2/19/19

ΙΣΤΟΡΙΑ ΔΥΟ ΠΟΛΕΩΝ Η' ΠΩΣ ΑΛΛΑΖΕΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ;


ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ 29 - ΚΑΡΟΛΟΥ ΝΤΙΚΕΝΣ, “ΙΣΤΟΡΙΑ ΔΥΟ ΠΟΛΕΩΝ”, εκδόσεις ΕΞΑΝΤΑΣ, μτφρ. Αναστασία Αγαπητού-Βικτώρια Τράπαλη

Διαβάζοντας ίσως το πιο αγαπημένο παγκόσμια μυθιστόρημα όλων των εποχών (οι πάνω από 200 εκατομμύρια αντίτυπα πωλήσεις το υποδηλώνουν), πέρα από την απόλαυση της αφήγησης εξαιτίας της γραφής ενός συγγραφέα αληθινά μεγάλου και κλασικού (όσοι υποτιμούν τον Ντίκενς θεωρώντας τον ως συγγραφέα για παιδιά δείχνουν την προχειρότητα τόσο στην σκέψη όση και στην κριτική), είναι μπροστά σε μία σειρά ερωτημάτων, στα οποία ο συγγραφέας απαντά με τον δικό του τρόπο, δείχνοντας ότι στην αληθινά μεγάλη τέχνη όλα συζητιούνται και σε όλα ο ταλαντούχος παίρνει θέση, χωρίς να χρειάζεται να δώσει απαντήσεις αυθεντίας. Ο αναγνώστης, όμως, καλείται να μην μείνει μόνο στο λογοτεχνικό και αισθητικό αποτέλεσμα ή στην ηθική ανάγνωση ενός βιβλίου, αλλά να τολμήσει να το φέρει στον καιρό του και να δει τον πολιτισμό της εποχής και τα ήθη των ανθρώπων με ματιά που μπορεί να επιβεβαιώσει ή να αλλάξει την προσωπική πορεία και, την ίδια στιγμή, την πορεία του κόσμου. 
Σε ένα ιστορικό μυθιστόρημα, το οποίο κυκλοφορήθηκε το 1859, ο Ντίκενς τολμά να θέσει το μεγάλο ερώτημα: ο νέος κόσμος που αναδύθηκε μέσα από την Γαλλική Επανάσταση πόσο καλύπτει τις βαθύτερες ανάγκες του ανθρώπου για αγάπη, για δικαιοσύνη, για ελευθερία; Διότι αυτές ήταν οι αρχές της ιστορικής ναυαρχίδας του Διαφωτισμού, η οποία κατήργησε την τυραννία της αριστοκρατίας, έφερε στο προσκήνιο τον λαό, εξυπηρέτησε την ανάγκη της αστικής τάξης να έχει μερίδιο στην εξουσία και γέννησε έναν πολιτισμό της νεωτερικότητας, στον οποίο εξακολουθούμε, παρά την είσοδό μας στην μετανεωτερικότητα, να ομνύουμε.
