«Μή νομίσητε ὅτι ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην ἐπί τήν γῆν. Οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην, ἀλλά μάχαιραν...ὁ φιλῶν πατέρα ἤ μητέρα ὑπέρ ἐμέ οὐκ ἔστι μου ἄξιος. Καί ὁ φιλῶν υἱόν ἤ θυγατέρα ὑπέρ ἐμέ οὐκ ἔστι μου ἄξιος» (Ματθ. 10, 34, 37)
«Μη νομίσετε πως ήρθα για να επιβάλω αναγκαστική ομόνοια μεταξύ των ανθρώπων. Δεν ήρθα για να φέρω τέτοια ομόνοια αλλά διαίρεση. Όποιος αγαπάει τον πατέρα του ή την μάνα του παραπάνω από μένα, δεν είναι άξιος για μαθητής μου. Κι όποιος αγαπάει τον γιο του ή την θυγατέρα του παραπάνω από μένα, δεν είναι άξιος για μαθητής μου».
Οι άνθρωποι που ακούμε τον λόγο του Χριστού γνωρίζουμε, είτε το παραδεχόμαστε είτε όχι, ότι η εκπλήρωσή του παρουσιάζει μεγάλες δυσκολίες. Είναι σταυρός. Όσοι δεν θέλουν να είναι ενεργά μέλη της Εκκλησίας και γνωρίζουν τα βασικά του Ευαγγελίου θεωρούν ότι αν τηρήσουμε τα λόγια του Χριστού θα στερηθούμε τις χαρές της ζωής. Θα πάψουμε να απολαμβάνουμε. Θα πρέπει να αφήσουμε στην άκρη τα δικαιώματά μας, τα δίκια μας, τα όνειρά μας. Οι χριστιανοί πάλι, ενώ έχουμε τον έλεγχο της συνείδησής μας για το κατά πόσον τηρούμε το Ευαγγέλιο, έχουμε κι εμείς την ίδια άποψη: ότι επειδή ζούμε περικυκλωμένοι από το κοσμικό πνεύμα, από το σαρκικό φρόνημα, από ανθρώπους που ακολουθούν άλλα πρότυπα και έχουν άλλους στόχους για την ζωή, οι πειρασμοί είναι μεγάλοι. Όταν μάλιστα έρχεται η ώρα να σταθούμε ενώπιος ενωπίω με ανθρώπους που αγαπούμε, γονείς, παιδιά, αδέρφια, φίλους, οικείους, οι οποίοι δεν αποδέχονται το Ευαγγέλιο και ως θεωρία και ως πράξη, ο καημός μας μεγαλώνει και το αίσθημα δυσκολίας αυξάνει. Έτσι, θέλουμε, αλλά αισθανόμαστε ότι ο Χριστός μας βάζει δύσκολα. Κάποτε, η άκρη του ματιού μας γλυκοκοιτάζει προς αυτά που θέλουν οι πολλοί. Γιατί να είμαστε εκτός πραγματικότητας; Άλλοτε πάλι, σκεφτόμαστε ότι ο Χριστός είναι αγάπη και πως κάθε τι που μας χωρίζει από τους άλλους στην ουσία σπάει την αγάπη. Κι έτσι, βρισκόμαστε προβληματισμένοι και σε σύγχυση.
Ο λόγος του Χριστού όμως δεν μπορεί να ωραιοποιηθεί. «Δεν ήρθα για να ενώσω αναγκαστικά, για να συμβιβάσω εις βάρος της αλήθειας του προσώπου μου, νοθεύοντάς το, τους ανθρώπους. Ήρθα να διαιρέσω. Οι άνθρωποι καλούνται ή να με ακολουθήσουν, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, δηλαδή και το να αφήσουν πίσω κάθε δεσμό αυτού του κόσμου, όσο κι αν αυτό πονέσει, κάθε ιδέα, κάθε νοοτροπία, κάθε ήθος το οποίο δεν με έχει ως προτεραιότητα, ή να μην είναι άξιοι για μαθητές μου». Ο λόγος αυτός μας κάνει να βλέπουμε το νόημα του γιατί ζούμε μέσα από άλλες προοπτικές. Ζούμε για να μαθητεύουμε στον Χριστό. Μαθητής σημαίνει ελεύθερος από δεσμά και μέριμνες. Όχι ότι δεν θα έχει κοινωνία με τους ανθρώπους, ότι δεν θα εργαστεί για να επιβιώσει, για να προσφέρει στους οικείους του. Η σχέση με τον Χριστό όμως είναι πιο πάνω από κάθε δεσμό της ζωής. Κι αυτό σημαίνει εργασία με προοπτική του Ευαγγελίου και της Εκκλησίας.
