“Η έννοια του δικαιώματος συνδέεται με την έννοια του μοιράσματος, της ανταλλαγής, της ποσότητας. Έχει κάτι εμπορικό. Το δικαίωμα υποστηρίζεται με έναν τόνο διεκδίκησης. Και όταν αυτός ο τόνος υιοθετείται, τότε η δύναμη είναι κοντά, πίσω του, για να τον ενισχύει. Διαφορετικά, χωρίς την δύναμη, είναι γελοίος” (Σιμόν Βέιλ).
Στην εποχή μας, τόσο σε επίπεδο πολιτικό και κοινωνικό, όσο και στις ανθρώπινες σχέσεις, στον έρωτα, στον γάμο, στους γονείς και τα παιδιά, προτάσσεται η έννοια του δικαιώματος. Ο πολιτισμός μας διαρκώς υπερασπίζεται δικαιώματα: των μειοψηφιών, των λιγότερο προνομιούχων ή και των ισχυρών στο χρήμα και την κοινωνική επιφάνεια. Η οικονομία για να αναπτυχθεί, πρέπει να καταπατήσει τα δικαιώματα των εργαζομένων, προκειμένου οι εργοδότες να εξασφαλίσουν περισσότερα κέρδη, με τα οποία θα χρηματοδοτήσουν την ανάπτυξη. Αλλά και οι εργαζόμενοι, παρασυρμένοι από την μέθη του καταναλωτισμού, θεωρούν ότι δικαιούνται να θεωρούν ως ευτυχία την άνεση των εχόντων και κατεχόντων και κάνουν ό,τι μπορούν ώστε να δυσκολέψουν την ζωή των ισχυρών. Συχνά οχυρωνόμαστε πίσω από τα δικαιώματά μας και αρνούμαστε να δούμε ότι υπάρχουν και καθήκοντα. Αυτά τα έχουμε ταυτίσει με το “δέον”, την ηθική, τα “πρέπει”, με αποτέλεσμα να τα θεωρούμε καταστάσεις ανελευθερίας. Έτσι ο καιρός μας έχει φτάσει στην απόφανση: “το δικαίωμα είναι ελευθερία, το καθήκον είναι καταπίεση”. Απτό σημάδι η αρχή της ήσσονος προσπαθείας στην εκπαίδευση.
Στις ανθρώπινες σχέσεις συνήθως δεν πρυτανεύει η αγάπη, αλλά τι μπορούμε να πάρουμε ο ένας από τον άλλο. Ιδίως στον γάμο η συνήθεια φέρνει το αίσθημα του κεκτημένου στο ζευγάρι. “Δικαιούμαι και απαιτώ”, γιατί ο άλλος οφείλει να με αγαπά, να σέβεται τις επιθυμίες μου, να τις εκπληρώνει ως αντάλλαγμα του ποιος είμαι γι᾽ αυτόν, πρέπει να μην δίνει σημασία στις αδυναμίες και τα ελαττώματά μου γιατί αυτά χαρακτηρίζουν τον καθέναν και καλείται να υπακούει σ᾽ αυτά που πιστεύω ότι είναι σωστά, διότι παλεύω για το καλό του και για το καλό της οικογένειας. Η πρόταξη του δικαιώματος γίνεται ένα παιχνίδι εξουσίας, ένα παιχνίδι δύναμης. Η σχέση δεν θεωρείται στην προτεραιότητα της αγάπης, αλλά της επιβολής. Κι αυτό γίνεται συνήθως ασυνείδητα, χειριστικά, όταν μάλιστα υπάρχει και η αίσθηση ότι αγαπούμε τον άλλον και γνωρίζουμε τι χρειάζεται, ενώ αγαπούμε υπερβολικά τον εαυτό μας.
Ενώ τα δικαιώματα διασώζουν ένα ελάχιστο όριο αξιοπρέπειας και προφανώς χρειάζονται, εντούτοις δεν οδηγούν στην ευτυχία. Γίνονται αυταπάτες, διότι η δύναμη της επιβολής δεν επιτρέπει να δούμε ότι το νόημα είναι στην αγάπη. Έτσι κυριαρχεί μία επιλεκτική υποκρισία. Όταν ο πολιτισμός ομνύει στην προστασία των μειοψηφιών, δεν αποβλέπει στους δυστυχισμένους της ζωής, αλλά σ᾽εκείνους οι οποίοι δεν είναι όμοιοι με τους πολλούς, κυρίως στις επιλογές της σεξουαλικότητας ή στην φυλετική καταγωγή. Όποιος όμως ακολουθεί την αυθεντική οδό του Ευαγγελίου, μπορεί να βρει τον δρόμο. Ο Χριστός προσέλαβε την φύση μας από αγάπη και υπέμεινε από εμάς τα πάντα, μη επιβάλλοντάς μας να Τον ακολουθήσουμε, αλλά δείχνοντάς μας ότι η ανάσταση δεν είναι δικαίωμα, αλλά δωρεά της αγάπης Του. Η πίστη και η αυθεντική εκκλησιαστική ζωή δείχνουν ότι “δυνατός είναι όποιος αγαπά”. Η δύναμη του δικαιώματος πρόσκαιρα αποτελέσματα έχει. Μπορεί το “εγώ” να θριαμβεύει και να ικανοποιείται, όμως η δύναμη φέρνει πόλεμο. Κανένας πόλεμος δεν μένει χωρίς απώλειες.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»
Στο φύλλο της Τετάρτης 25 Ιουλίου 2018