6/6/20

Ο ΜΟΝΤΕΡΝΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ Η ΠΙΣΤΗ ΣΤΟΝ ΤΡΙΑΔΙΚΟ ΘΕΟ

«Καί ν τ συμπληροσθαι τήν μέραν τς Πεντηκοστς σαν παντες μοθυμαδόν πί τό ατό» (Πράξ. 2,1)
«Όταν έφτασε η ημέρα της Πεντηκοστής, ήταν όλοι μαζί συγκεντρωμένοι με ομοψυχία στο ίδιο μέρος» .

                Ο μοντέρνος άνθρωπος θεωρεί την πίστη ως μία κατασκευή αυτών που φοβούνται τον θάνατο, αυτών που δεν θέλουν να διαχειριστούν οι ίδιοι την ελευθερία τους για να μην κάνουν λάθη που θα τους στοιχίσουν στην προοπτική της αιώνιας ζωής, από αυτούς που έχουν ανάγκη να αναφέρονται σε μια ανώτατη Δύναμη και αυθεντία, ώστε να παρηγοριούνται για τις δοκιμασίες  της ζωής, αλλά και να καθοδηγούνται για το τι θα αποφασίσουν. Ο άνθρωπος θέλει να έχει μία αόρατη βοήθεια που να δικαιώνει τις επιλογές του ή να τις κατευθύνει προς την επιτυχία, την ευχαρίστηση, την ευτυχία. Σ’ αυτήν την αντίληψη ο μοντέρνος άνθρωπος αντιτάσσει την ατομική ευθύνη για τη ζωή. Δεν μου χρειάζεται ούτε ο Θεός ούτε η θρησκεία. Μπορώ να έχω τη ζωή μου στα χέρια μου, να νικήσω ή να χάσω με βάση τα δικά μου χαρίσματα, με βάση τις δικές μου επιλογές. Δεν θέλω να με ελέγχει κανείς. Μπορώ να κρίνω τι είναι σωστό και τι είναι λάθος με βάση νόμους και κανόνες που τους ορίζω προσωπικά. Δεν θέλω κανέναν να μου λέει όχι στην εκπλήρωση των επιθυμιών μου, εφόσον δεν κάνω κακό στον άλλο, κυρίως εφόσον δεν του στερώ τη ζωή. Δεν φοβάμαι τον θάνατο, διότι δεν πιστεύω στην αιωνιότητα. Γνωρίζω ότι είναι αναπόφευκτος. Επομένως, ας περάσω όσο καλύτερα μπορώ σ’ αυτήν την ζωή και μετά, τίποτα.
                Είναι ακατανόητη για τον μοντέρνο άνθρωπο η πίστη της Εκκλησίας στον Τριαδικό Θεό. Όταν δεν θέλουμε πατέρα, τον οποίο έχουμε ταυτίσει με την βοήθεια, αλλά και τον έλεγχο της ζωής μας, γιατί να πιστεύουμε σε έναν Ουράνιο Πατέρα, τον οποίο τον διαμορφώνουμε εντός μας και ως εικόνα και ομοίωση του επί γης πατέρα μας; Αν δεν χρειαζόμαστε επίγειο, γιατί να δεσμευτούμε στον ουράνιο; Όταν δεν θέλουμε ως κύρια αξία της ζωής μας την αγάπη που γίνεται θυσία, παραίτηση από την προτεραιότητα του εγώ, κένωση, μοίρασμα, συγχώρηση, νέο ξεκίνημα στην σχέση με τον άλλο, όταν δεν βλέπουμε τον εαυτό μας εν σχέσει, αλλά με γνώμονα το εγώ μας, γιατί να πιστεύουμε στον Υιό που προσέλαβε την φύση μας, την ένωσε με την δική Του και έφτασε μέχρι τον Άδη, μέχρι τον θάνατο, για να εξέλθει νικητής και να μας οδηγήσει στην ανάσταση, από αγάπη; Όταν θέλουμε τα πάντα να τα ερμηνεύουμε με την λογική, το νερό να είναι νερό, το κρασί να είναι κρασί, το ψωμί να είναι ψωμί, το λάδι να είναι λάδι, πώς να πιστεύουμε στο Άγιο Πνεύμα, δηλαδή στον ήχο που γίνεται πύρινη γλώσσα, που δίνει πληρότητα έμπνευσης, γνώσης, αλήθειας, που μας κάνει να ζούμε το μυστήριο της μεταβολής της ύλης σε αγιασμό, σε θεία κοινωνία, σε έλαιο που θεραπεύει και την ίδια στιγμή μας δίνει όχι απλώς δύναμη, αλλά μας κάνει να κοινωνούμε Θεό και να εντασσόμαστε στο σώμα Του που είναι η Εκκλησία, χωρίς να σβήνουμε τον χρόνο και την φθορά, αλλά χωρίς να νικιόμαστε;
                Είναι ακατανόητη για τον μοντέρνο άνθρωπο η πίστη της Εκκλησίας στην ψυχή ως δώρο του Θεού, ως ζώσα πνοή Πνεύματος που δεν μας επιτρέπει απλώς να κινούμαστε, να ζούμε, να επικοινωνούμε, να δημιουργούμε, ακόμη και να γκρεμίζουμε, να αμαρτάνουμε, να σφάλλουμε, αλλά μας δίνει την ευκαιρία να θυμόμαστε την αληθινή μας πατρίδα που είναι ο ουρανός, όντες εικόνες Θεού; Να μπορούμε να φεύγουμε από το σχήμα νους-συναίσθημα-επιθυμία και να πηγαίνουμε στο σχήμα κάθαρση-φωτισμός-θέωση, να βρίσκουμε δηλαδή μέσα από την χάρη και την δική μας μικρή προσπάθεια τον λόγο της ύπαρξής μας;
