8/26/19

“ΓΙΑΤΙ ΣΑΝ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΤΗΝ ΖΩΗ ΜΟΥ ΤΗΝ ΔΙΑΛΕΞΑ…”

“ΓΙΑΤΙ ΣΑΝ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΤΗΝ ΖΩΗ ΜΟΥ ΤΗΝ ΔΙΑΛΕΞΑ…” (ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ 36- JOHN WILLIAMS, “ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ”, μτφρ. Μαρία Αγγελίδου, εκδόσεις GUTENBERG)



Ο Οκταβιανός Αύγουστος υπήρξε μία από τις κορυφαίες προσωπικότητες της παγκόσμιας ιστορίας. Είναι ο θεμελιωτής της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αυτός που διαμόρφωσε τις συνθήκες στις οποίες επιβλήθηκε η πρώτη μεγάλη παγκοσμιοποίηση της Ιστορίας, πρότυπο της σημερινής, αλλά και επέτρεψε να εμφανιστεί ο Χριστός, η πίστη στον Οποίο άλλαξε τις προτεραιότητες των ανθρώπων για πάντα. Ο σπουδαίος, αν και ολιγόγραφος, Αμερικανός συγγραφέας John Williams, ο δημιουργός του “Στόουνερ” (του κορυφαίου μυθιστορήματος, το οποίο αναφέρεται στην πανεπιστημιακή κοινότητα και ζωή), έγραψε το 1972 για τον μεγάλο Ρωμαίο αυτοκράτορα.  Το έργο του βραβεύτηκε με το εθνικό βραβείο λογοτεχνίας των ΗΠΑ τον επόμενο χρόνο. 
Η πρωτοτυπία του μυθιστορήματος έχει να κάνει με το ότι είναι γραμμένο σε επιστολική μορφή. Είναι σύνθεση διάφορων επιστολών που έγραψαν οι πρωταγωνιστές της εποχής, ο ίδιος  ο Οκταβιανός Αύγουστος, ο ανταγωνιστής του Μάρκος Αντώνιος, φίλοι του όπως ο περίφημος Μαικήνας και ο Μάρκος Αγρίππας, ποιητές κλασικοί όπως ο Οράτιος, ο Βιργίλιος, ο Οβίδιος, ιστορικοί όπως ο Νικόλαος από την Δαμασκό και έμμεσα ο Τίτος Λίβυος, οι γυναίκες της ζωής του Οκταβιανού, όπως η σύζυγός του Λιβία, η Ιρτία, η κόρη της παλιάς παραμάνας του, ενώ συγκλονιστικά είναι τα αποσπάσματα από το ημερολόγιο της κόρης του Ιουλίας. Μέσα από τα κείμενα αυτά βιογραφείται από τον Williams λογοτεχνικά ο Οκταβιανός. Οι ιστορικές λεπτομέρειες είναι πραγματικότητα. Η αποτύπωση  όμως των σκέψεων και των συναισθημάτων των επιστολογράφων είναι συγκλονιστική.
Δεσπόζει η ιδέα του ονείρου ενός ανθρώπου όχι να χτίσει μια αυτοκρατορία, αλλά να ελέγξει την ζωή του. Να αξιοποιήσει τις συγκυρίες και να διαμορφώσει κατευθύνσεις που, χωρίς και ο ίδιος να το πιστεύει, θα κάνουν μία τεράστια τομή στην Ιστορία. Ο Οκταβιανός ήταν πατριώτης. Αγάπησε την Ρώμη πιο πάνω από τον εαυτό του και τις ανάγκες του.   Κάθε κίνησή του, ακόμη και οι έρωτές του, ακόμη και οι αποφάσεις του για τις σχέσεις με τους φίλους του, εντάχθηκαν στην προοπτική η Ρώμη να γίνει μεγάλη. Το ατομικό υποτάχθηκε στο όραμα του να χτιστεί ένας κόσμος που “στρέφει με δέος το βλέμμα” στην αιώνια πόλη “η οποία, χτισμένη από σαθρό πηλό, έγινε χάρις στον Οκταβιανό μαρμάρινη” (σελ. 514), ακόμη κι αν ο “ο βάρβαρος, από τον οποίο κανένας δεν ξεφεύγει-ο Χρόνος” (σελ. 513) θα την υποτάξει.
