Πόσο ενδιαφέρον παρουσιάζει σήμερα μία ενοριακή κοινότητα, τόσο στην επαρχία όσο και στην μεγάλη πόλη; Ποιες είναι οι από κοινού δραστηριότητες στις οποίες συμμετέχει μια ενορία; Πόσο συνειδητά συμμετέχουν οι ενορίτες στην λειτουργική ζωή, στο μυστήριο της εξομολόγησης, σε άλλες δραστηριότητες, όπως η φιλανθρωπία, η κατήχηση, η έγνοια για την οικογένεια, για την μόρφωση, την αντιμετώπιση των υπαρξιακών αναγκών, την ζωή ενός ναού; Πόσο ο εγκλωβισμός της Εκκλησίας στις δαγκάνες του κράτους έχει επηρεάσει και έχει οδηγήσει τις ενορίες σε στασιμότητα; Πόσο οι ιερείς έχουν επίγνωση της αποστολής τους, ότι δεν είναι μόνο για να λειτουργούν και να τελετουργούν, αλλά υπάρχουν για να βρούνε τον Θεό και την αγάπη για τους εαυτούς τους και να προσφέρουν την αγάπη ως νόημα ζωής στους ενορίτες τους;
Τέτοια ερωτήματα προσφέρει το καταπληκτικό μυθιστόρημα ενός σπουδαίου Γάλλου συγγραφέα, του Ζωρζ Μπερνανός « Ημερολόγιο ενός επαρχιακού εφημερίου», το οποίο κυκλοφορείται στα ελληνικά σε μετάφραση Ιφιγένειας Μποτουροπούλου και με ένα εξαιρετικό επίμετρο του Σταύρου Ζουμπουλάκη, από τις εκδόσεις ΠΟΛΙΣ.
Δεν είναι ένα βιβλίο για ιερείς, χωρίς να τους εξαιρεί. Είναι ένα βιβλίο για όποιον θέλει να δει τι σημαίνει να είσαι χριστιανός σε έναν κόσμο στον οποίο η υπαρξιακή αναζήτηση δεν είναι προοπτική της ζωής, αλλά έρχεται μόνο σε περιπτώσεις δοκιμασιών, όπως η αρρώστια, η ήττα, ο θάνατος. Ζούμε σε έναν πολιτισμό ήδη μεταχριστιανικό στη Ευρώπη. Είτε μας αρέσει είτε όχι η ζωή της Εκκλησίας δεν είναι ελκυστική για τους πολλούς. Οι περισσότεροι γονείς δεν ενδιαφέρονται τα παιδιά τους να συμμετάσχουν σ’ αυτήν, όπως και οι ίδιοι δεν συμμετέχουν. Ποδόσφαιρο και αθλητισμός, μπαλέτο και μουσική, πολεμικές τέχνες, θέατρο και ξένες γλώσσες, πληροφορική και ζωγραφική, γιόγκα και οργανωμένο παιχνίδι είναι οι προτεραιότητες των γονέων. Τα παιδιά γίνονται ανταγωνιστικά, γιατί πρέπει να βρούνε το ταλέντο τους ή να φορτωθούν με γνώσεις, προκειμένου να πετύχουν. Εκεί που τα αγόρια μάθαιναν μια τέχνη ή έπαιζαν με μια μπάλα και τα κορίτσια μάθαιναν νοικοκυριό, εκτός του σχολείου (σήμερα αυτά είναι αδιανόητα), η μόδα είναι να νοιάζονται για τον εαυτό τους, όχι για τον κόσμο και τον συνάνθρωπο. Να παλεύουν για την πετυχημένη εικόνα τους. Η ζωή είναι «σε θέλω» και «μ’ αρέσεις», βόλτες, παρέες, δήθεν έρωτες. Και μία απόλυτη δίψα για πρωτιά, για νίκη, για το ότι όλα μου ανήκουν. Η ταπείνωση δεν υπάρχει στο λεξιλόγιο, όπως και το εκ της καρδίας «συγγνώμη» , αλλά και το «θέλεις ι να κάνω για σένα;». Πώς λοιπόν να συνδεθούν τα παιδιά με την εκκλησιαστική ζωή, όταν αυτή δεν έχει τον χαρακτήρα της περιπέτειας, της νίκης, της πρωτιάς, της δόξας; Όταν αυτή προβάλλεται ως απουσία χαράς, ως ταμπέλα ηθικής, ως αγάπη που δεν έχει να κάνει με το νόημα της ζωής, αλλά τις καλές πράξεις που θα ανταμειφθούν από τον Θεό;