Ο Ντίκενς είναι ειλικρινής. “Οι τρεις γεροδεμένοι άντρες είχαν εξιλεωθεί για το αμάρτημά τους να δέχονται κάθε μήνα τους παχυλούς μισθούς που τους έδινε τ᾽ αφεντικό τους, με το να είναι κάτι παραπάνω από πρόθυμοι να κόβουν λαρύγγια στο βωμό της νεαρής Δημοκρατίας, της Μίας και Αδιαίρετης, στ᾽ όνομα της Ελευθερίας, της Ισότητας, της Αδελφοσύνης- ή του θανάτου” (σελ. 410). Σύμβολο της νέας θρησκείας, της Δημοκρατίας, “μία τρομαχτική φιγούρα η οποία έγινε τόσο οικεία, θαρρείς και υπήρχε προαιώνια μπρος στο ανθρώπινο βλέμμα- η φιγούρα του κοφτερού θηλυκού με τ᾽ όνομα Γκιλοτίνα…αποτελούσε το Σύμβολο της αναγέννησης του ανθρώπινου γένους. Είχε πάρει τη θέση του Σταυρού- σαν καρφίτσα τη φρουρούσαν στο στήθος, εκεί που άλλοτε κρεμότανε ο Σταυρός, και ο λαός την πίστευε και τη λάτρευε, εκεί που ο Σταυρός κι ό,τι αντιπροσώπευε είχαν πια παραμεριστεί. Θέριζε κεφάλια, ασταμάτητα, τόσο που το χώμα μπροστά της είχε αμετάκλητα βαφτεί κόκκινο…η Γκιλοτίνα αποστόμωνε τους εύγλωττους, ταπείνωνε τους ισχυρούς, αποδεκάτιζε τους όμορφους, τους ενάρετους” (σελ. 435).
Πρώτα έρχεται η Εκδίκηση και κατόπιν γίνεται συζήτηση για δικαιοσύνη. Οι αδικημένοι του χτες, γίνονται οι τύραννοι του σήμερα. Και ο κόσμος δεν μπορεί να αλλάξει αληθινά, διότι κάπου αλλού βρίσκεται η απάντηση. Την δίνει ο Ντίκενς, στήνοντας μία καταπληκτική Ιστορία με φόντο το Παρίσι και το Λονδίνο, τον ανταγωνισμό Γάλλων και Άγγλων, στον οποίο ο συγγραφέας δεν διαλέγει λαό, αλλά τον Άνθρωπο. Αυτόν που αγαπά, αυτόν που θυσιάζεται, αυτόν που δεν υποτάσσεται στην μοίρα του αλλά παλεύει να την διαμορφώσει με την αγάπη, τον αγώνα, τον προσωπικό κόπο, την προσφορά του στον πλησίον, την υπέρβαση περιουσίας, τίτλων ευγενείας, δόξας, θέσης στην κοινωνία. Και από την άλλη, ο Ντίκενς μας δείχνει πόσο κούφια είναι η ταξικότητα όταν δεν συνοδεύεται από την ανθρωπιά, από την καλοσύνη της καρδιάς, από την εσωτερική ελευθερία. 
Η κακία δεν είναι “προνόμιο” των πλουσίων, των χορτάτων. Σ᾽ αυτούς φωνάζει μέσω της αδιαφορίας για τον αδύναμο, μέσω της φιληδονίας που εκμεταλλεύεται τους υπηκόους θεωρώντας τους σάρκες για την εξυπηρέτηση των επιθυμιών τους. Όμως η κακία είναι νόσος όλων, γιατί τους κάνει να αγαπούνε αρρωστημένα. Να μην ξεχνούν το κακό και να το ανταποδίδουν. Να γίνονται εξουσία όχι για να διαφοροποιηθούν από τους δυνάστες τους, αλλά για να γίνουν οι ίδιοι δυνάστες. Είναι η διάχυση του “άρχειν”, στην οποία η Δημοκρατία από μόνη της δεν αρκεί, εάν οι θεράποντές της, ο λαός δηλαδή δεν παιδεύεται σε μιαν άλλη ποιότητα. Όταν η πολιτική εξάπτει τα πάθη, όταν ο λαϊκισμός και η δημαγωγία κυριαρχούν ως δήθεν δικαιοσύνη, τότε και η Δημοκρατία νοσεί.
