«’Επισκέψασθε οὖν,ἀδελφοί, ἄνδρας ἐξ ὑμῶν μαρτυρουμένους ἑπτά, πλήρεις Πνεύματος Ἁγίου καί σοφίας, οὕς καταστήσομεν ἐπί τῆς χρείας ταύτης (τῆς καθημερινῆς διακονίας). Ἡμεῖς δέ τῇ προσευχῇ καί τῇ διακονίᾳ τοῦ λόγου προσκαρτερήσομεν. Καί ἤρεσεν ὁ λόγος ἐνώπιον παντός τοῦ πλήθους» (Πράξ. 6, 4-5)
«Φροντίστε, λοιπόν, αδελφοί, να εκλέξετε απ’ ανάμεσά σας εφτά άντρες με καλή φήμη, γεμάτους από τη σοφία του Αγίου Πνεύματος. Θα ορίσουμε αυτούς να κάνουν αυτό το έργο, κι εμείς θα αφιερωθούμε αποκλειστικά στην προσευχή και στο έργο του κηρύγματος. Μ’ αυτά τα λόγια συμφώνησε όλη η κοινότητα»
Ο ρόλος του λαϊκού στοιχείου στην ζωή της Εκκλησίας είναι ένα ζήτημα που δεν μας έχει απασχολήσει όσο θα έπρεπε. Στην εκκλησιαστική πράξη υπάρχει ένας σαφής, κάποτε και μονοδιάστατος κληρικαλισμός. Αυτό φάνηκε ιδιαίτερα το τελευταίο διάστημα της μεγάλης κρίσης, με την απόφαση της πολιτείας, στην οποία συμφώνησε η Σύνοδος της Εκκλησίας, οι θείες λειτουργίες και οι ιερές ακολουθίες να τελούνται χωρίς την συμμετοχή των ενοριτών, αλλά μόνο με την εκπροσώπησή τους από τον ιεροψάλτη, τον επίτροπο, τον νεωκόρο του ναού, δηλαδή από εκείνους που οι επίσκοποι και ιερείς έχουν επιλέξει ως συνεργάτες τους στο ενοριακό έργο. Βεβαίως, οι συνθήκες δεν επέτρεπαν κάτι διαφορετικό. Το να μη λειτουργήσουν καθόλου οι ναοί θα δήλωνε την απόλυτη τιμωρία και των ιερέων και των πιστών η Εκκλησία να στερεί έστω και την μετοχή των ολίγων στην ζωή της, ένα βαρύτατο επιτίμιο το οποίο θα είχε όμως νόημα μόνο σε περίπτωση που κάποιος προφήτης, όπως ο Ιωνάς, είχε επισκεφθεί τον κόσμο και έχοντας την φωνή του Θεού εντός του, θα διακήρυττε την ανάγκη της παγκόσμια Νινευΐ να μετανοήσει διότι αλλιώς την περίμενε η οργή του Θεού. Και πάλι όμως, η μετάνοια δια της προσευχής και της θείας λειτουργίας θα έπρεπε να καταδειχθεί, εκτός της νηστείας και της συντριβής.