Η εργασία αυτή ορίζεται ως στροφή στον εαυτό μας, ώστε να αναζητήσουμε τι μας χωρίζει από τον Χριστό. Το αίσθημα ότι η ζωή έχει από μόνη της τόση αξία, ώστε να μην χρειάζεται τον Χριστό για να νοηματοδοτηθεί. Ότι το δικαίωμα να έχουμε πάθη, μας επιτρέπει αυτά να είναι πιο πάνω από το πρόσωπο του Χριστού. Από την τεμπελιά και την διασκέδαση που μας κάνει να κοιμόμαστε τα κυριακάτικα πρωινά, μέχρι τα βαρύτερα, τον εγωκεντρισμό που μας λέει ότι δεν συγχωρούμε, αλλά αγωνιζόμαστε για το δίκιο μας με κάθε τρόπο, χωρίς εμπιστοσύνη στο θέλημα του Θεού. Ότι ο λόγος μας επιτρέπεται να αποσκοπεί στην ικανοποίηση των φιλοδοξιών μας και όχι να είναι στηρικτικός του κάθε άλλου. Ότι η περιουσία μας υπάρχει για τον εαυτό μας και όχι για να μοιραζόμαστε με τους άλλους.
Ο Χριστός ήρθε να διαιρέσει. Η αλήθεια δεν είναι ευχάριστη και οι άνθρωποι μέσα τους ελέγχονται. Όταν οι δεσμοί μας με τον κόσμο δεν μας επιτρέπουν να πούμε και να ζήσουμε την αλήθεια που είναι ο Χριστός, αλλά μας κάνουν να συμβιβαζόμαστε με το πρόσκαιρο, όταν έρχεται η ώρα που καλούμαστε να ομολογήσουμε Ποιος είναι το Ευαγγέλιο και τι ζητά από μας και πώς μπορούμε να ζήσουμε σύμφωνα με το θέλημά Του κι εμείς σκεφτόμαστε πώς θα συμβιβαστούμε, κάποτε αμαχητί, αλλά και όταν νομίζουμε ότι πρέπει να επιβάλουμε αυτό που πιστεύουμε και όχι να το δείξουμε αγαπητικά και σταθερά, με όποιο κόστος, τότε η ειρήνη που επιλέγουμε είναι της ανάγκης και όχι της ελευθερίας. Διότι πρυτανεύει η λογική του προσωπικού μας συμφέροντος, του να μην έχουμε ρήξεις ούτε με τον άνθρωπο ούτε με τον διάβολο, και παραμένουμε δούλοι της ανθρωπαρέσκειας και του κόσμου τούτου. Η αγάπη συμπορεύεται με την αλήθεια. Δεν φανατίζει, αλλά και δεν αποκρύπτει.
Η Εκκλησία μας, μετά την Πεντηκοστή, εορτάζει την Κυριακή των Αγίων Πάντων. Οι άγιοι όλοι στην ζωή τους έζησαν ρήξεις και διαιρέσεις. Άλλοι εγκατέλειψαν το σπίτι και τους γονείς, άλλοι εγκατέλειψαν θέσεις και δόξα, άλλοι εγκατέλειψαν τα δικαιώματά τους χάριν της αλήθειας, άλλοι ήταν απλοί και έζησαν φαινομενικά μία συνηθισμένη ζωή, νικώντας όμως το εγώ και τα πάθη τους, όλοι πορεύτηκαν αγαπητικά, αλλά σταθερά, μαρτυρώντας Χριστό! Καρποί του Αγίου Πνεύματος και ζωντανά μέλη της Εκκλησίας στους αιώνες, δεν φοβήθηκαν, όσα κι αν τους έταξε ο κόσμος και η ζωή! Σε όποιους πολιτισμούς κι αν βρέθηκαν, αποδέχτηκαν την κλήση ο Χριστός να είναι πιο πάνω από κάθε τι. Και Εκείνος τους έδωσε την ανάσταση πριν την Ανάσταση των πάντων! τους τιμούμε και προσδοκούμε κι εμείς να διδαχθούμε και να πορευθούμε με πνεύμα ταπεινώσεως και μαθητείας, εργασίας με τον εαυτό μας και με τον πλησίον και με ετοιμότητα ακόμη και να γίνουμε δυσάρεστοι παραμένοντας αληθινοί! Αυτό το ήθος διασώζεται στην Εκκλησία, ίσως όχι σ’ αυτήν που φαίνεται να κάνει θόρυβο, αλλά σ’ αυτήν που εξακολουθεί να σπέρνει αλήθεια και να δείχνει τον Χριστό πέρα από το εγώ και το έχειν! Ας ακολουθήσουμε!
Κέρκυρα, 23 Ιουνίου 2019
Πάντων των Αγίων μνημονεύσαντες