“Ἔλεγον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι τῷ τεθεραπευμένῳ: σάββατόν ἐστίν. Οὐκ ἔξεστίν σοι ἆραι τόν κράβαττον” (Ἰωάν. 5, 10)
“Έλεγαν οι Ιουδαίοι άρχοντες στον θεραπευμένο: Είναι Σάββατο, και δεν επιτρέπεται να σηκώνεις το κρεβάτι σου”
Πόσες φορές στην ζωή μας δεν βλέπουμε την πραγματική σημασία των γεγονότων που ζούμε, αλλά επιμένουμε σε λεπτομέρειες οι οποίες κρύβουν την ουσία; Ένα “ναι μεν, αλλά” κυριαρχεί στην σκέψη μας, καθώς η ψυχή μας κυριαρχείται από το σαράκι του φθόνου για τον άλλο, για τα επιτεύγματά του, για την πρόοδό του, για τα θαυμαστά σημεία που επιτελεί. Ο φθόνος έρχεται ως συνέπεια ελλείμματος ψυχικής γενναιότητας, φόβου ότι οι επιτυχίες του άλλου θα μειώσουν την σημασία της δικής μας παρουσίας στην ζωή, θέαση του κόσμου στην προοπτική της εξουσίας και της κυριαρχίας, είναι πάθος το οποίο άλλοτε εμφανίζεται φανερά, άλλοτε λανθάνει στον λόγο, την σκέψη, την καρδιά, την απόφασή μας να μην αναγνωρίσουμε την αξία του άλλου. Ο φθόνος οδηγεί σε παραστρατήματα. Ο φθόνος όμως κάνει και την ζωή μας μίζερη. Της στερεί την χαρά, διότι τα όποια επιτεύγματα των άλλων δεν θα έπρεπε να είναι τίποτε άλλο παρά αφορμή χαράς για μας, καθώς ο πλησίον μας είναι ο αδελφός μας!
Οι Ιουδαίοι, όταν είδαν τον Χριστό να θεραπεύει έναν επί τριάντα και οκτώ έτη παράλυτο, δεν χάρηκαν με το θαύμα, αλλά εστίασαν σε μία λεπτομέρεια εντελώς ανούσια τόσο για τον θεραπευτή όσο και για τον θεραπευμένο. Η ημέρα που έγινε το θαύμα ήταν το Σάββατο, στο οποίο δεν επιτρεπόταν η εργασία. Έτσι το ότι ο πρώην παράλυτος πήρε στους ώμους του το κρεβάτι του, τον τόπο της ουσιαστικής ταφής του, και το μετέφερε ως σημείο του θαύματος, θεωρήθηκε από τους Ιουδαίους παράβαση της τυπολατρίας του μωσαϊκού νόμου. “Ναι μεν, αλλά”, για το θαύμα. Δεν μπορούσαν να αμφισβητήσουν το γεγονός, απέρριψαν όμως την θεϊκή καταγωγή του θεραπευτή και βρήκαν ευκαιρία να επιτιμήσουν τον θεραπευμένο. Ένας ψύχραιμος παρατηρητής θα επεσήμανε την μικρότητα. Θα τους έλεγε ότι δεν επιτρέπεται να φθονούν με τόσο αρρωστημένο τρόπο τον νικητή του θανάτου που ανέστησε τόσο από τον πνευματικό όσο και από τον κοινωνικό θάνατο της μοναξιάς, καθώς και από την σωματική έλλειψη έναν ταλαιπωρημένο άνθρωπο. Ένας ψύχραιμος παρατηρητής θα τόνιζε στον θεραπευμένο ότι η χαρά της καινούργιας αρχής είναι πέρα από κάθε τυπολατρία. Ότι δεν θα έπρεπε να τον πτοήσει η κακία των συμπατριωτών του. Αντίθετα, κλήθηκε να δοξάσει και να ευχαριστήσει τον Θεό για το ανέλπιστο θαύμα που έζησε και αυτο ήταν ουσιαστικά μία ανάσταση!
Πόσο εύκολα οι άνθρωποι επηρεαζόμαστε από τον φθόνο των άλλων! Ο πρώην παράλυτος θεώρησε σωστό να μην αποκοπεί από τους Ιουδαίους και να τους ενημερώνει για το τι έκανε και τι είπε ο Ιησούς και όχι να μείνει κοντά στον θεραπευτή του. Φοβισμένος ήταν και φοβισμένος παρέμεινε. Ο φθόνος δηλητηριάζει την ζωή. Μεταφέρει την κακεντρέχεια στους πολλούς και γίνεται κοινωνικό σύμπτωμα. Γι᾽ αυτό και χρειάζεται να δούμε τον εαυτό μας με γενναιότητα, οδό στην οποία μας οδηγεί η πίστη!
Ο φθόνος δεν είναι απλά δείγμα εμπαθούς συμπεριφοράς. Είναι σύμπτωμα ψυχικής παραλυσίας, νοσήματος το οποίο δεν περνά εύκολα, κάποτε ούτε και με θαύμα. Οι Ιουδαίοι προσπέρασαν την ερμηνεία της θεραπείας, ότι ο Χριστός είναι πιο πάνω από τον μωσαϊκό νόμο, ως δωρεοδότης του, και έμειναν επαναπαυμένοι στην τυπολατρική προσέγγιση. Δεν ήθελαν να πιστέψουν και δεν πίστεψαν. Ο φθόνος θεραπεύεται με την γενναιότητα της αναγνώρισης ότι ο Θεός προνοεί για τον πλησίον μας, όσο και για μας. Αυτή η αναγνώριση είναι καρπός αυθεντικής αγάπης και ψυχικής ομορφιάς. Ας κάνουμε την αυτοκριτική μας εάν δεν θέλουμε να μείνουμε σε έναν κόσμο κακίας, υπεροψίας και φτώχειας ως προς την αγάπη. Διότι οι παράλυτοι τελικά είναι πολλοί!
Κέρκυρα, 19 Μαΐου 2019