«Γαληνότατον ὅρμον εὗρες τήν τοῦ ὁσίου Δαβίδ μάνδραν, Ἰάκωβε, ἀσκητῶν τῶν πάλαι ὁμόζηλε. Σύ γάρ ἐκεῖσε διατρίβων ἐν ὁσιότητι καί πόλος ἀναψυχῆς γενόμενος δεινῶς χειμαζομένων ἀπῆλθες κοινωνῆσαι χαρᾶς τῆς οὐρανίου» (Δοξαστικό τῶν Αἴνων τοῦ Ὄρθρου τῆς ἑορτῆς τοῦ ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Τσαλίκη τοῦ ἐν Εὐβοίᾳ)
«Τό πιό γαλήνιο λιμάνι βρῆκες στήν μονή τοῦ ὁσίου Δαβίδ, Ἰάκωβε, πού εἶχες
τόν ζῆλο τῶν παλαιῶν ἀσκητῶν. Γιατί ἐκεῖ ζῶντας μέ ὁσιακό τρόπο καί ἀφοῦ
κατεστάθης πόλος πνευματικῆς ἀναψυχῆς (δροσιᾶς) γι’ αὐτούς πού βασανίζονταν ἀπό
μεγάλα βάσανα (τῆς ἀνθρώπινης ἀλλά καί τῆς πνευματικῆς ζωῆς), ἔφυγες γιά νά
κοινωνήσεις τήν οὐράνια χαρά».
Έχουμε ανάγκη από αγίους στην εποχή μας και ιδιαίτερα στις ημέρες της μεγάλης δοκιμασίας που διερχόμαστε. Και είναι αυθεντική παρηγοριά εξ ουρανού να γνωρίζουμε ότι στα χρόνια που οι μεγαλύτεροι από εμάς είμαστε εν ζωή υπήρξαν μορφές που μέσα στην απλότητα και την αφιέρωση της πίστης τους παρηγόρησαν και εξακολουθούν να παρηγορούν όλους εμάς, ανεξάρτητα από το πραγματικό μέγεθος των προβλημάτων μας.
Μια τέτοια μορφή είναι και ο όσιος
Ιάκωβος ο Τσαλίκης, ο εν Ευβοία. Γεννήθηκε στο Λίβισι Μάκρης στην Μικρά Ασία το
1920. Ακολούθησε τους γονείς του στην οδό της προσφυγιάς κα έφτασε στην Φαράκλα
της Βόρειας Εύβοιας. Διακρίθηκε ανάμεσα στους συνομηλίκους του για την
ευσέβεια, την σύνεση και την ατέλειωτη αγάπη προς τον Χριστό και τους Αγίους.
Δεν έμαθε γράμματα λόγω της φτώχειας και των βιοτικών αναγκών της οικογένειάς
του. Κάποια στιγμή πήρε την απόφαση να γίνει μοναχός και εγκαταβίωσε στην μονή
του Οσίου Δαβίδ του Γέροντος στις Ροβιές Ευβοίας. Αναδείχθηκε πρότυπο ταπείνωσης, αδιάλειπτης
προσευχής και φιλοξενίας προς όλους. Την ημέρα διακονούσε τους πατέρες της Μονής
και τη νύχτα προσευχόταν στο δυσπρόσιτο σπήλαιο του οσίου Δαβίδ. Διετέλεσε
ηγούμενος επί δεκαέξι χρόνια και προσέλκυσε πλήθος μοναχών, όπως και
προσκυνητών που τον επισκέπτονταν για να πάρουν τη συμβουλή του και να ζητήσουν
την προσευχή του γι’ αυτούς. Για την ασκητική του ζωή αξιώθηκε του προορατικού
χαρίσματος και φώτισε την εσκοτισμένη γενιά μας. Εκοιμήθη εν Κυρίω στις 21
Νοεμβρίου του 1991.
Γιατί οι άνθρωποι διψάμε να
συναντήσουμε έναν άνθρωπο του Θεού; Φτάνει άραγε αυτό;
Νους και καρδιά κολλάνε στις
περιστάσεις της ζωής. Διαπιστώνουμε το ανήμπορό μας. Διαπιστώνουμε ότι
βρίσκουμε τοίχο στην προσπάθειά μας να βρούμε τι είναι σωστό και τι όχι στον
εαυτό μας, στη σχέση μας με τους άλλους ανθρώπους, στην ζωή μας. Μας περιτριγυρίζει
θάνατος και όχι κατ’ ανάγκην ο σωματικός, που προέρχεται από τις ασθένειες ή τα
ατυχήματα ή την φθορά της ζωής. κυρίως μας χτυπά ο πνευματικός θάνατος, το
ανθρώπινο θέλημα το οποίο και σε μας και στους άλλους γεννά απογοήτευση, λύπη,
αγωνία. Νιώθουμε λιγοστές τις δυνάμεις μας. Μιλάμε, αλλά δεν παίρνουμε απάντηση.