Πέρα από τους κύριους ήρωες του μυθιστορήματος, ο Ντίκενς διαλέγει δύο ουσιαστικά ασήμαντα πρόσωπα για τις Πόλεις που διάλεξε να ιστορήσει. Είναι ο δικηγόρος Σίντνεϊ Κάρτον και η νεαρή μοδιστρούλα. Ο ένας θα θυσιαστεί για να σωθεί ο άντρας της αγαπημένης του. Η άλλη θα εκτελεστεί στο όνομα της Δημοκρατίας με την ελπίδα ότι οι φτωχοί θα βρούνε κάποια καλά στην ζωή τους. Και των δύο ο θάνατος είναι άδικος. Όμως θα φύγουν ευτυχισμένοι, διότι πρόλαβαν να βρούνε νόημα στην ζωή τους: την Αγάπη. Λίγο πριν την εκτέλεση “ανασηκώνει το πρόσωπο και τα χείλη τους συναντιούνται. Ευλογούν με κατάνυξη ο ένας τον άλλο. Το κάτισχνο, τραχύ απ᾽ τη δουλειά χέρι της δεν τρέμει καθώς αφήνει το δικό του. Στο ήρεμο, υπομονετικό πρόσωπο αστράφτει μια υπερκόσμια απαντοχή- προχωράει στη σειρά μπροστά του- προχωράει- σταματάει- οι γυναίκες που πλέκουν ακόμη, μετράνε: Είκοσι δύο. Εγώ ειμί η Ανάστασις και η Ζωή. Ο πιστεύω εις εμέ, καν αποθάνη, ζήσεται. Και πας ο ζων και πιστεύων εις εμέ ου μη αποθάνη εις τον αιώνα. Τα μουρμουρητά κι οι φωνές του πλήθους, τα χίλια στραμμένα πάνω του πρόσωπα, η πίεση απ᾽ τα τόσα βήματα του πλήθους, που φουσκώνει καταπάνω του σαν ένα πελώριο κύμα που απειλεί να τον καταπιεί, περνάνε σαν αστραπή από μπροστά του και χάνονται. Είκοσι τρεις. Μιλώντας γι᾽ αυτόν στην πόλη, κείνο το βράδυ, όλοι έλεγαν πως είχε το πιο ήρεμο, το πιο ειρηνικό πρόσωπο που είχε ποτέ περάσει από κει. Πολλοί μάλιστα προσέθεταν πως έδειχνε καθαγιασμένος και προφητικός” (σελ. 598-599).
Η απάντηση στο αρχικό ερώτημα είναι η αγάπη και η ανάσταση. Έτσι αλλάζει ο κόσμος. Στην προσωπική ποιότητα, στην οποία χωρά ο Θεός που χωρίς να ρυθμίζει στανικά τις ζωές μας, τις εμπνέει, όπως με τις μετάνοιες της κυρίας Κράντσερ, αλλά και σε μια καλοσύνη, η οποία μπορεί να κάνει την αδικία ίσως όχι να υποχωρήσει, αλλά πάντως να μην φαντάζει ως η μόνη λύση.
Ο Ντίκενς είναι κλασικός συγγραφέας γιατί μιλά στην καρδιά και μιλά με την καρδιά. Αν μπορούσαμε σήμερα να διαλέγαμε να πορευτούμε σε έναν δρόμο στον οποίο τα δικαιώματα του ανθρώπου θα συνδυάζονταν με την προσωπική ευθύνη όχι για την ικανοποίηση κάθε επιθυμίας που γίνεται κατανάλωση, εξουσία, ψευδαίσθηση ότι έχουμε νικήσει τον χρόνο, αλλά για αγάπη και καλοσύνη, διά των οποίων ο συνάνθρωπός μας θα γίνει συνοδοιπόρος, τότε το νόημα θα έφερνε την αλλαγή. Κι εκεί όπου η δική μας πτωχεία θα σταματούσε μπροστά την αλαζονεία της ατομικής ισχύος, η ανάσταση θα έδινε την τελική παρηγοριά.
Εξαιρετική η μετάφραση των Αναστασίας Αγαπητού και Βικτώριας Τράπαλη.
Ας ξαναβρούμε το φως της κλασικής λογοτεχνίας! 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Κέρκυρα, 20 Φεβρουαρίου 2019