8/26/20

ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΚΑΙ ΟΔΟΙΠΟΡΟΙ

ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ 65- ΓΙΩΡΓΟΣ ΘΕΟΤΟΚΑΣ, “ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΚΑΙ ΟΔΟΙΠΟΡΟΙ”, εκδόσεις ΕΣΤΙΑ

Ζούμε σε πολεμικούς καιρούς. Δεν είναι μόνο η επίθεση της ασθένειας, η οποία θεάται με πολεμικούς όρους και ανακοινωθέντα. Δεν είναι η απειλή της γείτονος χώρας, σε συνδυασμό με την απάθεια των ισχυρών του κόσμου, που μας κάνει ανήσυχους για το τι μέλλει γενέσθαι, καθώς κανείς από εμάς δεν θα ήθελε να αισθάνεται την ζωή και την ασφάλειά του σε κίνδυνο. Είναι και ένα αίσθημα κενού, το οποίο συχνά χαρακτηρίζει την πορεία μας μέσα στον χρόνο. Ενώ συνεχίζουμε να επενδύουμε στον πολιτισμό, την καθημερινότητα, τις όψεις του κοσμικού φρονήματος το οποίο μας υπόσχεται ευτυχία, συχνά-πυκνά στη σκέψη, στα χείλη, στις καρδιές μας αναδύεται ένα ερώτημα: “ τι παρακάτω;”. Κι ενώ καλούμαστε αυτό το αίσθημα να το πολεμήσουμε, δεν γνωρίζουμε ούτε πώς ούτε αν μπορούμε. 
Αυτό συμβαίνει διότι οι πολλοί δεν επιδιώκουμε απαντήσεις. Πορευόμαστε στον χρόνο με τα χαπάκια του πολιτισμού να ξεγελούν την πείνα μας για νόημα. Όσοι προβληματιζόμαστε, μοιάζουμε εκτός εποχής. “Η πλειοψηφία των ανθρώπων- θα έλεγες η μέγιστη πλειοψηφία τους, απλούστατα, δεν ενδιαφέρονται για το κενό. Δεν το βλέπουν ή το ξεχνούν ή θέλουν και το ξεχνούν”, γράφει ένας από τους κορυφαίους λογοτέχνες της γενιάς του ’30, που η ματιά παραμένει ίσως πιο επίκαιρη από ποτέ, ο Γιώργος Θεοτοκάς (“Ασθενείς και Οδοιπόροι”, σελ. 450). “Συνεχίζουν, πορεύονται, παλεύουν, παντρεύονται, μεγαλώνουν παιδιά, ανοίγουν εστιατόρια, γράφουν σενάρια, σχηματίζουν περιουσίες, συντάσσουν διατάγματα- πού να βρεις άκρη; Πασχίζουν με κάθε τρόπο. Καταφέρνουν και υπάρχουν. Διαφορετικήν ερμηνεία των πραγμάτων δίνει ο καθένας τους, άλλα δηλώνει ο ένας και άλλα καταλαβαίνει ο άλλος, αλλού τραβά ο ένας και αλλού ο άλλος, τι ακριβώς επιδιώκουν και γιατί πασχίζουν τόσο πολύ δεν ξέρει κανείς τους- ωστόσο αναντίρρητα υπάρχουν”. Κι όποιος ενδιαφέρεται για την αλήθεια, πρέπει να παραδεχτεί ότι υπάρχει μία μορφή “ ΣΙΓΑΝΗΣ ΠΑΝΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΤΡΕΛΛΑΣ”. “Να παραδεχτούμε, τέλος πάντων, πως η ανθρωπότητα είναι τρελλή και να κοιτάξουμε, κουτσά στραβά, να προσαρμοστούμε στην κατάσταση. Τρελλή μ’ έναν τρόπο ήμερο, που δεν πολυφαίνεται, όμως τρελλή με τα σωστά της, δοσμένη ολόκληρη, πέρα ώς πέρα, σε μια σταθερή τρελλίτσα που, ώρες-ώρες, πετά και τις μεγάλες φλόγες της. Να αναγνωρίσουμε τη σιγανή τρέλλα σαν κάτι πάνδημο, κανονικό, καθημερινό, οικείο, για να είμαστε έτοιμοι ν’ αντικρύσουμε, έξαφνα, και τις μεγάλες φλόγες που, κάθε τόσο, φωταγωγούν το κενό και μας κάνουν και το ξεχνούμε. Έχουνε, δηλαδή, κι αυτές τα καλά τους” (σελ. 450-451).