Συγκλονίζει ο απολογισμός του Οκταβιανού πριν τον θάνατό του. Μοίρα του ηγέτη η μοναξιά. Μόνο που αυτή δεν έρχεται στο τέλος, αλλά είναι πάντοτε δεδομένη. Κι εδώ είναι η μεγάλη αλήθεια που ο συγγραφέας καταγράφει, όχι μόνο για τον ηγέτη, αλλά και για τον κάθε άνθρωπο: “Αν με ρωτούσες όταν ήμουν νέος, θα έλεγα ότι η μοναξιά και η μυστικότητα μου είβλήθηκαν στην ζωή μου χωρίς να τις θέλω. Αλλά θα έκανα λάθος. Γιατί σαν τους περισσότερους ανθρώπους την ζωή μου την διάλεξα. Εγώ διάλεξα να κλειστώ στο όνειρο ενός προορισμού που δεν μπορούσα να μοιραστώ με κανέναν- ένα όνειρο τότε ακόμα μισό, αδιαμόρφωτο. Εγώ εγκατέλειψα κάθε ελπίδα για το είδος της ανθρώπινης φιλίας που είναι τόσο συνηθισμένη ώστε κανένας δεν μιλάει γι᾽ αυτήν, κανένας δεν μετράει την σημασία και την αξία της. Δεν ξεγελάμε τον εαυτό μας, δεν λογαριάζουμε λάθος τις συνέπειες των πράξεών μας. Αυτό που λογαριάζουμε λάθος είναι η ευκολία με την οποία θα ζήσουμε με αυτές τις συνέπειες. Ήξερα τις συνέπειες της απόφασής μου και της επιλογής μου να ζήσω κλεισμένος στον εαυτό μου, μόνος. Δεν μπορούσα όμως να προβλέψω το βάρος αυτής της απώλειας.Διότι η ανάγκη μου για φιλία μεγάλωσε στο βαθμό ακριβώς που την αρνήθηκα. Και πιστεύω πως οι φίλοι μου- ο Μαικήνας, ο Αγρίππας, ο Σαλβιδιηνός- ουδέποτε κατάλαβαν απόλυτα αυτή την ανάγκη” (σελ. 470-471).
Στην κορύφωση του μυθιστορήματος, που είναι οι τελευταίες σελίδες του, η επιστολή του ίδιου του Αυγούστου στον φίλο του Νικόλαο Δαμασκηνό, καταγράφονται αλήθειες για την δική μας ζωή.
“Οι άνθρωποι στο σύνολό τους είναι κατά την γνώμη μου αγροίκοι, αδαείς και μοχθηροί- και είναι αδιάφορο αν σκεπάζουν αυτές τις ιδιότητές τους με τον χροντροκομμένο χιτώνα του χωρικού ή με την λευκή περιπόρφυρη τήβεννο του συγκλητικού. Μα και στον πιο αδύναμο άνθρωπο, τις στιγμές που είναι μόνος του αυτός και ο εαυτός του, έχω βρει φλέβες δύναμης, σαν τις φλέβες του χρυσού μέσα στην άθλια πέτρα. Στον πιο σκληρό και άκαρδο άνθρωπο είδα αστραπές τρυφερότητας και συμπόνιας. Και στον πιο ματαιόδοξο απ᾽ όλους στιγμές απλότητας και χάρης” (σελ. 468).
“Από όλους ωστόσο τους ρόλους που έπαιξα στην ζωή μου ο ρόλος του θνητού θεού ήταν σίγουρα ο πιο δυσάρεστος. Είμαι άνθρωπος, ανόητος και αδύναμος σαν τους περισσότερους ανθρώπους. Κι αν είχα ένα πλεονέκτημα σε σύγκριση με τους συνανθρώπους μου, αυτό ήταν πως ήξερα την ανοησία και την αδυναμία μου, και άρα την αναγνώριζα και στους άλλους. Και ποτέ δεν πίστεψα ότι είχα εγώ περισσότερη σοφία και δύναμη απ᾽ όση είχαν οι άλλοι” (σελ. 475).
“Έφτασα, ωστόσο, να νιώθω σεβασμό, ακόμα και συμπάθεια, γι᾽ αυτούς τους παράξενους λαούς, τόσο διαφορετικούς από τους Ρωμαίους, με τους οποίους αναγκάστηκα να έρθω σε συνδιαλλαγές και συμφωνίες… Κάποιες φορές έδωσα εξουσία, έκανα ξένους βασιλιάδες στις χώρες τους, τους πρόσφερα την προστασία της Ρώμης. Τους έκανα ακόμα και πολίτες Ρωμαίους, έτσι ώστε η σταθερότητα στα βασίλειά τους να ᾽χει πίσω τους το όνομα της Ρώμης. Ήταν βάρβαροι. Δεν μπορούσα να τους εμπιστευτώ. Κι όμως, αν κάποια πράγματα δικά τους μου φάνηκαν απωθητικά και απολίτιστα, κάποια άλλα τα βρήκα σίγουρα αξιοθαύμαστα. Και το ότι τους γνώρισα με βοήθησε να καταλάβω καλύτερα τους συμπατριώτες μου, που συχνά μου φαίνονταν το ίδιο παράξενοι και αλλόκοτοι με τους παράξενους και αλλόκοτους λαούς που κατοικούν στον κόσμο” (σελ. 482-483).