Η αποστολική παράδοση, στοιχεία της οποίας η Εκκλησία έχει επιλέξει να διαβάζονται κατά την πασχάλια περίοδο καθημερινά μέσα από το βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων, επισημαίνει μία μεγάλη αλήθεια. Όταν διεφάνη ότι το ήθος και η εμπειρία της κοινοκτημοσύνης στην πρώτη Εκκλησία δεν μπορούσε ούτε να ισχύσει, αλλά ούτε και να λύσει τα προβλήματα της φτώχειας, της απουσίας ενότητας, της έξαρσης του εθνικιστικού-τοπικού στοιχείου (ο άνθρωπος είναι ατομική οντότητα και στην καλύτερη των περιπτώσεων κοιτάζει αυτούς που αισθάνονται δικοί του, θρησκευτικά και εθνικά, το αίσθημα συλλογικότητας δεν γίνεται παγκόσμιο, οικουμενικό), οι απόστολοι έκαναν κάτι που υπερέβαινε την μέχρι τότε εκκλησιαστική εμπειρία. Ενώ αρχικά ο λαός με αυθορμητισμό ζούσε την παρουσία του Χριστού και εξέφραζε την αγάπη διά της ενότητας στην θεία ευχαριστία και την κοινοκτημοσύνη, χωρίς να χρειάζεται να υπάρξει μία άλλου είδους οργάνωση της εκκλησιαστικής ζωής, οι απόστολοι, διαβλέποντας την κρίση, κάνουν συνέλευση των πιστών, οι οποίοι ονομάζονται με την λέξη «πλήθος». Οι απόστολοι συγκεντρώνουν τους πιστούς, τους ενημερώνουν για το πρόβλημα που αντιμετωπίζουν, που είναι διοικητικό μεν, αλλά στη ουσία έχει να κάνει με τη ανθρώπινη κατάσταση, άμεσα ή έμμεσα να προτάσσονται συμφέροντα, τα οποία γεννούν αδικίες και μεμψιμοιρίες και γογγυσμούς, και ζητούν από τον λαό να εκλέξει επτά διακόνους που θα αναλάβουν τη ν αντιμετώπιση των προβλημάτων της καθημερινότητας, για να επαναφέρουν την ισορροπία και να σταματήσει η αδικία. Οι απόστολοι θα αφιερωθούν αποκλειστικά στην προσευχή, δηλαδή στην τέλεση της θείας λειτουργίας, και στο κήρυγμα, δηλαδή στην διακονία του λόγου. Τα υπόλοιπα είναι υπόθεση των διακόνων, οι οποίοι αρχικά είχαν ως έργο τους την δικαιοσύνη στην οργάνωση της κοινότητας. Οι διάκονοι εκλέχτηκαν από το «πλήθος». Δεν διορίστηκαν από τους αποστόλους. Οι απόστολοι υπάκουσαν στην απόφαση του λαού και χειροτόνησαν, έβαλαν δηλαδή τα χέρια τους επάνω στους επτά διακόνους, και ζήτησαν την χάρη του Αγίου Πνεύματος, εγκαινιάζοντας την χειροτονία των ιερέων, οι οποίοι εκλέγονταν από τον λαό και ήταν άνθρωποι που είχαν την συμμαρτυρία, δηλαδή την έγκριση του λαού ότι αγαπούσαν τον Θεό και ήταν γεμάτοι από τη σοφία του Αγίου Πνεύματος.
«΄Ηρεσεν ο λόγος ενώπιον παντός του πλήθους». Οι απόστολοι τιμούν τον λαό που απαρτίζει την εκκλησιαστική κοινότητα. Τον καλούν σε συνέλευση και του εξηγούν το πρόβλημα. Δεν λειτουργούν στην προοπτική του «αποφασίσαμε», διότι εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με ζήτημα πίστης, αλλά με ζήτημα διαχείρισης της καθημερινότητας της ζωής. Βεβαίως η πίστη διδάσκει την αγάπη και την υπέρβαση κάθε αδικίας. Οι απόστολοι όμως είναι ρεαλιστές. Δεν περιμένουν να αλλάξει «το πλήθος», αφήνοντας το κακό να χρονίσει. Το καλούν να συναποφασίσει στην πρόταση που του απευθύνουν. Οι ηγέτες βρίσκουν λύσεις. Όμως δεν τις επιβάλλουν στανικά. Υπολογίζουν τον λαό τους. Τον ρωτούν. Τον πείθουν. Χωρίς να τον μαλώνουν διότι δεν μπορεί να ανταποκριθεί στην προοπτική της τελειότητας, συγκαταβαίνουν. Δεν τον βλέπουν αφ’ υψηλού. Αφουγκράζονται τους γογγυσμούς του. Και επιλέγουν το μείζον για τους ίδιους που είναι η λειτουργική ζωή και η διακονία του λόγου. Δεν απογοητεύονται επειδή ο λαός δεν τα καταφέρνει. Βρίσκουν λύσεις, που να έρχονται κοντά στα δεδομένα του. Δεν είναι πολιτικοί άρχοντες, αλλά ακολουθούν την πολιτική τέχνη, δηλαδή την οδό του εφικτού. Δεν είναι όμως βασιλείς ή αριστοκράτες ή τύραννοι, ούτε όμως και λαϊκιστές, ευχάριστοι στους ανθρώπους. Είναι συνοδοιπόροι. Κι εδώ βρίσκεται η αγάπη για τον λαό.
