Χρειαζόμαστε ηγέτες στην Εκκλησία; Ο επίσκοπος είναι διοικητής ή ηγέτης ή και τα δύο; Ο ιερέας είναι ο διάκονος όλων, ο διοικητής του οργανισμού της ενορίας, ο ηγέτης που εμπνέει και δίνει όραμα ή ο ταπεινός άνθρωπος που προσπαθεί να διδάξει με την προσευχή και την απλότητά του τους πιστούς; Στα μοναστήρια ο ηγούμενος ή η ηγουμένη έχει οριστεί ή εκλεγεί για να διαχειρίζεται την καθημερινότητα των μοναχών και να επιβάλει κανόνες ή να λειτουργεί ως ηγεσία πατρότητας/ μητρότητας που ωθεί στην σωτηρία; Τι είδους ανθρώπινοι τύποι, πέρα από την κλήση της ιερωσύνης, εμφανίζονται στην εκκλησιαστική ζωή; Ποια μοντέλα ηγεσίας συναντούμε; Ποια είναι η σχέση του εκκλησιαστικού χώρου με κάθε συστημικό χώρο (οικογενειακό, εργασιακό, κρατικό, αθλητικό κτλ.);
Το βιβλίο «Σώμα θαμμένο και ζωηφόρο» (εκδ. ΑΡΜΟΣ) του π. Βασιλείου Θερμού, ο οποίος έχει εργαστεί πολύ τα τελευταία χρόνια στον τομέα τόσο της ποιμαντικής όσο και του προβληματισμού για την εκκλησιαστική ζωή και πραγματικότητα, με γόνιμες και ουσιαστικές επισημάνσεις και προτάσεις, που έχουν προκαλέσει διάλογο, απευθύνεται σε όλους όσους θεωρούμε την Εκκλησία σπίτι μας. Ακόμη κι εκείνοι οι οποίοι νομίζουν ότι όλα στην Εκκλησία είναι καλώς καμωμένα, διότι ο Θεός την κρατά αδιάπτωτη στους αιώνες και οι άνθρωποι που είναι μέλη της αποτυγχάνουν προσωπικά και όχι ως σώμα, όλοι όσοι ομνύουν στην διατήρηση του status quo, θα ωφεληθούν εάν διαπιστώσουν, διαβάζοντάς το, ότι η Εκκλησία είναι ένας οργανισμός όπως όλοι οι άλλοι αναφορικά με το κάλεσμά της στους ανθρώπους, καθώς δεν εξαιρεί κανέναν από δυνητικό μέλος της και γι’ αυτό αναπτύσσονται εντός της χαρίσματα και παθογένειες όπως σε όλους τους συστημικούς χώρους. Η μελέτη του δείχνει ότι η δική μας ανεπάρκεια δεν μπορεί βεβαίως να μολύνει την αγιότητα του σώματος του Χριστού, διότι η κεφαλή μάς αγιάζει, ωστόσο γεννά αγκάθια και τριβόλια, τα οποία προκαλούν παραπικρασμούς και πλήθος εμποδίων στην σωτηρία. Η μελέτη του βιβλίου μας θέτει προ των ευθυνών μας, να ξαναδούμε πώς μπορούμε, αφού προβληματιστούμε, να θέσουμε κριτήρια υγείας όχι μόνο διά της μετανοίας, αλλά και διά της αναπτύξεως αντιβάρων λογοδοσίας, τα οποία θα προστατεύουν το σώμα από κακούς ηγέτες και κακούς διοικητές,.
Ο π. Βασίλειος αποφεύγει να αποδώσει στον διάβολο τις δικές μας ανεπάρκειες. Η ανθρωπότητα, από την διήγηση του Αδάμ και της Εύας, έχει την τάση να μεταφέρει την ευθύνη για τις επιλογές της αυτοθέωσης στο πνεύμα του πονηρού. Είναι αυτονόητο ότι ο διάβολος προσθέτει στα δικά μας υποστρώματα. Δεν αρκεί όμως ως απάντηση για τα προβλήματα. Το σώμα της Εκκλησίας θάπτεται στους σταυρούς, τον θάνατο του σπόρου, τον θάνατο της απογοήτευσης, ωστόσο ανασταίνεται, διότι δεν είναι αποκομμένο από τον Χριστό. Και γι’ αυτό το βιβλίο είναι έκφραση ελπίδας. Ταυτόχρονα, όμως, όπως αναφέρει κλείνοντας, χρησιμοποιώντας τον λόγο του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου: «όταν εμείς καταθέτουμε όσα μας αναλογούν, τότε πλούσια θα απολαύσουμε και την συνέργεια του Θεού. Ούτε το παν συντελείται από την άνωθεν βοήθεια, αλλά πρέπει και εμείς να συνεισφέρουμε. Ούτε πάλι απαιτεί από εμάς όλα, γνωρίζοντας πόσο μεγάλη είναι η αδυναμία μας, αλλά με την δική Του φιλανθρωπία ψάχνει να βρει αφορμή από την δική μας συμβολή ώστε να επιδείξει την φιλοτιμία Του» (σελ. 177).
