3/15/18

ΧΑΙΡΕ ΚΑΛΗ ΚΟΥΡΟΤΡΟΦΕ ΠΑΡΘΕΝΩΝ, ΧΑΙΡΕ ΨΥΧΩΝ ΝΥΜΦΟΣΤΟΛΕ ΑΓΙΩΝ




            Οι άνθρωποι σήμερα έχουμε συνηθίσει να στολίζουμε το σώμα μας, ιδίως το πρόσωπό μας. Δεν είναι μόνο τα ρούχα και τα καλλυντικά. Είναι η αίσθηση ότι η χάρη και η κομψότητα, όπως πηγάζουν από τον στολισμό και την περιποίηση, μάς εξασφαλίζουν την αποδοχή από τους άλλους. Μας προσέχουν και συζητούν για μας. Τονίζεται η αυτοπεποίθησή μας, καθώς η αξία μας εξαρτάται από την εικόνα μας. Άλλωστε ο πολιτισμός μας μάς δίνει την εντύπωση ότι στηρίζεται στην «κατ’ όψιν κρίση». Μία ολόκληρη βιομηχανία, θέσεις εργασίας, αλλά και ό,τι έχει να κάνει με τον δημόσιο χώρο, όπως επίσης και με όψεις της ιδιωτικής μας ζωής, στηρίζεται στον στολισμό. Δεν είναι ίδιον των ανώτερων κοινωνικά τάξεων, αλλά έχει διασπαρεί η στάση ζωής αυτή σε όλους, άντρες, γυναίκες, παιδιά. Συχνά ο στολισμός γίνεται πρόκληση. Δείχνουμε ότι είμαστε έτοιμοι δι’ αυτού να προσελκύσουμε όχι απλώς βλέμματα, αλλά να δείξουμε ότι είμαστε έτοιμοι να παραδώσουμε το σώμα μας σε όποιον το θέλει. Και δεν μένουμε στο μυστήριο του έρωτα. Η λαγνεία που εκφράζεται και με τον στολισμό, τον αρωματισμό, την ενδυμασία είναι σήμα κατατεθέν των καιρών μας.
                Η Εκκλησία δεν αρνείται το κάλλος. Δεν αρνείται το μέτρο, το οποίο δεν προσβάλλει τον εαυτό μας, αλλά του δίνει αξιοπρέπεια και την ίδια στιγμή κάνει τους άλλους να αισθάνονται άνετα με μας. Το μέτρο έχει να κάνει με το να μην υπάρχει εμπόδιο απεριποιησίας, ώστε να μπορούμε να συναντηθούμε με τους άλλους οι οποίοι θα βλέπουν το πρόσωπό μας και δεν θα μένουν στον στολισμό μας. Η Εκκλησία δεν ευλογεί την λαγνεία. Δεν είναι θέμα ηθικολογίας ή φόβος για την σωτηρία των ψυχών μας. Είναι η διάθεση της ψυχής μας που την προβληματίζει. Όταν ο άνθρωπος δεν έχει κάτι άλλο να παρουσιάσει στην συνάντηση με τον πλησίον του, αλλά μόνο τη σάρκα του και τα στολίδια της. Είναι το αίσθημα ότι έχουμε χάσει την ψυχοσωματική ακεραιότητα της ύπαρξής μας και επιμένουμε μόνο στο σαρκικό της μέρος. Είναι το ότι η προσωπικότητά μας εξαντλείται στο έξωθεν του ποτηρίου και μέσα σ’ αυτό δεν υπάρχει κάτι που να ξεδιψά τον πλησίον αυθεντικά. Είναι η παγίδευση του εαυτού μας στο εφήμερο, διότι ο στολισμός δεν θα μπορεί να κρύψει για πάντα ούτε την φθορά του χρόνου ούτε την ανεπάρκεια της καρδιάς και του νου, το αστόλιστον της ψυχής.
 Ακόμη κι αν η Εκκλησία έρχεται σε αντίθεση με το πνεύμα και το ήθος των καιρών,  το ήθος του στολισμού των ναών μας δείχνει πώς βλέπει το στόλισμα εν γένει. Ό,τι υπάρχει στους ναούς, ιδίως στους παλαιούς, έχει μία λειτουργικότητα. Ανάγει στο πρωτότυπο που είναι η λαμπρότητα της Βασιλείας των Ουρανών, που είναι οι Άγιοι προς τους οποίους καλούμαστε να ατενίσουμε, είναι ο Χριστός και τα γεγονότα της ζωής Του που μας εμπνέουν, είναι η καθαρότητα της ψυχής, τα χαρίσματα και οι αρετές, αλλά και η ελπίδα, όπως αποτυπώνονται στα καντήλια και στο φως που βγαίνει από το λάδι τους! Γι’ αυτό και θα επιμένει η Εκκλησία στον νυμφοστολισμό των ψυχών, ώστε αυτές να οδηγούνται στον τρόπο ζωής της Βασιλείας των Ουρανών, στον τρόπο της αγιότητας, στον τρόπο της μετάνοιας και της αγάπης.