«΄Ηρεσεν ο λόγος ενώπιον παντός του πλήθους». Οι απόστολοι πήραν το ρίσκο την εξουσία που τους είχε δώσει ο Χριστός να την μοιραστούν με τον λαό. Να μην λειτουργήσουν ως οι αυθεντίες, οι αλάθητοι, οι παντογνώστες, οι ικανοί για όλα. Ζήτησαν και μοιράστηκαν. Κράτησαν ό,τι ήταν η αποστολή τους. και έβαλαν στην ομορφιά της εκκλησιαστικής διακονίας τον λαό και όσους εξέλεξε. Γνωρίζουμε ότι ο διάκονος Νικόλαος αργότερα υπήρξε ιδρυτής του νικολαϊτισμού, αιρέσεως που πρέσβευε την καταστροφή του σώματος δια του ηδονισμού, δηλαδή δεν τίμησε την πίστη και το αξίωμά του. Οι απόστολοι όμως δεν σκέφτηκαν ότι ο λαός μπορεί να κάνει λάθος επιλογές. Σεβάστηκαν την απόφασή του, δείχνοντας ότι ο Χριστός δίνει ευκαιρίες σε όλους. Δεν λειτούργησαν πατερναλιστικά, ότι δηλαδή «δεν ξέρει ο λαός» και πρέπει να τον προστατεύσουμε. Λειτούργησαν με εμπιστοσύνη και αγάπη, εν γνώσει τους ότι μπαίνουν σε κινδύνους πνευματικούς, εν γνώσει τους ότι θα έπρεπε να διαχειριστούν και άλλες προσωπικότητες, εν γνώσει τους ότι όταν κάποιος αναλαμβάνει ένα αξίωμα, μπορεί να «ψηλώσει ο νους του» και να χάσει τον στόχο του, που είναι η διακονία των ανθρώπων στην σωτηρία και την διαχείριση της εκκλησιαστικής καθημερινότητας και όχι η ατομική του δόξα και προβολή.
«΄Ηρεσεν ο λόγος ενώπιον παντός του πλήθους». Ποιους όμως άκουσαν οι απόστολοι; Αυτούς που συμμετείχαν στην εκκλησιαστική ζωή. Αυτούς που ήταν ενεργά μέλη του σώματος του Χριστού. Αυτούς που λειτουργούνταν, κοινωνούσαν, διακονούσαν τον πλησίον, συμμετείχαν. Αυτών η γνώμη είχε αξία για τους αποστόλους. Οι άλλοι ήταν κατηχούμενοι ή άπιστοι. Δεν τους κάλεσαν ως μέλη του πλήθους. Αν δεν ζεις τη ζωή της Εκκλησίας δεν έχεις λόγο για τα εκκλησιαστικά πράγματα. Μπορεί από έπαρση να νομίζεις ότι δικαιούσαι να εκφέρεις γνώμη για τα πάντα. Όμως για την Εκκλησία η γνώμη σου δεν έχει σημασία στα της ζωῆς της. Έχει σημασία αν διψάς για σωτηρία και αλήθεια.
