«Μαθήτρια ονόματι Ταβιθά ην πλήρης αγαθών έργων και ελεημοσυνών ων εποίει»(Πράξ. 9, 36). «Στην πόλη της Ιόππης ήταν μία μαθήτρια του Χριστού που την έλεγαν Ταβιθά, η οποία είχε κάνει πολλές αγαθοεργίες και ελεημοσύνες». Θα αναρωτιόταν κάποιος από αυτούς που μηδενίζουν την αιωνιότητα για το ανθρώπινο πρόσωπο: γιατί να κάνουμε αγαθοεργίες και ελεημοσύνες, αφού όλα εδώ μένουν; Γιατί να μην έχουμε ως επίκεντρο του εαυτού μας μόνο το άτομό μας; Γιατί να μην είμαστε ευχαριστημένοι με μία κοινωνία που αγωνίζεται να αναστείλει τον θάνατο παρατείνοντας την ζωή διά της ιατρικής και της τεχνολογίας; Αφού η πίστη στην Ανάσταση είναι μία ουτοπία ή ένα έθιμο, γιατί να ζητούμε από την Εκκλησία να μεριμνά για τους φτωχούς και τους ανήμπορους, εφόσον όλα είναι εδώ και επέκεινα δεν υπάρχει;
Η Ταβιθά είχε και στην ζωή και στον θάνατο κοντά της τις χήρες που είχε φτιάξει γι’ αυτές ρούχα, όσο ζούσε. Η αγάπη δεν πέθανε, διότι τα έργα τα οποία έκανε την κατέστησαν λίαν αγαπητή στα πρόσωπα της εκκλησιαστικής κοινότητας. Όμως τελικά δεν πέθανε και η ίδια, διότι ο απόστολος Πέτρος, διά της προσευχής του στον Αναστάντα Χριστό, την ανέστησε εκ των νεκρών. Αγάπη και Ανάσταση συμπορεύονται, ξεκινώντας από την πίστη στον Δωρεοδότη τους που είναι ο Χριστός. Όπως ο Χριστός δεν νικήθηκε από τον θάνατο, έτσι και όποιος αγαπά εμπράκτως τον άνθρωπο, πιστεύοντας στον Αναστάντα, δεν νικιέται από τον θάνατο ή, κι αν ακόμη νικηθεί, η ήττα είναι πρόσκαιρη και μόνο για το σώμα. Θα έρθει όμως η στιγμή που κι αυτό θα αναστηθεί, μαζί με τον Χριστό, ακολουθώντας την οδό της Εκκλησίας, την οδό της αναστάσεως και της ζωής!
Η πίστη είναι το όριο ανάμεσα στην ζωή και τον θάνατο. Η πίστη νοηματοδοτεί τα έργα της ζωής μας, κάνει κάθε αγάπη να μην είναι άσκοπή, διότι πρώτος ο Θεός μας αγάπησε και μας δόθηκε μέχρι θανάτου. Δεν μπορούν να καταλάβουν οι άπιστοι κάθε εποχής ότι η Αγάπη και η Ανάσταση στην οποία πιστεύουμε δεν είναι ούτε ιδέες, ούτε ακτιβισμός, ούτε κάποια ανακουφιστική διδασκαλία για τον εκμηδενισμό μας ενώπιον του θανάτου, αλλά είναι δρόμος όντως ζωής. Όπως οι Άγιοι κάθε εποχής έκαναν τα πάντα, από την άσκηση, την προσευχή, τον αγώνα της αρετής, μέχρι την άρση του σταυρού του πλησίον και την συγχώρεση για όποιον τους τυραννούσε, έτσι κι εμείς καλούμαστε αυτόν τον δρόμο να ακολουθήσουμε. Όχι πιστεύοντας στο «τι» αλλά στο «Τις». Αυτόν τον Θεό που είναι μέγας και ποιεί θαυμάσια.
Αγωνίζονται οι σπουδαίοι του κόσμου να καταξιωθούν με έργα που θα τους αφήσουν αθάνατη φήμη. Άλλοι μένουν στην λογική του μηδενός, για να δικαιολογήσουν έναν κόσμο με μόνη χαρά την ηδονή από τα αγαθά, τα ταξίδια, τα δικαιώματα. Κατακρίνουν τους πιστούς ότι δεν ξέρουμε να ζήσουμε. Τους απαντούμε ότι ξέρουμε και να ζήσουμε και να πεθάνουμε, διότι στον καθέναν που πιστεύουν φανερώνονται μάρτυρες είτε στην ζωή είτε στον θάνατο, οι οποίοι δείχνουν τα έργα της αγάπης απτά. Και για μία κίνηση αγάπης, η οποία κρατά λίγο φαινομενικά, ο Θεός προσθέτει. Και όλη η ζωή μας γίνεται πορεία εξόδου εκ του θανάτου προς την ανάσταση και ο Χριστός είναι η ελπίδα μας!
Όντως μια ζωή την έχουμε! Κι αν δεν αγαπήσουμε Θεό και συνάνθρωπο, θα την χάσουμε. Εδώ είναι ο Παράδεισος, για όσους αγαπούνε τον Θεό και τον συνάνθρωπο και εδώ είναι η κόλαση για όσους θεοποιούν τους εαυτούς τους. Η ειδοποιός διαφορά μεταξύ ημών και όσων απορρίπτουν τον Χριστό είναι ακριβώς η πίστη στην Ανάσταση και η χαρά που αυτή δίδει. Απτοί μάρτυρες οι άγιοί μας. Και τα πάντα γίνονται καινά στο φως της Ανάστασης και στην προοπτική της.
Με ταπεινή αγάπη και πνεύμα συνάντησης των πάντων εν τη Εκκλησία ας πορευόμαστε για να διαλύσουμε την πνευματική παραλυσία της ύπαρξής μας. Γιατί κοντά στον Χριστό όλα έχουν νόημα, ακόμη και τα λάθη μας! Είναι χρέος μας η έμπρακτη αγάπη. Πηγάζει από την αναστάσιμη χαρά! Ας μην την αθετούμε!
Κέρκυρα, 29 Απριλίου 2018