«πάντοτε τήν νέκρωσιν τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι περιφέροντες, ἵνα καί ἡ ζωή τοῦ Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι ἡμῶν φανερωθῇ» (Β’ Κορ. 4, 10)
«Συνεχώς υποφέρουμε σωματικά μετέχοντας έτσι στον θάνατο του Κυρίου Ιησού, για να φανερωθεί στο πρόσωπό μας η ζωή του αναστημένου Ιησού»
Όταν διαβάζουμε τις επιστολές του Αποστόλου Παύλου, διαπιστώνουμε ότι τα λόγια του ελάχιστη σχέση έχουν με την δική μας ζωή. Βεβαίως δεν είναι μόνο λόγια. Είναι έκφραση εμπειριών. Όταν τον ακούμε να αναφέρει στους Κορινθίους ότι υποφέρει σωματικά, για χάρη του Ευαγγελίου, δεν έχει σταθερό τόπο διαμονής, δεν λογαριάζει τις κακουχίες του σώματος, δεν σταματά μπροστά στην δύναμη του κακού, το οποίο διά των ανθρώπων, αλλά και διά των ασθενειών, τον βασανίζει, και δηλώνει ότι με τον σωματικό κόπο μετέχει στον θάνατο του Κυρίου Ιησού, ο καθρέφτης, αν στραφεί προς εμάς, μας ελέγχει με δριμύτητα. Δεν είναι αν έχουμε φιλοδοξία να μοιάσουμε τον απόστολο στην ζωή μας. Κάτι τέτοιο προφανώς και είναι υπερβολή. Έχει να κάνει με την απόφασή μας να δυσκολέψουμε λίγο την ζωή μας, όχι από ένα μαζοχιστικό κριτήριο να αποδείξουμε στον Θεό ότι μπορούμε, αλλά από αγάπη για τον Θεό.
Και το δυσκόλεμα της ζωής μας έχει να κάνει πρώτα με την τήρηση των εντολών, δηλαδή την προσευχή και την νηστεία. Χρόνος και κόπος χαρακτηρίζουν αυτές τις δύο εντολές. Η νηστεία θέλει έξοδο από την ευκολία. Θέλει ένα αίσθημα πείνας, ένα αίσθημα στέρησης και όχι μόνο ως προς την τροφή. Το ίδιο και η προσευχή. Θέλει χρόνο, που γίνεται έκφραση καρδιάς. Την ίδια στιγμή ο απόστολος μας προτρέπει να βγαίνουμε από τον ρυθμό της ζωής χάριν του Ευαγγελίου. Το να επικοινωνήσουμε με ανθρώπους που έχουν δίψα για την αλήθεια είναι αγάπη. Το να επικοινωνήσουμε όμως με τους δικούς μας ανθρώπους που δεν προλαβαίνουμε ή δεν θέλουμε να μιλήσουμε, να ακούσουμε, να μοιραστούμε με κατανόηση ό,τι τους βασανίζει ή ό,τι θα έπρεπε να τους ενδιαφέρει κι εμείς δεν το πράττουμε επειδή έχουμε το πρόγραμμά μας, είναι ένας τρόπος τον οποίο ουδόλως τον προσέχουμε. Προσευχή, νηστεία, κοινωνία με τον πλησίον είναι εκφράσεις της μεγίστης των εντολών του Χριστού: της αγάπης, τόσο προς τον Θεό όσο και προς τον πλησίον.
Συχνά οι χριστιανοί ζούμε μία ψευδαίσθηση προς δύο κατευθύνσεις: η μία είναι ότι η ζωή του Ευαγγελίου ανεβάζει τον πήχυ πολύ ψηλά για μας, με αποτέλεσμα να περνάμε από κάτω. Επομένως, κάνουμε ό,τι μπορούμε, κυρίως τα τυπικά, και είμαστε κι ευχαριστημένοι. Από την άλλη, βάζουμε υψηλούς στόχους πνευματικούς και επειδή με την βοήθεια του Θεού κάνουμε κάποια βήματα ή επειδή έχουμε χαρίσματα, τα οποία καρποφορούν, νομίζουμε πως έχουμε προχωρήσει πνευματικά, υψηλοφρονούμε. Στην πνευματική ζωή δεν ισχύει το «αυτό δεν είναι για μένα», αλλά ούτε και το «επειδή έχω πετύχει αυτά». Στην πνευματική ζωή ισχύει η πάλη να φανερώνεται στο πρόσωπό μας η ζωή του αναστημένου Χριστού: η χαρά, η συγχώρεση, η αγάπη, η απόφαση να μοιραζόμαστε την ζωή μας με τους άλλους, όπως έκανε ο Χριστός με τους μαθητές Του, ιδίως μετά το Πάσχα, η βαθιά πίστη που κάνει τις κεκλεισμένες θύρες να ανοίγουν, η εργασία όπως στην Τιβεριάδα μαζί με την συνεχή προσμονή του Κυρίου!
Κάθε στιγμή στην ζωή μας είναι ευκαιρία ανάνηψης. Είναι ευκαιρία ενός καινούργιου ξεκινήματος, με επίγνωση ότι ο Χριστός είναι το κέντρο της ζωής μας και ότι όλα προϋποθέτουν την μετοχή μας στο σώμα του Χριστού, στην Εκκλησία. Ότι χρειάζεται κόπος, έξοδος από την ασφάλειά μας, εργασία πνευματική και συνάντηση με τους ανθρώπους στους οποίους αντανακλούμε το δοθέν ημίν φως! Και είναι μοναχικός αυτός ο δρόμος επί της ουσίας! Το κλίμα της ζωής δεν επιτρέπει πολλά. Κι ο λίγος κόπος όμως ευλογείται!