοί Καραμαζώφ” του Ντοστογιέφσκι και ειδικότερα τον περίφημο “Μεγάλο Ιεροεξεταστή”, τον οποίο τον βλέπει με μια διαφορετική ματιά σε σχέση με την συνήθη ερμηνεία. Για τον συγγραφέα ο ιεροεξεταστής αγαπά την ανθρωπότητα και παλεύει να δείξει στον Χριστό ότι ο τρόπος της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας να στηριχτεί στο θαύμα, το μυστήριο και την εξουσία διορθώνοντας το έργο της ελευθερίας και της ευθύνης που άφησε πίσω του ο Χριστός ως παρακαταθήκη είναι τρόπος ανακούφισης του ανθρώπου, στηριγμένος στον οίκτο για τον αδύναμο. Το φιλί του Χριστού στον Ιεροεξεταστή όμως δείχνει ότι “υπάρχει κάποια αγάπη η οποία είναι εφικτή και πλατύτερη από τον δικό του προστατευτικό και καταπιεστικό οίκτο. Ο δικός του κόσμος μπορεί μόνο να αγωνίζεται να αποκλείσει αυτή τη δυνατότητα. Εάν δεχθείς πως μια τέτοια αγάπη είναι όντως εφικτή, τότε ο ισχυρισμός περί προστασίας της ανθρωπότητας καταρρέει… Ο Θεός αγκαλιάζει τον βασανισμένο κόσμο, ωστόσο πρέπει να αρκεστούμε στην αγάπη Του και να μην προσπαθούμε να εξηγήσουμε γιατί το σύμπαν είναι όπως είναι ή γιατί οι άνθρωποι είναι ικανοί να επιφέρουν και την πιο ανείπωτη αγριότητα έναντι αθώων” (σελ. 227 και 229).
Το δεύτερο είναι “Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα” του Μπουλγκάκοφ, με περιεχόμενο, εκτός των άλλων, την μοίρα των δικαστών του Ιησού στο πρόσωπο του Πιλάτου. “ Αυτό που κάνει ο Μπουλγκάκοφ είναι να στοχάζεται πάνω στις επιλογές στις οποίες προβαίνουν οι άνθρωποι όταν βρίσκονται υπό πίεση, ιδίως όταν αυτή η πίεση αφορά στη θετική ή την αρνητική τοποθέτηση έναντι αυτού που αναγνωρίζουν ως αληθινό, όταν ανθρωπίνως δεν υπάρχει τίποτε να κερδηθεί εάν επιλέγει η αλήθεια. Η δειλία να απομακρυνθείς, αρνούμενος αυτό που αυθεντικά έχεις αντικρίσει…δεν συνεπάγεται μια συμβατική καταδίκη, αλλά μια μείωση απλώς, έναν κόσμο στον οποίο καμιά σωστική σωστική αλλαγή δεν μπορεί να επέλθει, έναν κόσμο όπου έχουμε ήδη κάνει το παζάρι μας με τη ζωή” (σελ. 238).
Μέσα από αυτό το βιβλίο βρίσκουμε την δική μας θέση έναντι όχι μόνο του Χριστού, αλλά και της ζωής μας, του νοήματός της. Και αξίζει η μελέτη του, διότι συνήθως είμαστε είτε από την πλευρά των αδιάφορων είτε, κάποτε, και από την πλευρά των δικαστών, καθώς ο Χριστός μας ξεβολεύει από την ζωή που έχουμε επιλέξει να ζούμε.
Εξαιρετική η μετάφραση του Χρήστου Μαρκόπουλου, κατατοπιστική και ουσιώδης η εισαγωγή του π. Χαράλαμπου Παπαδόπουλου (π. Λίβυου) και λιτή και εκφραστική, όπως ταιριάζει στο βιβλίο, η έκδοση από τον ποιοτικό εκδοτικό οίκο ΕΝ ΠΛΩ.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Κέρκυρα, 28 Νοεμβρίου 2020