“Υποψιάζομαι πως θαύμαζα τους ποιητές επειδή τους θεωρούσα τους πιο ελεύθερους, και άρα τους πιο καλόκαρδους απ᾽ όλους τους ανθρώπους. Τους ένιωθα πάντα κοντά μου, επειδή οι στόχοι που διάλεγαν να εκπληρώσουν στην ζωή τους έμοιαζαν με τον στόχο που πριν από καιρό είχα διαλέξει κι εγώ για τον εαυτό μου. Ο ποιητής ατενίζει το χάος της εμπειρίας, την σύγχυση των συμβάντων και τα ακατανόητα βασίλεια των δυνατοτήτων- τον κόσμο δηλαδή μέσα στον οποίο ζούμε όλοι, αλλά ελάχιστοι μπαίνουν στον κόπο να ερευνήσουν. Οι καρποί που αποκομίζει αυτή η εξερευνητική ματιά είναι η ανακάλυψη (ή η εφεύρεση) κάποιων μικτών αρχών αρμονίας και τάξης, που μπορούν ν᾽ απομονωθούν από την αταξία γύρω τους και η υποταγή αυτής της ανακάλυψης στους ποιητικούς νόμους που τελικά την καθιστούν δυνατή… Δεν υπάρχει αυτοκράτορας που να οργανώνει πιο προσεκτικά τις διάφορες επαρχίες του κόσμου ώστε να αποτελούν την μία και ενωμένη αυτοκρατορία του από τον ποιητή που συνδυάζει τις λεπτομέρειες του ποιήματός του έτσι ώστε να δημιουργήσει μέσα στο σύμπαν του ανθρώπινου νου έναν κόσμο άλλον, ίσως πιο αληθινό από αυτόν που προσωρινά κατοικούμε. Ήταν η μοίρα μου να αλλάξω τον κόσμο, είπα νωρίτερα. Ίσως θα έπρεπε να πω ότι ο κόσμος ήταν το ποίημά μου, το ποίημα τα μέρη του οποίου ανέλαβα να διατάξω σ᾽ ἐνα σύνολο, υποτάσσοντας την μία στροφή στην άλλη, κοσμώντας το με τις χάρες τις ταιριαστές στην ουσία και την αξία του.  Αλλά αν είναι πράγματι ποίημα αυτό που έφτιαξα, είναι ένα ποίημα που δεν θα ζήσει για πολύ καιρό μετά από εμένα” (σελ. 488-489).  
“Ψήφισα νόμους όχι τόσο για να τηρούνται όσο για να υπάρχουν. Πίστευα ότι δεν υπάρχει πιθανότητα αρετής αν δεν υπάρχει η ιδέα της αρετής. Και δεν υπάρχει ουσιαστικά η ιδέα της αρετής αν δεν βρίσκεται ενσωματωμένη μέσα στον κώδικα των νόμων. Έκανα, φυσικά, λάθος. Ο κόσμος δεν είναι ποίημα. Και οι νόμοι δεν κατάφεραν αυτό που ήθελα να καταφέρω. Στο τέλος, όμως, μου φάνηκαν χρήσιμοι- αν και δεν θα μπορούσα να έχω προβλέψει αυτή τους την χρησιμότητα. Κι έκτοτε δεν έχω μετανιώσει για την ψήφισή τους. Διότι οι νόμοι αυτοί έσωσαν την ζωή της κόρης μου”. (σελ. 501)
“Κατέληξα να πιστεύω πως στην ζωή του καθενός, άργά ή γρήγορα, έρχεται μια στιγμή που αντιλαμβάνεται (πέρα και πάνω απ᾽ οτιδήποτε άλλο έχει αντιληφθεί ή ίσως αντιληφθεί στο μέλλον, και είτε μπορεί είτε όχι να εκφράσει αυτήν την αντίληψη) το τρομακτικό γεγονός ότι είναι μόνος, ολομόναχος, και ότι δεν μπορεί ποτέ να είναι κάτι άλλο από το δύσμοιρο πράγμα που είναι ο εαυτός του” (σελ. 503). 