«΄Ηρεσεν ο λόγος ενώπιον παντός του πλήθους». Η κρίση άρχισε να ξεκαθαρίζει ποιοι ανήκουμε στο «πλήθος» της εκκλησιαστικής κοινότητας. Ο πόλεμος που δέχτηκε και δέχεται η Εκκλησία μας καλεί να ξεκαθαρίσουμε αν είμαστε όντως ενεργά μέλη της. Αν κοινωνούμε επειδή το πιστεύουμε. Ακόμη κι αν μέσα μας έχουμε αδυναμία ως προς την πίστη, αν μπορούμε να σεβαστούμε την αλήθεια της Εκκλησίας, η Εκκλησία μας δέχεται. Άλλωστε ο Χριστός δεν έδιωξε τον Πέτρο ο οποίος ολιγοπίστησε, ούτε τον Θωμά, ούτε απέφυγε να επισκεφθεί αναστημένος τους μαθητές Του επειδή αυτοί Τον εγκατέλειψαν στον σταυρό. Οι μαθητές όμως παρέμειναν συνηγμένοι, έστω και διά τον φόβον των Ιουδαίων. Παρέμειναν στη εκκλησιαστική κοινότητα. Δεν σκόρπισαν. Δεν έμεινε ο καθένας με την άποψή του, αλλά μαζί, περίμεναν την Ανάσταση το τι μέλλει γενέσθαι. Αλλά το να θέλουμε να έχουμε άποψη για τα εκκλησιαστικά με βάση την ολιγοπιστία μας, ή ακόμα χειρότερα χωρίς να πιστεύουμε, είναι κάτι που η Εκκλησία δεν μπορεί ούτε να το αποδεχτεί ούτε να το λάβει υπόψιν της. Εμπίπτει στην απολογητική της η άποψή της, κι αν χρειάζεται. Ας θυμηθούμε τον υμνωδό: «ου μη γαρ τοις εχθροίς σου το μυστήριον είπω». Τι να συζητήσεις με όσους ο Χριστός δεν είναι το νόημα της ζωής τους;
«΄Ηρεσεν ο λόγος ενώπιον παντός του πλήθους». Η ευθύνη των ποιμένων της Εκκλησίας σήμερα είναι όχι μόνο να κοινωνούν και να κατηχούν τον λαό του Θεού, αλλά και να τον εμπιστεύονται. Να συζητούν, είτε κατά πρόσωπον είτε με όποιον τρόπο η εποχή μας επιτρέπει. Να τον ενεργοποιούν. Η κρίση καταδεικνύει ότι οι επίσκοποι και οι ιερείς δεν μπορούν να λειτουργήσουν τους ναούς χωρίς συνεργάτες που να έχουν κύρος στον λαό. Είναι καιρός οι ενορίες να προτείνουν, να εκλέγουν ή, έστω, να επιδοκιμάζουν αυτούς που αναλαμβάνουν διακονίες στην εκκλησιαστική καθημερινότητα. Δεν μπορεί η ποιμαίνουσα Εκκλησία να αρνείται να ακούσει τον λαό. Να τον θεωρεί ως μη γνωρίζοντα. Ο επίσκοπος χρειάζεται να οργανώσει κληρικολαϊκές συνελεύσεις στην επισκοπή του. Να πηγαίνει στην Ιεραρχία έχοντας στην καρδιά του την γνώμη του λαού του για όσα θέματα απασχολούν την εκκλησιαστική καθημερινότητα, ακόμη κι αν ο ίδιος έχει άλλη γνώμη. Ας καλλιεργήσει τον λαό του. Ας τον πείσει. Ο επίσκοπος δεν είναι αριστοκράτης, αλλά επικεφαλής του λαού του. Του πλήθους που ζει την εκκλησιαστική ζωή. Το ίδιο και ο κληρικός στην ενορία του. Ας βγούμε σοφότεροι από την κρίση. Είναι ένα μεγάλο μήνυμα από τον Θεό!
Χριστός Ανέστη!
Κέρκυρα, 3 Μαΐου 2020
Των Μυροφόρων