Και τότε χρειαζόμαστε έναν άνθρωπο του Θεού, να μας δώσει φως. Να μας υποδείξει
τα όριά μας. Να μας κάνει να ελπίσουμε. Να μας υπενθυμίσει ότι ο Θεός δεν μας
ξεχνά. Να μας πει τι πρέπει να διορθώσουμε στον εαυτό μας. Τι δεν πρέπει να
περιμένουμε από τους άλλους. Να μας ενισχύσει ώστε να αφεθούμε διά της
προσευχής στο έλεος του Θεού, σ ’αυτήν την ευλογημένη υψοποιό ταπείνωση, η
οποία μας κάνει να μην αγχωνόμαστε διότι δεν γίνεται το θέλημά μας, αλλά να
αναφωνούμε το «γενηθήτω το θέλημά σου».
Διψάμε να συναντήσουμε έναν άνθρωπο
του Θεού γιατί βλέπουμε σ’ αυτόν το δικό μας ανέφικτο. Βλέπουμε μία ύπαρξη που
έχει αφιερωθεί όχι επ’ εξουσίαις στον Θεό, όχι για την ατομική δόξα και τιμή,
αλλά για την αγάπη του Θεού. Θέλουμε να δούμε έναν άνθρωπο που αγαπά κι ας μην
είναι διαθέσιμος πάντα. Έναν άνθρωπο που ξέρουμε ότι προσεύχεται, ότι
λειτουργεί, ότι διοικεί όχι με τις κραυγές, τον φόβο και την εξουσία, αλλά με
την ταπεινή αγάπη που προσελκύει ακόμη και τους επαναστάτες, διότι η
αυθεντικότητα συγκινεί. Έναν άνθρωπο που ζει στον κόσμο, αλλά δεν είναι εκ του
κόσμου τούτου. Έναν άνθρωπο που το βράδυ του θα το περάσει στην σπηλιά, που θα
μιλήσει για τον προστάτη Άγιό του όχι από θεωρίας, αλλά από καρδίας και επειδή
τον νιώθει παρόντα, τον βλέπει στην δική του ζωή. Έναν άνθρωπο που δεν κάνει
λόγο με επιστημονικές φράσεις για το Άγιο Πνεύμα, αλλά ζει την χάρη Του. Έναν
άνθρωπο που «επειδή αγαπά τον Χριστό, θέλει να μιλά για Εκείνον» (Μέγας
Αθανάσιος) και να τον δείχνει σε όλους. Αυτό είναι ανέφικτο για μας τους
κοσμικούς και εκκοσμικευμένους και ο άγιος είναι παρηγοριά μας. Θέλουμε να του
εναποθέσουμε την παραίτησή μας από την οδό της θέωσης, για να μας δώσει τουλάχιστον
πίστη.
Διψάμε για να συναντήσουμε έναν
άνθρωπο του Θεού γιατί έχουμε ανάγκη να νιώσουμε ότι η Εκκλησία δεν είναι ένα
σχήμα που παρέρχεται, που την έχει καταπιεί η δύναμη του κόσμου και του
πολιτισμού, ο άρχων του κόσμου τούτου και τα όργανά του, όπως και η ανεπάρκεια
όλων όσων την διακονούμε, αλλά ότι μπορεί ακόμη εντός της να βγάζει αγίους! Και
παίρνουμε δύναμη διότι ανήκουμε σε μια οικογένεια που δε νικιέται από τον
θάνατο. Που παρόλα όσα την περιθωριοποιούν, την συντρίβουν, διασώζει την
πνευματικότητα της ανάστασης και της αγάπης, την πνευματικότητα της θέας του
Θεού. Κι έχουμε ανάγκη να ανήκουμε στην Εκκλησία, να μην αποδομηθεί εντός μας η
μάνα μας ως κατάλοιπο του χτες και οι άγιοι είναι σημάδι ότι η πηγή δεν
στερεύει και ότι ακόμη και μέσα στον βαρύ χειμώνα του μηδενισμού, της αμφισβήτησης,
του ποικίλου πόνου, ο Θεός δεν εγκαταλείπει το σκάφος του αλλά το πάει στο εύδιο
λιμάνι της ελπίδας! Κι εμάς ως μέλη της Εκκλησίας μαζί της!
Δοξάζουμε τον Θεό που δεν μας εγκαταλείπει!
Και παρακαλούμε τον νεοφανή άγιο της απλότητας, της ταπείνωσης, της προσευχής,
της ήρεμης αγάπης, αυτόν που δεν γίνεται θόρυβος για το πρόσωπό του αλλά που
μας παρηγορεί με αυτά τα λόγια της εμπειρίας του Θεού, να προσεύχεται για μας
στο θυσιαστήριο του ουρανού:
«Δεν πρέπει, παιδιά μου, να έχει
κανείς αμφιβολίες ούτε δυσπιστίες. Να έχετε πίστη Θεού ως κόκκον σινάπεως και
ό,τι ζητήσετε ο Θεός θα σας το δώσει. Πάντα η προσευχή στηρίζει. Να μη
φοβόμαστε. Ει ο Θεός μεθ’ ημών, ουδείς καθ’ ημών»!
Κέρκυρα,
22 Νοεμβρίου 2020
Του
Αγίου Ιακώβου του Τσαλίκη