“Αντίθετα με ό,τι πιστεύουμε ο έρωτας είναι ίσως η πιο ανιδιοτελής απ᾽ όλες τις ποικιλίες της αγάπης. Θέλει να γίνει ένα με τον άλλον, να δραπετεύσει δηλαδή από τα όρια του εαυτού του. Αυτό το είδος της αγάπη είναι, βέβαια, το πρώτο που πεθαίνει- γερνάει, όπως γερνάει το σώμα μας, είτε είναι το αντικείμενο του έρωτα ενός άλλου είτε αυτό που νιώθει ερωτευμένο. Και γι᾽ αυτόν τον λόγο, αναμφίβολα, πολλοί θεωρούν τον έρωτα το πιο ταπεινό και φτηνό είδος αγάπης. Το γεγονός όμως ότι θα πεθάνει (και ότι το ξέρουμε πως θα πεθάνει) τον κάνει πιο πολύτιμο. Και μόλις τον γευτούμε και τον γνωρίσουμε, δεν είμαστε πια ανεπανόρθωτα παγιδευμένοι και εξόριστοι μέσα στον εαυτό μας. Από μόνος του, ωστόσο, ο έρωτας δεν φτάνει…Αλλά και αγαπώντας έναν φίλο, δεν γίνεσαι αυτός ο άλλος. Παραμένεις εσύ και συλλογίζεσαι το μυστήριό του, το μυστήριο εκείνου που δεν θα μπορέσει ποτέ του να είναι, των αμέτρητων εαυτών που δεν ήταν ποτέ του” (σελ. 504-505).
“Υπάρχει ένα είδος αγάπης πιο δυνατό και πιο ανθεκτικό στον χρόνο από την  ένωση με τον άλλον που μας πλανεύει με τις αισθησιακές ηδονές της, πιο δυνατό κι ανθεκτικό στον χρόνο από την πλατωνική εκείνη αγάπη όπου ταξιδεύοντας στο μυστήριο του άλλου γινόμαστε αυτοί που είμαστε. Οι ερωμένες γερνούν ή φεύγουν. Η σάρκα εξασθενεί. Οι φίλοι πεθαίνουν. Και τα παιδιά γίνονται αυτό που ήταν γραφτό τους να γίνουν, προδίνοντας έτσι το άπειρο των δυνατοτήτων που μας μάγεψε σ᾽ αυτά όταν τα πρωτοδείδαμε. Είναι η αγάπη του σπουδαστή για το κείμενό του, του φιλοσόφου για την ιδέα του, του ποιητή για την λέξη του. Πλάσμα ζωντανό δεν χρειάζεται γι᾽ αυτήν την καθαρή αγάπη. Κι έτσι όλοι συμφωνούν πως είναι η ύψιστη μορφή αγάπης, αφού το αντικείμενό της αγγίζει το απόλυτο και το τέλειο. Μα κάπως σκέφτομαι πως μπορεί, αντίθετα, να ᾽ναι η πιο ταπεινή από όλες τις αγάπες. Γιατί αν την απογυμνώσουμε από την υψηλή ρητορική που συχνά την συνοδεύει, τι άλλο είναι κι αυτή αν όχι αγάπη της δύναμης; Είναι η δύναμη που ασκεί ο φιλόσφος πάνω στο ασώματο μυαλό του αναγνώστη του, η δύναμη που ασκεί ο ποιητής στο ζωντανό μυαλό και την καρδιά του ακροατή του. Κι αν χαθούν οι καρδιές και τα μυαλά και οι ψυχές αυτών που γοητεύονται από την δύναμη ετούτη, αυτό είναι μια ατυχία που δεν επηρεάζει την αγάπη ή τον προορισμό της. Άρχισα  να καταλαβαίνω πως αυτό ήταν το είδος της αγάπης, για την δυναμη, που με ωθούσε όλα αυτά τα χρόνια, αν και ήμουν υποχρεωμένος να το κρύβω κι από τον εαυτό μουκι από τους άλλους” (σελ. 506-508).
Σκέψεις βαθιά στοχαστικές, κοσμοθεωρία που δείχνει το μεγάλο ανθρώπινο δίλημμα: εξουσία ή αγάπη; Κι αν επιλέξουμε μόνο την αγάπη, δεν θα συντριβούμε; Αξίζει το απόλυτο ή χρειάζεται ο συγκερασμός; Η ρωμαϊκή παγκοσμιοποίηση επέλεξε την δύναμη. Οι Ισχυροί του κόσμου επιλέγουν το ίδιο. Ο πολιτισμός μας μιλά για δύναμη, όχι της αγάπης ισοδύναμη, και ζητά ως προτεραιότητα την επικράτηση του εγώ. Μα η αλήθεια βρίκσεται στην έξοδο από αυτό. Ο ανθρώπινος αγώνας σε όλο του το μεγαλείο. 
Μυθιστόρημα δυνατό ο “Αύγουστος”. Εξαιρετική η μετάφραση της Μαρίας  Αγγελίδου, σε μια ακόμα ποιοτική έκδοση από την σειρά Aldina των εκδόσεων Gutenberg!

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
26 Αυγούστου 2019