Η εκκλησιαστική ζωή σήμερα έχει χάσει τα στοιχεία της αυθεντίας και της αυθεντικότητας για τους πολλούς. Αυτό ο συγγραφέας, ρωμαιοκαθολικός στο θρήσκευμα, αναζητητής της δικαιοσύνης και της αγάπης, μέσα από το πρόσωπο ενός ταπεινού εφημερίου, ανώνυμου και άπειρου, που πεθαίνει νέος από καρκίνο, θα αποτυπώσει με την πένα του στο βιβλίο όσα είχε πει σε μία διάλεξή του: «η μεγαλύτερη δυστυχία, η μοναδική δυστυχία αυτής της σύγχρονης κοινωνίας, η κατάρα της, είναι ότι οργανώνεται εμφανώς για να αγνοήσει τη ελπίδα όπως και την αγάπη, φαντάζεται ότι θα τα αντισταθμίσει με την τεχνολογία, προσδοκά ότι οι οικονομολόγοι και οι νομοθέτες της θα της φέρουν τη διπλή λύση μιας δικαιοσύνης χωρίς αγάπη, μιας ασφάλειας χωρίς ελπίδα». Και θα συμπληρώσει, κλείνοντας το «Ημερολόγιο»: «Συμφιλιώθηκα με τον εαυτό μου, μ’ αυτό το φτωχό λείψανο. Είναι ευκολότερο απ’ όσο νομίζουν να μισεί κανείς τον εαυτό του. Η χάρις είναι να τον ξεχνάς. Αλλά αν κάθε αλαζονεία είχε πεθάνει μέσα μας, η πιο σπουδαία χάρις θα ήταν να αγαπά κανείς ταπεινά τον εαυτό του, όπως οποιοδήποτε πάσχον μέλος του Ιησού Χριστού… Όλα είναι χάρις». Και όπως λέει χαρακτηριστικά ο Σταύρος Ζουμπουλάκης στο επίμετρό του «χάρις είναι, πολύ απλά, να γνωρίσεις τον Θεό ως αγάπη, αυτό και τίποτε άλλο! Όλα είναι χάρις, όταν λάβεις την βεβαιότητα ότι ο Χριστός είναι μαζί σου και όταν αιμορραγείς, ότι είναι μαζί σου και στον Άδη» .
Συγκλονιστικές οι σκηνές της εξομολόγησης της κόμισσας, της κόρης της κόμισσας, της καθαρίστριας που συζεί με έναν αυτό- αποσχηματισμένο ιερέα, αλλά και τα γραφόμενα όταν ο ανώνυμος εφημέριος συναντά άλλους κληρικούς, εκεί όπου διαβλέπει κανείς την θεσμοποιημένη Εκκλησία, η οποία συντηρεί την πλήξη για να επιβιώνει, αλλά και εκεί όπου άνθρωποι χαρισματικοί, χωρίς να φεύγουν από την Εκκλησία, παλεύουν για ένα δράμι αλήθειας και αγάπης, το οποίο έρχεται μέσα από την συνάντηση των προσώπων σε ενορίες στις οποίες δεν είναι η τυπολατρία το κλειδί, αλλά η χαρά του να βλέπει ο ένας τον άλλο και να γίνεται προσπάθεια να αφεθεί ο Χριστός να νοηματοδοτήσει την ύπαρξη. Εκεί βρίσκεται και η απάντηση στην πλήξη. Όταν οι ενορίες ζωντανεύουν αναζητώντας την αλήθεια, όταν στην χαρά και την λύπη τα μέλη νιώθουν την ανάγκη να βγάλουν από την καρδιά τους τα μυστικά που δεν αφήνουν την αγάπη να δώσει λύτρωση, όταν ο Χριστός δεν αντανακλά την μιζέρια που τιμωρεί για τις αμαρτίες, αλλά βοηθά στην συμφιλίωσή μας με τον εαυτό μας. Όταν δεν εστιάζουμε την σχέση μας μαζί Του στην δικαιολόγηση των παθών μας, αλλά σε ένα νέο ξεκίνημα στο οποίο χωρούνε οι άλλοι στην ζωή μας, ιδίως αυτοί που δεν μας καταλαβαίνουν, αυτοί που μας στενοχωρούν, αυτοί που είναι οι εχθροί μας. Όταν η μοναξιά μας δεν είναι του εγώ, αλλά γίνεται ο καιρός της επίγνωσης ότι μπορούμε να την μοιραστούμε και να μειώσουμε την μοναξιά των άλλων, όσο κι αν τους λυπούμε, όσο κι αν μας λυπούνε.
Ένα μεγάλο μυθιστόρημα, άσκηση αυτοσυνειδησίας, όχι μόνο για τους κληρικούς, αλλά και για τον καθέναν που θέλει να ζήσει την χάρη. Θα άξιζε γονείς και νέοι να έχουν ως προτεραιότητα όχι την επιβίωση και την αυτάρκεια σε έναν πολιτισμό γεμάτο ματαιότητα, αλλά την νοηματοδότηση της ζωής διά της αγάπης, η οποία καταξιώνει κάθε χάρισμα. Το βιβλίο συμβάλλει!
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός, 1 Ιουλίου 2018