                Για τον μοντέρνο άνθρωπο η ψυχή είναι η έκφραση του ανθρώπινου εγκεφάλου, από τον οποίο παράγονται τα πάντα, και σταματά να υφίσταται όταν το σώμα του ανθρώπου εκμετρήσει το ζην του. Η ψυχή πρέπει να είναι καλά, δηλαδή να δίνει στον πολύπλοκο άνθρωπο σημάδια ότι τίποτα δεν μπορεί να απειλήσει την ευεξία του, ούτε οι εμπειρίες του, ούτε οι άλλοι, ούτε οι φόβοι του, αλλά μία μόνο προτεραιότητα υπάρχει: «ο εαυτός του». Είναι ακατανόητη η πίστη ότι η ψυχή του δόθηκε για να μπορεί να σχετίζεται, να πορεύεται προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο με τον εαυτό του όχι ως κέντρο, αλλά ως αρχή για μοίρασμα, για προσφορά, για έξοδο, για κένωση. Ότι το δεύτερο δεν αναιρεί το πρώτο, αλλά το βάζει στην προοπτική της συνοδοιπορίας. Ο εαυτός μας αξίζει, αλλά πληρούται όταν εξίσταται εκ των ορίων του διά της αγάπης. Και αυτό δεν είναι εφικτό μέσα από την δύναμη του εγώ, αλλά μέσα από την σχέση με τον Θεό που γίνεται κοινωνία με τον άλλο.
                Αυτό ζούμε στην Εκκλησία διά της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος, το οποίο πάντα τα χορηγεί. Και έρχεται το Πνεύμα όταν οι άνθρωποι νιώθουμε την ανάγκη ομοθυμαδόν να είμαστε στον ίδιο χώρο, αλλά και με την διάθεση της καρδιάς ανοιχτή στην χάρη. Να καταθέτουμε το εγώ μας στο εμείς. Να δίνουμε αυτό που μπορεί ο ένας στον άλλον. Από το χαμόγελο και την υλική προσφορά, από το δάκρυ για τον πόνο του άλλου και για τις αμαρτίες όλων μας, μέχρι την προσευχή, την στήριξη, την παρουσία. Είμαστε εδώ, στην Εκκλησία, είμαστε δεκτικοί της χάριτος του Θεού, δεκτικοί της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος το οποίο πάντα χορηγεί και μας οδηγεί στην αγιότητα, δια των καρπών Του, που έρχονται στην ύπαρξή μας ως δώρο που μας μεταμορφώνει.
                «Ουκ εγκαταλείψεις την ψυχήν μου εις Άδου ουδέ δώσεις τον όσιόν σου ιδείν διαφθοράν. Εγνώρισάς μοι οδούς ζωής, πληρώσεις με ευφροσύνης μετά του προσώπου σου» (Ψαλμ. 15, 8-11). «Δεν θα εγκαταλείψεις την ψυχή μου στον Άδη, ούτε θ’ αφήσει τον άγιό σου να γνωρίσει την φθορά. Μου ‘δειξες τον δρόμο προς την ζωή. Θα με γεμίσεις ευφροσύνη, όταν θα είμαι κοντά σου». Αυτό είναι το μήνυμα της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος στην ζωή της πίστης, στην ζωή της Εκκλησίας, στην ζωή μας. Ότι όλα είναι χάρις. Είναι αγιασμός. Είναι ελπίδα. Ότι ζώντας στον μοντέρνο κόσμο, συγκαταβαίνουμε, αλλά δεν παραδιδόμαστε. Κατανοούμε, αλλά δεν εξαντλούμε αυτό που είμαστε και αυτό που θέλουμε να γίνουμε στο χρονικό παρόν. Και γνωρίζουμε και εμπιστευόμαστε στην ψυχούλα μας ότι έστι Θεός. Κι ας μας απορρίπτουν. Κι ας μας θεωρούν μεθυσμένους.
                «Προωρώμην τον Κύριον ενώπιόν μου διά παντός, ότι εκ δεξιών μου εστιν ίνα μη σαλευθώ. Διά τούτο ευφράνθη η καρδία μου και ηγαλλιάσατο η γλώσσα μου, έτσι δε και η σαρξ μου κατασκηνώσει επ’ ελπίδι» (Ψαλμ. 15, 7-9). «Βλέπω τον Κύριο πάντοτε μπροστά μου, είναι στα δεξιά μου για να με προστατέψει. Γι’ αυτό χαίρεται η καρδιά μου και τραγουδάει η γλώσσα μου. Κι όταν το σώμα μου πάει στον τάφο, θα έχει την ελπίδα συντροφιά».
    
Κέρκυρα, 7 Ιουνίου 2020
Της Πεντηκοστής