Παρουσιάζουμε μερικές από τις εξαιρετικές επισημάνσεις του συγγραφέα, τις οποίες δεν διστάζει να τις συνοδεύσει από πλήθος παραδειγμάτων εκ της εκκλησιαστικής ζωής και πραγματικότητας, προσθέτοντας και τις δικές του κρίσεις.
«Η ιστορία των ανθρώπων είναι περισσότερο η ιστορία των συναισθημάτων τους παρά η ιστορία τω ιδεών τους. Έχουμε παραμελήσει τον μεγάλο άγνωστο, τα συναισθήματα, δίνοντας μέχρι τώρα έμφαση στις θεολογικές αντιλήψεις και στις αποφάσεις που ελαύνονται από την βούληση» (σελ. 19)
«Υγεία του οργανισμού μπορεί να θεωρηθεί η ικανότητά του να αποτιμά με ακρίβεια αν οι αρχικές υποθέσεις του για την σχέση του με το περιβάλλον συνεχίζουν να είναι ακριβείς καθώς τόσο ο οργανισμός όσο και το περιβάλλον εξελίσσονται. Ο οργανισμός καλείται να αναπτύξει τις ικανότητες α. ν αποκτά έγκυρες πληροφορίες β. να τις διαβιβάζει στα κατάλληλα σημεία του οργανισμού γ. να κάνει τους αναγκαίους μετασχηματισμούς στην στρατηγική, τους στόχους και τα μέσα δ. να μετρά τα αποτελέσματα. Με άλλα λόγια, η Εκκλησία, για να είναι όντως Εκκλησία, χρειάζεται να επικοινωνεί σωστά και με τον κόσμο που την περιβάλλει και με το εσωτερικό της, με εφόδιο τον ρεαλισμό, δηλαδή αποφεύγοντας να ζη στον δικό της κόσμο» (σελ. 23).
Ο συγγραφέας στέκεται κριτικά έναντι της αντίληψης ότι οι χριστιανοί δεν πρέπει να έχουν άγχος. Επισημαίνει ότι στην καθημερινότητα της εκκλησιαστικής ζωής, στις σχέσεις και τα συναισθήματα των ανθρώπων που αποτελούν τόσο την διοίκηση όσο και τα μέλη της ενορίας, της μονής, της επισκοπής, συναντούμε (σελ. 50) «άγχος που μεταδίδεται και πολλαπλασιάζεται όπως και ο ιός, αναζητώντας ένα κύτταρο- ξενιστή για να αναπαραχθή. Τέσσερις τέτοιοι ιοί είναι δυνητικά τοξικοί και έχουν την δύναμη να μετατρέψουν ένα ποίμνιο σε καυτή ζώνη άγχους: τα μυστικά (κουτσομπολιό, ψίθυροι), οι κατηγορίες (ενοχοποιήσεις, εξεύρεση λαθών των άλλων), τα ψέματα (οι εξαπατήσεις) και η τριγωνοποίηση (μεταφορά του φορτίου είτε των σκέψεων και των συναισθημάτων είτε της ευθύνης αλλού). Οι υπεύθυνοι ζούνε έντονα το άγχος που προέρχεται από αυτές τις καταστάσεις, αλλά και όλοι μας σε κάθε σχέση.
