Η λογοτεχνία έχει αξία, πέραν της καλλιέργειας της γλώσσας, για την γοητεία της αφήγησης, με την οποία μας ευχαριστεί και μας προβληματίζει. Η λογοτεχνία, είτε ποίηση είτε πεζογραφία, δεν είναι τίποτε άλλο παρά η καταγραφή ιστοριών, προσωπικών ή φανταστικών. Το τάλαντο του λογοτέχνη μας προκαλεί να δούμε τον εαυτό μας μέσα από αυτές τις ιστορίες, να καθρεφτιστούμε, να βρούμε απαντήσεις στα δικά μας, κυρίως στις σχέσεις μας και σε κάθε τι που δίνει ή αφαιρεί νόημα, που δίνει ή που απομακρύνει από την δυνατότητα της ταυτότητας. Αν διαβάσουμε μερικά τέτοια νοήματα, τα οποία εμπεριέχονται σε ιστορίες καθημερινών ανθρώπων, άλλοτε ξεχωριστών και άλλοτε συνηθισμένων, δεν μπορεί παρά να πούμε ότι κάπου μας αφορούν.
«Η μόνη περίπτωση να βρεις ό,τι έχεις χάσει, είναι να μείνεις εκεί ακριβώς που βρίσκεσαι, στο συμφωνημένο μέρος. Το θέμα είναι πόσο μπορείς να περιμένεις»- σελ. 23 (αναφορά στον γάμο και στην κρίση του, στην ανάγκη να μένουμε όσο μπορούμε στον γάμο, αρκεί να υπάρχει από κοινού συμφωνία και όχι η ευκολία της φυγής)
«Μαζί της είχε διαμορφώσει την ταυτότητά του. Αν εκείνη δεν τον αναγνώριζε πια, τότε ποιος ήταν στ’ αλήθεια;» -σελ. 33 (η ταυτότητα του ανθρώπου διαμορφώνεται μέσα από την σχέση με τον άλλον. Κανείς δεν αποκτά ταυτότητα μένοντας μόνος του, ά-σχετος, εγωκεντρικός)
«Η συγγραφή είναι αντίληψη του πόνου που μεταστοιχειώνεται» -σελ. 52 (γράφοντας , μεταστοιχειώνεις τον πόνο σου, τον εκφράζεις, τον μοιράζεσαι, τον κάνεις αφετηρία δημιουργικότητας, δεν κλείνεσαι)
«Όταν κοίταζες έναν Ιρλανδό, έβλεπες αποτυπωμένους πάνω του αιώνες βροχής και τόνους σάπιας πατάτας...δεν μπορούσε να διαχειριστεί την θεμελιώδη ανωνυμία της Αμερικής» - σελ. 52-53 (ο άνθρωπος ανήκει, έχει πατρίδα, έχει τόπο, έχει στοιχεία που τον κάνουν συνεχιστή μιας παράδοσης, δεν μπορεί να υπάρξει ανώνυμος, άγνωστος, αδιάφορος- καταπληκτικό σχόλιο στην ομοιομορφία της μαζοποίησης και της παγκοσμιοποίησης)
«Το να μπορείς να ακούς το είδος της κλασικής μουσικής που ονομάζεται ‘συμφωνία’ προϋποθέτει μια μορφή πειθαρχίας, ένα είδος ασκητισμού, μια προσωρινή εξορία του εγώ και της έκφρασής του» - σελ. 64 (η συμφωνία είναι πλήθος οργάνων, είναι σύνολο, όχι μία μελωδία ή ένα όργανο, για να ζήσεις ή για να ανεχτείς το σύνολο, την συλλογικότητα, την κοινωνία, χρειάζεται έξοδος από το εγώ κα την ατομικότητα, έστω και προσωρινά, ας σκεφτούμε την οικογένεια, την σχολική τάξη, την κοινότητα, την ενορία, την αθλητική ομάδα)
«Υπάρχει μια πλευρά του εαυτού μας που βρίσκεται σε ύπνωση, περιμένει τις κατάλληλες συνθήκες για να ενεργοποιηθεί» - σελ. 74 και «υπάρχει κάτι το απεριόριστο με το όνομα δυνατότητα και κάτι άλλο εξίσου χρήσιμο με το όνομα πιθανότητα» - σελ. 144 (ας μην θεωρούμε ποτέ δεδομένο ότι ξέρουμε τον εαυτό μας, ότι δεν αντέχουμε εναλλαγές ζωής και δοκιμασίας, ότι έχουμε όρια, ο εαυτός μας μπορεί να μας εκπλήξει, γιατί όχι εάν επικαλεστούμε την δύναμη που ονομάζεται ΠΙΣΤΗ)
«Η επιτυχία σε απομακρύνει από τα οικεία, ενώ η αποτυχία σε καταδικάζει να μένεις σ’ αυτά» - σελ. 75 (η επιτυχία σε κάνει να ανοίγεις τα πανιά σου, να φεύγεις από όσα θεωρείς δεδομένα, σου ανοίγει την όρεξη να χτίσεις, ενώ η αποτυχία σε καθηλώνει)