Ο Γιώργος Θεοτοκάς, σ’ αυτό το καταπληκτικό μυθιστόρημα, αναπτύσσει στιγμές από τον βίο ηρώων που δένονται με τον ελληνοϊταλικό πόλεμο, την επίθεση των Γερμανών και την κατοχή, την αντίσταση και τα Δεκεμβριανά. Ανθρώπινος και τρυφερός, δεν αποσκοπεί, παρά τις αστικές του ιδέες και θέσεις, να φανατίσει, να λειτουργήσει διχαστικά. Κλειδί του η αγάπη. “Δεν είμουν ώριμος για να καταλάβω το πιο απλό πράμα στον κόσμο, που κι ένα μικρό παιδί μπορεί να το νιώσει, δεν είμουν αρκετά ακόμα ζυμωμένος. Μα τώρα ξέρω για ποιο λόγο ο κόσμος παραπατά: έχασε την πηγή της αγάπης. Σε κάποιαν ώρα, κάτι στράβωσε, κάτι έφυγε από τη θεση του κι ο κόσμος πήγε και περιπλανήθηκε μες στα κολοσσιαία έργα του, μες στον πυρετό και τον πάταγο των επιστημών και των μηχανών, μες στην αφαίρεση και τον παραλογισμό, κι άφησε την ψυχή του να ξεραθεί. Τώρα έγινε Τιτάνας παντοδύναμος- έτσι τουλάχιστο νομίζει- μεθυσμένος από τις γνώσεις και τα μεγαλεία του και, εντός του, αφαιρεμένος, παράλογος, κρύος, οργισμένος και στεγνός, χωρίς συμπόνια, χωρίς έλεος, χωρίς ελπίδα, χωρίς νόημα. Τώρα η ζωή του έγινε φόβος του ανθρώπου, των μηχανών, του κενού. Ωστόσο, καθώς λέει η Επιστολή, φόβος οὐκ ἔστιν ἐν τῆ ἀγάπῃ, ἀλλ᾽ ἡ τελεία ἀγάπη ἔξω βάλλει τόν φόβον, ὅτι ὁ φόβος κόλασιν ἔχει” (Α᾽ Ἰωάν. 4, 18).
Οι ήρωές του; Ο Μαρίνος Βελής, μορφωμένος αξιωματικός, που ζει την κόλαση του πολέμου, τραυματίζεται στην μάχη του Ελ Αλαμέιν, γίνεται για δέκα χρόνια μοναχός στο Άγιον Όρος και επιστρέφει στον κόσμο για να ακολουθήσει την οδό του “σαμαρειτισμού”, όπως με πικρία του λέει ο ηγούμενος. Ο  φίλος του Κυριάκος Κωστακαρέας, ο οποίος έχοντας ζήσει την κόλαση της οδού Μέρλιν και τα βασανιστήρια των Γερμανών, προσχωρεί στο ΕΑΜ, για να διαπιστώσει κατά τα Δεκεμβριανά ότι η ζωή δεν μετρά μπροστά στην ιδεολογία και αποχωρεί, αρνούμενος να μετάσχει στην τρέλλα που ονομάζεται “για το καλό μας”, από όπου κι αν προέρχεται. Ο Θρασύβουλος Δράκος, συντηρητικός, αντάρτης του ΕΔΕΣ, καταλαβαίνει ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να αναγεννηθεί αν δεν υπάρχει κοινωνική δικαιοσύνη, αλλά αρνείται να προδώσει τον όρκο που έδωσε ότι θα ολοκληρώσει την στρατιωτική του θητεία και μετά θα δραστηριοποιηθεί πολιτικά, δείχνοντας ότι η αξιοπρέπεια, το χρέος, οι αστικές αξίες, όπως η οικογένεια και το φιλότιμο, έχουν ισχύ για τον ανθρώπινο εαυτό και έπονται οι οραματισμοί για μία νέα κοινωνία, οι οποίοι όμως δεν μπορούν να στηριχτούν στην βία. Ο Φρίξος Αυγουστής, ονειροπόλος, καλλιεργημένος, με όραμα την ανάδυση μιας νέας αριστοκρατίας, στηριγμένης στην ελληνική παράδοση, στον ανθρωπισμό, στις κλασικές αξίες, που όμως διαπιστώνει την μοναξιά του και, κυρίως, την αδυναμία του να μοιραστεί με τους άλλους ό,τι πιστεύει, διότι του λείπει η αγάπη. Ο Γερμανός αδίστακτος Ναζί Έρνστ Χίλλεμπραντ, ο οποίος ήταν εγκληματίας πολέμου, αλλά κάποια στιγμή είχε μία αναλαμπή στην σκληρότητα του χιτλερισμού τον οποίο υποστήριζε χωρίς να νοιάζεται για την μοναδική αξία κάθε ανθρώπου και που διαπίστωσε, καθώς ερωτεύθηκε μία Ελληνίδα, ότι μπορούσε να κάνει το καλό, μόνο που αυτό δεν κράτησε για πολύ. Ο δοσίλογος Βαρδέκης, ο οποίος κατάφερε την κρίσιμη ώρα να αυτομολήσει προς τους συμμάχους και να γίνει πάμπλουτος και να παρασημοφορηθεί, δείχνοντας ότι για την κοινωνία δεν μετρά τόσο η αλήθεια, όσο η επιτυχία. Ο Σκωτσέζος Ντάγκλας Μάκ Ντάγκαλ, ο οποίος πολέμησε στην Ελλάδα, αγάπησε την Ελλάδα, παντρεύτηκε Ελληνίδα και έγινε ο καλύτερος πρεσβευτής του Ελληνισμού στην πατρίδα του, με την κυνικότητα αυτού που επιβιώνει, χωρίς την παλιανθρωπιά του “παρτάκια”.