Για τον π. Βασίλειο προϋποθέσεις αυθεντικής εκκλησιαστικής ηγεσίας, μεταξύ άλλων, είναι οι εξής: α. η μεσολαβητική επίλυση συγκρούσεων μεταξύ των μελών β. η αποφυγή δημιουργίας κλίκας, η οποία χαρακτηρίζεται από κάποιου βαθμού αποκλειστικότητα υπονομεύοντας έτσι την καθολικότητα της Εκκλησίας γ. η επίγνωση ότι η εκκλησιαστική κοινότητα, όπως και κάθε ομάδα, μας κρατά υποστηρικτικά (holding) ως προς τον έξω κόσμο, μας προστατεύει και μας δίνει σχήμα όπως η αγκαλιά της μητέρας και μέσα από αυτό το κράτημα το μέλος λαμβάνει ταυτότητα, άρα ο ηγέτης οφείλει να δείχνει αγάπη και στήριξη στα μέλη που είναι επικεφαλής δ. η λελογισμένη χρήση της γραφειοκρατίας, η οποία ενώ προστατεύει τον οργανισμό από τις χειρότερες συνέπειες της ανωριμότητας των μελών του, εντούτοις τον αποπροσωποποιεί και λειτουργεί καταστροφικά για τις σχέσεις των μελών του ε. η σύνδεση της αλήθειας με την αγάπη και η κυοφορία της αγάπης στις σχέσεις των ανθρώπων στ. η υπέρβαση του φόβου για αλλαγές ζ. η δέσμευση (συναισθηματική και διανοητική αφοσίωση) στην Εκκλησία και η δημιουργικότητα η. η διαδικασία της αυτοκριτικής και της μάθησης, που μας κάνει να μαθαίνουμε συνεχώς θ. η συνοδικότητα η οποία επιτρέπει την συνύπαρξη, η λογοδοσία και το ενδιαφέρον για την γνώμη των άλλων ι. η αυταπάρνηση, η άρνηση να ιδιοποιηθεί την θέση του για να ικανοποιήσει ατομικούς σκοπούς.
Εξαιρετική είναι η διάκριση ανάμεσα στους ηγέτες και τους διοικητές: «διοικητές είναι οι άνθρωποι που κάνουν τα πράγματα σωστά, ενώ ηγέτες είναι εκείνοι που κάνουν τα σωστά πράγματα. Η καλή διοίκηση δεν είναι ηγεσία και η κακή ηγεσία δεν είναι διοίκηση. Ηγεσία είναι η διαχείριση του νοήματος και η ικανότητα να διαπλάθει τον τρόπο που οι υφιστάμενοι αντιλαμβάνονται τα πράγματα, να προκαλεί συναισθήματα, να εμπνέει προορισμούς» (σελ. 108,109,115). «Καλή ηγεσία είναι η ερμηνεύουσα ηγεσία, αυτή που μπορεί να δώσει νόημα στην ζωή των πιστών βλέποντας τις δυσκολίες και τις αμφιθυμίες της, όπως επίσης και των εκκλησιαστικών στελεχών. Η καλή ηγεσία προάγει την αυτογνωσία τω υφισταμένων και τους βοηθά να ωριμάσουν. Οι καλοί ηγέτες οδηγούν ερμηνεύοντας τα άγχη των υφισταμένων τους με τέτοιον τρόπο, ώστε να τους πείσουν ότι μπορούν να ζήσουν σύμφωνα με τα υψηλότερα ιδανικά τους, τα οποία εκφράζονται σε ό,τι ο Freud ονόμασε ιδεώδες του εγώ. Οι κακοί ηγέτες χαμηλώνουν το ιδεώδες του εγώ ώστε να συναντήσει τον απελπισμένο εαυτό» (σελ. 168)
Υπάρχουν τέσσερα είδη ηγεσίας: α. η προσανατολισμένη στο αντικείμενο (ο ηγέτης πρέπει να νικήσει μέσα από το έργο) β. η προσανατολισμένη στα πρόσωπα (προτεραιότητα για τον ηγέτη έχουν οι ανησυχίες και τα συναισθήματα τω προσώπων) γ. η παθητική ανάμιξη (κίνητρο είναι η ασφάλεια του ηγέτη, να μην κατηγορηθεί για κάτι, με αποτέλεσμα συχνά ο ηγέτης να οδηγείται στην απραγία) δ. η ολοκληρωτική ανάμιξη (ηγέτες που εμπλέκονται σε όλα τα έργα, δίνουν έμφαση στα πρόσωπα και στους στόχους, είναι ευέλικτοι, ξέρουν να ακούν, αγωνίζονται για συμφωνίες και αγάπη).