«Στις ζωές των άλλων σχολιάζουμε την δική μας» -σελ. 84 (μεγάλη αλήθεια, που κάποτε μας παρηγορεί ή μας κάνει να ζηλεύουμε και να απελπιζόμαστε, πάντως ο άνθρωπος που θέλει να βρει νόημα στην ζωή του έχει τα μάτια του ανοιχτά στις ζωές των άλλων. Αν καταφέρει να μην κατακρίνει και απορρίπτει ανθρώπους, αλλά κρίνει μόνο τρόπους, τότε έχει βρει τον δρόμο)
«Ένας από τους ορισμούς της αγάπης την χαρακτηρίζει ως την πίστη σε κάτι που μόνο δύο άνθρωποι μπορούν να δουν, το κοινό τους παραμύθι. Τα δύο αδέρφια έχασαν την σχέση. Ήταν αδύνατο να μην βλέπει κανείς αυτή την μετακίνηση από την αγάπη στα γεγονότα σαν τον καθρέφτη των όσων συνέβαιναν στο σπίτι μας εκείνη την εποχή. Το πιο εντυπωσιακό ήταν η παντελής αδυναμία τους να ξαναβρούν την παλιά τους οικειότητα. Ήταν λες και όλα τα εντός είχαν μεταφερθεί εκτός, κομμάτι κομμάτι, σαν τα έπιπλα που τα βγάζεις από το σπίτι και τ’ αφήνεις στο πεζοδρόμιο. Και ήταν πάρα πολλά, επειδή όσα πριν ήταν αόρατα, τώρα είχαν γίνει ορατά. Όσα πριν ήταν χρήσιμα, τώρα είχαν γίνει περιττά. Ο ανταγωνισμός τους ήταν σε ακριβή αναλογία με την πρότερη αρμονία τους, αλλά ενώ η αρμονία ήταν άχρονη και αβαρής, ο ανταγωνισμός καταλάμβανε και χρόνο και χώρο. Το άπιαστο έγινε χειροπιαστό, το χιμαιρικό έγινε συγκεκριμένο, το ιδιωτικό έγινε δημόσιο: όταν η ειρήνη γίνεται πόλεμος, όταν η αγάπη μετατρέπεται σε μίσος, κάτι καινούργιο γεννιέται στον κόσμο, μια δύναμη από ατόφιο θάνατο. Αν πιστεύουμε πως η αγάπη είναι αυτή που μας κάνει αθάνατους, το μίσος είναι ακριβώς το αντίθετο. Και είναι εντυπωσιακή η ποσότητα των λεπτομερειών με τις οποίες καταπιάνεται, το πώς δεν αφήνει τίποτε ανέγγιχτο. Πάλευαν να αποδεσμευτούν, ωστόσο τους ήταν αδύνατο ν’ αφήσουν ο ένας τον άλλο στην ησυχία του. Καβγάδιζαν για τα πάντα, λογομαχούσαν ακόμη και για το σε ποιον ανήκε το πιο ασήμαντο αντικείμενο, εξαγριώνονταν με την παραμικρή κουβέντα που τόλμαγε να αρθρώσει ο άλλος, κι όταν τελικά οι λεπτομέρειες τους έβγαζαν εκτός εαυτού, τότε ξέσπαγαν σε σωματική βία, το ξύλο και οι νυχιές πήγαιναν σύννεφο. Κι αυτό φυσικά τους ξαναγύριζε πίσω στην παράνοια της λεπτομέρειας, επειδή η σωματική βία συνεπάγεται τις παρατεταμένες διαδικασίες της απόδοσης δικαιοσύνης και της επιβολής του νόμου. Έπρεπε να αναλυθεί καταλεπτώς όλη η ιστορία για το ποιος έκανε τι σε ποιον, αν και ούτε αυτό τους ικανοποιούσε. Βασικά επιδείνωνε τα πράγματα, επειδή έδειχνε να υπόσχεται μια λύση που δεν ερχόταν ποτέ. Όσο περισσότερο ξεκαθάριζαν οι επιμέρους λεπτομέρειες, τόσο εντονότερη και πιο ουσιαστική γινόταν η σύγκρουση. Πάνω απ’ όλα, ο καθένας τους διεκδικούσε για λογαριασμό του την απόλυτη δικαίωση, όμως δεν ήταν δυνατόν να καταλογιστεί ολόκληρη η ευθύνη μόνο στον έναν από τους δύο. Τελικά συνειδητοποίησα ότι καμιά διαφορά τους δεν μπορούσε να λυθεί, τουλάχιστον όχι στο μέτρο που στόχος ήταν η αποκατάσταση της αλήθειας, επειδή δεν υπήρχε μία μόνο αλήθεια, κι εκεί ήταν το πρόβλημα. Δεν υπήρχε πια κοινό όραμα, ούτε καν κοινή πραγματικότητα. Ο καθένας έβλεπε τα πράγματα μόνο από την δική του σκοπιά: μία και μόνο άποψη υπήρχε στον κόσμο» -σελ. 89-91 (ένα πραγματικό αριστούργημα για το πώς διαλύεται μια σχέση)