Και βέβαια οι δύο μεγάλες γυναικείες μορφές: η Θεανώ Γαλάτη, ηθοποιός του αρχαίου δράματος, η οποία θα θυσιαστεί για να σωθούν Έλληνες από τους Γερμανούς, θα ζήσει την απόρριψη και το μίσος από όσους κρίναν επιφανειακά και με γνώμονα μόνο την ιδεολογία τους, αλλά θα δείξει ότι ο άνθρωπος καταξιώνεται μόνο όταν αγαπά. Η δεύτερη είναι η Μαριέτα. Μάνα, σύζυγος, εργαζόμενη, με πρακτικό μυαλό, αλλά με σταθερότητα στις ιδέες και τον τρόπο ζωής, χωρίς μεγάλα λόγια και εξάρσεις, άνθρωπος με επίγνωση ότι στην απλότητα το νόημα, στην ειρήνη, την αγάπη, γυναίκα που αρνείται έναν κόσμο αντρικό, εξουσιαστικό, πολεμικό, γεμάτο θάνατο!
Ο Θεοτοκάς γράφει για τον κεντρικό του ήρωα, τον Μαρίνο Βελή, μετέπειτα  μοναχό Τιμόθεο: “είναι από κείνους τους ανθρώπους που κάνουν τους άλλους καλύτερους” (σελ. 65-66). Στο Άγιον Όρος κατενόησε ότι η βία και η ανάγκη ρυθμίζουν την πορεία του κόσμου, όμως η μεγαλύτερη αλήθεια είναι ο πατερικός λόγος: “ἐν ἀγνοίᾳ πάντων διάγομεν, πρῶτον ἑαυτούς ἀγνοοῦντες οἱ ἄνθρωποι” (σελ. 199) και ότι αγαπώντας τον Χριστό, αγαπά τους ανθρώπους μέσον Αυτού, “τους έχω όλους στην καρδιά μου, τους αισθάνομαι, τους βλέπω από μέσα, ταυτίζομαι μαζί τους και συμπάσχω, γιατί όλοι πάσχουν και μου περνούν τον πόνο τους.Τι άλλο είναι όλοι τους -καθώς μου είπε κάποτε μια γυναίκα- παρά ασθενείς και οδοιπόροι στον δρόμο του θανάτου;” (σελ. 452).
Και κλείνει το μυθιστόρημα λέγοντας: αισθάνομαι πως αυτή είναι τώρα η δουλειά μας: να γυρνούμε τον κόσμο σαν ραβδοσκόποι και να δοκιμάζουμε όλα τα εδάφη, να ψάχνουμε ολοένα για να ανακαλύψουμε ξανά την πηγή. Να χτυπήσουμε κάπου τη γη και να ξεχειλήσει πάλι η πηγή, να ξανάρθει το πελώριο, το ακατανίκητο κύμα της αγάπης να γεμίσει το κενό, να σαρώσει τον φόβο, να σώσει τον κόσμο. Κάπου βρίσκεται η πηγή, ξέρω, πιστεύω ακράδαντα πως υπάρχει κάπου, μα είναι κρυμμένη και δεν τη βλέπω. Μπορεί στη σιγή τη φύσης ή στις απέραντες, έξαλλες, αστραποβόλες πολιτείες του δυτικού κόσμου, μπορεί μες στα μνημεία τω πανάρχαιων πολιτισμών της Ανατολής ή ανάμεσα στους καινούργιους λαούς, μπορεί στη ζούγκλα των τροπικών, μπορεί στις χώρες της οργανωμένης αθεΐας, κάπου τη νιώθω, την ακούω, την προσμένω” (σελ. 454).
Στις ακοές των πολέμων, στους φόβους των καιρών και της ζωής, στον μέγιστο φόβο του θανάτου, στην απουσία νόηματος η αγάπη είναι η απάντηση! Κι αν θέλουμε να βρούμε νόημα ελληνότροπο, αυθεντικό, παράδειγμα βίου που θα μας δώσει ελπίδα οικουμενική, η σπουδή και η βίωση της αγάπης είναι ο μόνος αληθινός δρόμος!

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Βόλος, 26 Αυγούστου 2020