Γιατί ο Θεός άφησε τόσους ανθρώπους να χαθούν στην τραγωδία της πυρκαγιάς στην Αττική; Γιατί η Παναγία δεν άκουσε τις προσευχές των σφιχταγκαλιασμένων και δεν βρήκε γι’ αυτούς λύτρωση; Γιατί άκουσε τις προσευχές άλλων και τους βοήθησε;
Ερωτήματα αγωνιώδη. Πάντοτε διατυπώνονταν, πάντοτε θα τα ξαναθέτουμε, πρώτα εντός μας, αλλά και σε όσους αγαπούμε, από όσους θέλουμε μία απάντηση, όχι κατ’ ανάγκην παρηγορητική, αλλά κατανοητή στην λογική μας. Διότι για τον νου μας, για τις αισθήσεις μας, για τον τρόπο που βλέπουμε ανθρώπινα την ζωή, αυτός που δεσπόζει είναι ο θάνατος. Ο θάνατος είναι «το μεγάλο γιατί;». Αυτός δεν φεύγει από μπροστά μας. Ακόμη και η όποια μεταφυσική αναζήτηση, ίσως και πίστη, δεν μπορεί να αναιρέσει το γεγονός ότι «ο άχρωμος θάνατος πιάνεται» (Οδ. Ελύτης), ψηλαφείται, πονάει. Και έχουμε ανάγκη από έναν Θεό που να μη μας αφήνει να πεθάνουμε, να πονάμε, να πρέπει να αποφασίσουμε ότι, θέλοντας και μη, συμβιβαζόμαστε με τον θάνατο.
Τα ερωτήματα τίθενται καίρια από τους νέους, έστω και για λίγο, γιατί σ’ αυτούς η ζωή συνεχίζεται με έμφαση προς τα εμπρός και όχι προς το χθες. Σημαδεύουν. Ποιος Θεός μπορεί να αντέχει να μας βλέπει να υποφέρουμε; Τους δικούς μας να λυπούνται; Να μας υπόσχεται μία κατάσταση, στην οποία όσοι αγαπούμε δεν μπορούν να μετέχουν, γιατί παραμένουν στην ζωή; Γιατί το σώμα να πεθαίνει;
Είναι ο προσανατολισμός του πολιτισμού μας που τα κάνει όλα πιο δύσκολα. Είναι η αδυναμία να καταστήσουμε την Ανάσταση πυρήνα της πίστης και της ζωής μας. Να αποδεχτούμε ότι ο χρόνος δεν είναι εχθρός, δεν είναι μία αντίστροφη μέτρηση προς τον θάνατο, αλλά γιορτή. Ένα πανηγύρι στο οποίο καλούμαστε να ζήσουμε αγαπώντας. Να μοιραστούμε ό,τι μας δόθηκε και ό,τι κατακτήσαμε, αξιοποιώντας κάθε στιγμή. Να παλέψουμε με ό,τι μας χωρίζει από τον Θεό και τον συνάνθρωπο, ό,τι μας κάνει να διασπώμαστε εσωτερικά, ό,τι λέγεται θέλημα, αυτά που ονομάζονται πάθη. Να νικήσουμε την οδό της αυτοθέωσης, μετρώντας τα όριά μας και μένοντας ταπεινοί. Ο ταπεινός ξέρει να εκτιμά από το φυλλαράκι, μέχρι το ηλιοβασίλεμα, από το χώμα, μέχρι το αστέρι, αλλά κυρίως τον κάθε συνάνθρωπό του, είτε του ταιριάζει είτε όχι, είτε είναι καλός είτε είναι μη καλός.
Όλα έχουν αλλιώτικο νόημα όταν πιστεύουμε στην Ανάσταση και όταν την ζούμε. Και Ανάσταση σημαίνει εμπιστοσύνη σε έναν Θεό που έγινε άνθρωπος και γεύτηκε και τον έσχατο εχθρό μας τον θάνατο, για να τον νικήσει. Ανάσταση σημαίνει όχι επίδειξη δύναμης απέναντι στην λύπη του θανάτου, αλλά «γενηθήτω το θέλημά Σου». Ανάσταση σημαίνει καινούργια αρχή, όχι αλαζονεία στην νίκη και απόγνωση στην ήττα, αλλά μέτρο. Και βεβαιότητα ότι ο θάνατος είναι Πάσχα, πέρασμα, συνάντηση του πνεύματός μας με τον Νικητή του θανάτου και προσδοκία ότι και το σώμα μας θα γευθεί την πληρότητα στην τελική Παρουσία Του.
Κάθε φορά που γιορτάζουμε το Πάσχα του καλοκαιριού, στο πρόσωπο της κεκοιμημένης και μεταστάσης Μάνας μας, της Υπεραγίας Θεοτόκου, η Εκκλησία μάς υπενθυμίζει ότι η Ανάσταση ως εμπιστοσύνη σ’ Αυτόν που μας αγαπά είναι η μία και μοναδική απάντηση στον θάνατο. Και έχει και λογική η απάντηση αυτή. Μόνο ο Δημιουργός μας βρίσκει τον τρόπο να ζήσουμε. Αυτόν που περνά από την Αγάπη.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»
Στο φύλλο της Τρίτης 14 Αυγούστου 2018