«Τα παιδιά μένουν ή φεύγουν ανάλογα με τις φιλοδοξίες τους: η ζωή είναι δική τους» -σελ. 130 (η ενηλικίωση)
«Η μουσική είναι ο προδότης των μυστικών. Είναι μεγαλύτερος προδότης ακόμα και από τα όνειρα, που έχουν τουλάχιστον την αρετή να είναι ιδιωτικά» -σελ. 145 (η μουσική που ακούμε αποκαλύπτει ποιοι είμαστε)
«Ο φόβος της πλήξης θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι φόβος θανάτου. Όταν πρωτογνωριστήκαμε, σου είπα ότι για μένα ο έρωτας ανάμεσα σ’ έναν άντρα και μια γυναίκα είναι η δύναμη που αναπαράγει την ευτυχία, είναι όμως και η δύναμη που σου αναπαράγει το ενδιαφέρον. Με άλλα λόγια, είναι το προσωπικό σου σενάριο» -σελ. 174 (να γιατί ο σύγχρονος άνθρωπος φοβάται να βαρεθεί και έχει εφεύρει τις οθόνες: όλα είναι κατά βάθος φόβος θανάτου. Απάντηση είναι ο έρωτας)
«Αν οι άνθρωποι σιωπούσαν για όσα τους έχουν συμβεί, δεν θα ήταν σαν να πρόδιδαν κάτι, έστω την εκδοχή του εαυτού τους που τα είχε βιώσει; Γι’ αυτό δεν σιωπούμε στην Ιστορία. Η Ιστορία είναι κατά το ήμισυ η κατασκευή μνημείων. Το έτερο ήμισυ είναι η ερμηνεία. Σιωπή σημαίνει λήθη, και την λήθη ο κόσμος την φοβάται περισσότερο από καθετί, ιδίως αν η ιστορία που κινδυνεύει να λησμονηθεί είναι η δική του. Υπάρχει όμως κάτι χειρότερο από την λήθη, κι αυτό είναι η διαστρέβλωση, η επιλεκτική παρουσίαση των γεγονότων, η μεροληψία. Η αλήθεια πρέπει να καθίσταται σαφής» - σελ. 244-245 (η ανάγκη να μην κρατάμε μέσα μας ό,τι έχουμε ζήσει, αλλά να μοιραζόμαστε)
Όλα αυτά και άλλα τα διαβάζουμε στο εξαιρετικό μυθιστόρημα της Rachel Cusk «Περίγραμμα», πρώτο μέρος μιας μυθιστορηματικής τριλογίας, το οποίο ανήκει εκδοτικά στην σειρά Aldina του οίκου Gutenberg, σε εξαιρετική μετάφραση της Αθηνάς Δημητριάδου. Όλα αυτά δεμένα μέσα σε ιστορίες που αφηγείται η Φαίη, βρίσκοντας τον εαυτό της στις ζωές των άλλων, καθώς διδάσκει δημιουργική γραφή στην δικιά μας Αθήνα, των χρόνων της κρίσης. Μια 52χρονη Καναδέζα συγγραφέας που ζει στην Αγγλία και καταγράφει χωρίς κεντρικό χαρακτήρα το περίγραμμα ζωής που φαίνεται και την ουσία της ζωής που δεν φαίνεται. Οι συναντήσεις της αφηγήτριας με συνταξιδιώτες, μαθητές, άλλους συγγραφείς, εκδότες, παλιούς φίλους, οι ιστορίες που αυτοί της αφηγούνται, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο αφήνει να διαφανεί ότι και η δική της ζωή είναι σχόλιο στις ζωές των άλλων, μας βοηθούν να βρούμε το περίγραμμα και της δικής μας ύπαρξης. Επειδή η ζωή δεν έχει ήρωες σήμερα, αλλά χρειάζεται ανθρώπους που να ξέρουν γιατί την ζούνε, που να μπορούν να νικήσουν την αμηχανία του κόσμου! Για να ζήσεις χρειάζονται αποφάσεις, χρειάζεται έξοδος από το εγώ, χρειάζεται να αφεθείς στην περιπέτεια και να πεις ναι στις προκλήσεις, όχι απαραίτητα διαλύοντας, αλλά αναζητώντας την αλήθεια!
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Κέρκυρα, 6 Σεπτεμβρίου 2019