Στην εκκλησιαστική πραγματικότητα κάθε εποχής υπάρχουν οι υπερδραστήριοι ηγέτες, αυτοί που θέλουν να αφήσουν την προσωπική τους σφραγίδα στα εκκλησιαστικά έργα (κυρίως οικοδομικά), διότι έτσι πιστεύουν σε μία αυταπάτη αθανασίας, κάτι που έχει ιδιαίτερη ανάγκη ένας ψυχισμός στην μέση ηλικία όταν βιώνει το άγχος του θανάτου. Υπάρχουν ηγέτες κλεισμένοι πίσω από γραμματείς και κλειστές πόρτες, απρόσιτοι, πιθανόν πρόσωπα που αγχώνονται με την εγγύτητα των σχέσεων. Υπάρχουν ηγέτες ψυχαναγκαστικοί- συγκεντρωτικοί ή απλώς χαοτικοί, οι οποίοι ενώ αναθέτουν πλήρη εξουσία στους υφισταμένους τους, κατόπιν κάνουν πράγματα που υπονομεύουν την αυθεντία τους, αλλάζοντας γνώμη διαρκώς, επειδή ενδιαφέρονται για την δημόσια εικόνα τους πολύ, με αποτέλεσμα να μην αντιλαμβάνονται ότι έτσι τρελαίνουν και εκθέτουν τους συνεργάτες τους. Υπάρχουν τέλος, ναρκισσιστές ηγέτες, οι οποίο διαρκώς αναζητούν τον θαυμασμό των άλλων. Ικανοί υφιστάμενοι αντιμετωπίζονται ως απειλή. Αδυνατούν να αξιολογήσουν εαυτούς και αλλήλους, δεν ζητούν εύκολα τις γνώμες των άλλων και δεν μπορούν να μπούνε στην θέση τους. Οι ναρκισσιστές είναι συχνά και λαϊκιστές!
Υπάρχουν όμως και οι ώριμοι ποιμένες, αυτοί που συμπαρασύρουν το εκκλησιαστικό σώμα προς την ωριμότητα!
Για τον συγγραφέα χρειάζεται η θεσμική Εκκλησία να ξαναδεί τον τρόπο εκλογής των επισκόπων, να εκπαιδεύσει τα μελλοντικά στελέχη της στο ζήτημα της ηγεσίας, όπως και της διοίκησης. Ένας οργανισμός χρειάζεται να μεριμνά για όλες τις πτυχές της ζωής και της καθημερινότητας. Όμως χωρίς ηγεσία που θα μεριμνά για τα συναισθήματα των ανθρώπων, θα εμπνέει νόημα μέσα από την πίστη, θα λειτουργεί εξατομικευμένα αλλά και με συνοδικότητα, ο εκκλησιαστικός οργανισμός θα πορεύεται προς τον μαρασμό, συμπαρασύροντας το σώμα.
Διαβάζοντας το βιβλίο συνειδητοποιήσαμε ξανά την ανάγκη η Εκκλησία να κατανοήσει ότι δεν ωφελεί να μένει αποκλειστικά στο χτες, να μην αποδέχεται ότι ορισμένα από τα στοιχεία της θέσης της στην κοινωνία έχουν απωλεσθεί και να παλεύει να ξαναγυρίσει τον κόσμο εκεί που ήταν, αν ήταν. Χρειάζεται να προσλάβει τον κόσμο και να τον μεταμορφώσει στην οδό της Βασιλείας και όχι να τον πάει πίσω. Η ταυτότητά μας, χωρίς να αφήνει πίσω τα στοιχεία της παράδοσης, χρειάζεται να προλάβει το μέλλον, εάν θέλει να βλέπει τον Χριστό ως χθες και σήμερον τον αυτόν και εις τους αιώνας!
Οι άνθρωποι μέσα στην εκκλησιαστική ζωή καλούμαστε να ακολουθήσουμε την οδό της μετάνοιας και της αγιότητας. Για να γίνει όμως αυτό, εκτός από την θεραπευτική της παράδοσής μας, η οποία, είτε το συνειδητοποιούμε είτε όχι, συναντά έντονα θέσεις και της σύγχρονης επιστήμης, ιδίως στο ζήτημα του «εγώ», χρειάζεται να αξιοποιήσουμε στοιχεία του καιρού μας που μας βοηθούν να συζητήσουμε με το σήμερα. Το αίσθημα της αυτάρκειας δεν βοηθά πλέον! Η αλλαγή ξεκινά από μέσα μας και εντός μας χτίζονται οι ηγέτες, οι οποίοι θα κάνουν την υπέρβαση! Δεν φτάνουν οι χρήσιμοι κάποτε, αλλά διαχειριστές διοικητές!
Κέρκυρα, 10 Σεπτεμβρίου 2019