Η λύπη όλων μας για την επαναμετατροπή της
Αγίας Σοφίας σε τζαμί, οι προτάσεις για προσβλητικές αντιδράσεις, ακόμη και οι
πένθιμες κωδωνοκρουσίες, οι αγρυπνίες, οι ακολουθίες στους ναούς, οι δηλώσεις
των Προκαθημένων των Εκκλησιών και των Μητροπολιτών, οι ύβρεις
κονδυλοφόρων εναντίον του Οικουμενικού Πατριάρχη και οι απαράδεκτοι συσχετισμοί
πολιτικών αποφάσεων με εκκλησιαστικά θέματα δείχνουν για μία ακόμη φορά την
αδυναμία μας να κατανοήσουμε την διαφορά ανάμεσα στον τρόπο που η γείτων χώρα
αξιοποιεί την θρησκευτική ταυτότητα των πολιτών της και την δική μας αγωνία μην
τυχόν και φανεί ότι η πίστη στον Θεό είναι δημόσια υπόθεση.
Η τουρκική κοινωνία, όσο κι αν στα
παράλια της Μικράς Ασίας και στις κύριες μεγάλες πόλεις της χώρας, δεν
απορρίπτει ευρωπαϊκές, εκκοσμικευμένες πρακτικές οργάνωσης του βίου,
εντούτοις κρατά ένα αίσθημα ιερότητας στον δημόσιο βίο για την μουσουλμανική
θρησκεία. Αυτό το αίσθημα δεν την απασχολεί εάν την φέρνει σε αντίθεση με τον
μοντέρνο και μεταμοντέρνο κόσμο μας. Ακόμη και οι "αμαρτίες", οι
παραβάσεις του ισλαμικού νόμου, δεν νομιμοποιούνται ηθικά στην δημόσια ζωή.
Ίσως αυτό να χαρακτηρίζεται ως υποκρισία από τον πολιτισμό του "όλα
επιτρέπονται". Όμως γι' αυτήν την κοινωνία η δημόσια έκφραση της
θρησκευτικής πίστης είναι αυτονόητη κίνηση. Έτσι, η όποια ασέβεια και πρόκληση
εις βάρος άλλων θρησκειών, πολιτισμών, ιστοριών δεν προκαλεί αντίδραση όταν
είναι σύμφωνη με το θρησκευτικό ήθος.
Το πρόβλημα στην δική μας πραγματικότητα είναι ότι
τείνουμε να απολέσουμε κάθε αίσθημα ιερότητας στον δημόσιο βίο μας. Είναι ότι
από την παιδική μας ηλικία τόσο η οικογένεια όσο και το σχολείο δεν έχουν ως
μία από τις κύριες προτεραιότητες το χτίσιμο εθνικής ταυτότητας, στην οποία να
συμπεριλαμβάνεται και η ζωντανή σχέση με την πίστη και την παράδοση του
Ελληνισμού, αλλά λειτουργούμε στην προοπτική της απομυθοποίησης, της αποδόμησης
της πνευματικής, πολιτιστικής και ιστορικής μας πορείας, με αποτέλεσμα ζητήματα
όπως της Αγίας Σοφίας για μας να έχουν να κάνουν μόνο με τον μνημειακό και
καλλιτεχνικό χαρακτήρα και όχι με τον σκοπό της ύπαρξής τους.
Το Βυζάντιο είναι μία κουκίδα στην
ιστορική μας συνείδηση. Ο Κοραής και η ομάδα του που κυριάρχησαν
ιδεολογικά από τα χρόνια του Διαφωτισμού παραθεώρησαν την ενότητα του
Ελληνισμού. Επηρεασμένοι από το αντιχριστιανικό και αθεϊστικό πνεύμα, το οποίο
στην Δύση είχε λόγο δημιουργίας εξαιτίας της διαμάχης Ρωμαιοκαθολικισμού και
Προτεσταντισμού, αλλά και εξαιτίας της καταπίεσης της επιστημονικής κοινότητας
από τον φόβο ότι η πρόοδος του ανθρώπου θα περιθωριοποιήσει τον Θεό, πολλοί
λόγιοι του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, παρότι κληρικοί οι περισσότεροι, δεν
μπόρεσαν να διασώσουν στην συνείδησή τους την ιστορική μας συνέχεια και
παρασυρμένοι από τα επιτεύγματα και την αλλαγή ιστορικού παραδείγματος που ο
Διαφωτισμός έφερε στην Ευρώπη, οργάνωσαν παιδεία και κοινωνία με βάση
“διακριτούς ρόλους”, χωρίς επίγνωση του ήθους και της ισορροπίας που η πίστη
φέρει, με την νοοτροπία ότι η πίστη είναι θρησκεία και ηθικισμός, που
αποσκοπεί στο να κάνει καλούς και συμβιβασμένους με το σύστημα ανθρώπους,
επιρρεπείς όμως στην απομυθοποίηση διά του απόλυτου ορθολογισμού.
Προφανώς και ο φανατισμός δεν μπορεί
να γίνει δεκτός, ούτε αντίποινα που προσβάλλουν την θρησκευτικότητα.. Μήπως
όμως ήρθε η ώρα να ξαναβρούμε την ισορροπία και την ιερότητα, για να κατανοούν
και οι γείτονες ότι "γι' αυτά πολεμήσαμε" και αν χρειαστεί, θα
μας βρούνε έτοιμους;
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»
στο φύλλο της Τετάρτης 5 Αυγούστου 2020