Πρότυπο και βοηθός σ’ αυτόν τον τρόπο στολισμού είναι η Υπεραγία Θεοτόκος. Γι’ αυτό και ο υμνογράφος του Ακαθίστου Ύμνου την χαιρετά, μεταξύ άλλων, και ως εξής: «χαίρε καλή κουροτρόφε παρθένων, χαίρε ψυχών νυμφοστόλε αγίων»». «Χαίρε εσύ  που είσαι η ιδεώδης τροφός των παρθένων, χαίρε εσύ που στολίζεις με νυφικά ενδύματα τις άγιες ψυχές και τις οδηγείς στην Βασιλεία του Θεού». Η παρθενία δεν έχει να κάνει μόνο με το σώμα. Δεν έχει να κάνει μόνο με τον μοναχισμό, με την ασκητική ζωή, με τον θεϊκό έρωτα. Έχει να κάνει κυρίως με την καρδιά. Με τον αγώνα του ανθρώπου, είτε βρίσκεται εν τω κόσμω είτε έχει βγει από τα μέτρα αυτής της ζωής και έχει αφιερωθεί στον Θεό, να παλέψει να κρατά την καρδιά του καθαρή από πάθη, να προτάσσει την αγάπη και την έγνοια για τον πλησίον και όχι το εγώ και την αυτοθέωση, να βλέπει τι τον χωρίζει από τον Θεό και τον κρατά ως βαρίδι σ’ αυτήν την πραγματικότητα, όχι για να περιφρονεί, αλλά για να διακονεί τον κόσμο στον αυθεντικό του σκοπό που είναι η συνάντηση με τον Θεό και η ανακαίνισή του. Κι αυτός δεν είναι δρόμος μόνο των μοναχών, αλλά όλων των χριστιανών. Γιατί όλοι μας έχουμε κληθεί, πιστεύοντας και αγαπώντας τον Θεό, να μοιραστούμε την χαρά της καρδιάς με τον άλλο. Να παλέψουμε τα πάθη μας να μην γίνονται εμπόδιο στην κοινωνία μαζί του. Να αντέξουμε τις πιέσεις και τις δοκιμασίες που προκαλούν στον εγωισμό μας κυρίως οι απόψεις και οι συμπεριφορές του πλησίον, να μην ελκυστούμε στην σωματολατρία και την φιληδονία, αλλά στο να βλέπουμε το πρόσωπο του πλησίον ως εικόνα Θεού.
Η μετοχή στην ζωή της Εκκλησίας γίνεται στολισμός και μάλιστα νυφικός. Όπως μία γυναίκα, όταν γίνεται νύφη,  φορά το πιο όμορφο φόρεμα και μάλιστα που είναι μοναδικό και για μοναδική στιγμή, έτσι και η ψυχή που επιθυμεί τον Θεό και την αγιότητα, στολίζεται με την αγάπη, τις αρετές, αλλά και την μετάνοια για όσα δεν μπορεί, για να προχωρήσει στην οδό της Βασιλείας. Και τότε ο άνθρωπος αλλάζει. Γίνεται πηγή γαλήνης και έμπνευσης. Πηγή ελπίδας και χαράς για τους άλλους. Διψά γι’ αυτούς και διψούν γι’ αυτόν. Και παλεύει να μπορεί να έχει την ψυχή του ανοιχτή στο χτύπημα της πόρτας του Χριστού, για να ζει την δεξίωση της Βασιλείας του Θεού στο κατεξοχήν μυστήριο, την Θεία Ευχαριστία, στο τρόπο της Εκκλησίας.
Αυτή την οδό μας την διδάσκει η Υπεραγία Θεοτόκος. Αυτή είναι που δέεται για μας, αυτή είναι που μας οδηγεί στην παρθενία της καρδιάς, αυτή είναι που μας υποδεικνύει ότι είναι εφικτός αυτός ο δρόμος, ότι η πίστη μας δεν είναι μία ιδέα, ούτε μία ασκητικότητα πειθαρχίας και «πρέπει», αλλά επιλογή αγάπης που μεταμορφώνει την ύπαρξη. Μπορεί ο κόσμος μας να θεωρεί αυτόν τον δρόμο ουτοπία. Η οδός της μετάθεσης στο μέλλον της πνευματικής ζωής, η οδός της συνήθειας, της θέασης της εκκλησιαστικής ζωής ως για λίγους και η πρόταξη «εύκολων» πρακτικών της, δεν αναιρούν την ανάγκη για κάθαρση της καρδιάς από τα βαρίδιά της και την επιλογή να ξαναδούμε τον κόσμο, τον συνάνθρωπο, τις επιλογές μας με την παρθενικότητα της καλοσύνης και της αγάπης, η οποία πηγάζει από την προσευχή στον Θεό, από την συνειδητή απόφαση να παλέψουμε να μην νικηθούμε από τα πάθη και από το βάδισμα της ύπαρξής μας στην οδό της συνάντησης με τον Χριστό με ό,τι καλύτερο μπορούμε να διαθέσουμε: την ταπεινή καρδιά και τα στολίδια της μετάνοιας και της αγάπης. Διότι δεν είναι η χρησιμότητα τελικά που μας στολίζει, ούτε το έξωθεν, όσο κι αν ο κόσμος μας εγκλωβίζει σ’ αυτά. Η Παναγία βοηθά και ας την επικαλούμαστε!     

Κέρκυρα, 16 Μαρτίου 2018