2/3/18

ΠΑΝΤΑ ΜΟΙ ΕΞΕΣΤΙ, ΑΛΛ’ ΟΥ ΠΑΝΤΑ ΜΟΙ ΣΥΜΦΕΡΕΙ



Η ελευθερία είναι δικαίωμα του ανθρώπου απ᾽ αρχής της ύπαρξής του. Γι᾽ αυτήν αγωνίζεται, για να μην έχει κανέναν δυνάστη ο οποίος να του επιβάλλει τι μπορεί να κάνει και τι όχι. Και είναι δεδομένο ότι χωρίς ελευθερία ο άνθρωπος χάνει και το δικαίωμα και το προνόμιο της ευθύνης να μπορεί να απολαμβάνει την επιτυχία για την οποία κοπίασε, για τον δρόμο τον οποίο ακολούθησε, αλλά και να δοκιμάζει τις συνέπειες όσων πράττει. Ο παράγοντας της ευθύνης δεν τονίζεται ιδιαιτέρως στους καιρούς μας. Συνήθως επιμένουμε στα δικαιώματά μας και παραθεωρούμε ότι κάθε δικαίωμα και έχει την αντίστοιχη ευθύνη για την άσκησή του. Ο πολιτισμός μας μάς βάζει στην προοπτική της σκέψης του ασώτου υιού. Θα φύγω από τον Πατέρα μου, θα πάρω μαζί μου ό,τι μου αναλογεί και θα ζήσω αμέριμνα, ελεύθερος από κάθε λογοδοσία. Θυμόμαστε  το αποτέλεσμα αυτής της επιλογής, όπως επίσης και χαιρόμαστε όλοι διότι ο άσωτος αποφάσισε να επιστρέψει στον Πατέρα του λογοδοτώντας εν ταπεινώσει για την αμαρτία της ανευθυνότητας.
“Πάντα μοι έξεστι, αλλ᾽ ου πάντα μοι συμφέρει” (Α᾽ Κορ. 6, 12) αναφωνεί ο απόστολος Παύλος. “Όλα μου επιτρέπονται, αλλά δεν είναι προς όφελός μου όλα”. Σ᾽ αυτήν την φράση έγκειται η σύζευξη ελευθερίας και ευθύνης, η λογοδοσία που ο καθένας μας καλείται να έχει στον νου του όταν διαχειρίζεται την ελευθερία του. Στους καιρούς μας έχουν περιθωριοποιηθεί τα σημεία αναφοράς, πρόσωπα και θεσμοί, στα οποία λογοδοτούμε. Ο άνθρωπος συχνά θεωρεί πως δίνει λογαριασμό μόνο στον εαυτό του, κάποτε ούτε καν στην συνείδησή του. Ο νόμος, στον οποίο εκ των πραγμάτων οφείλουμε να λογοδοτούμε για να υπάρχει κοινωνία, δεν μας ευχαριστεί. Δεν είναι μόνο ότι είναι συχνά άδικος και υπάρχει για να εξυπηρετεί συμφέροντα λίγων. Είναι και το ότι έχουμε μάθει να αμνηστεύουμε την ανομία, θεωρώντας τα ατομικά μας δικαιώματα πιο κύριας σημασίας. Το ίδιο και έναντι των θεσμών. Τους θεωρούμε ξεπερασμένους ή διεφθαρμένους ή αδιάφορους για μας. Ακόμη κι όταν περνούμε εξετάσεις, οι άνθρωποι αναγκαζόμαστε να σεβαστούμε κάποιους από τους κανόνες του παιχνιδιού, χωρίς όμως βαθιά μέσα μας να τους αποδεχόμαστε. Και δεν είναι ότι είμαστε ανυπότακτοι. Εμποτιζόμαστε με την νοοτροπία ότι οι κανόνες έχουν υπαγορευθεί και χρησιμοποιούνται από τους ισχυρούς προς δικό τους συμφέρον και όχι για το κοινό καλό. 
Το ίδιο σκεπτόμαστε οι άνθρωποι και για τον Θεό. Είτε έχουμε την αίσθηση ότι δεν ασχολείται μαζί μας, είτε ότι μας συγχωρεί ό,τι κι αν κάνουμε και επομένως έχουμε χρόνο να είμαστε μακριά Του και να απολαύσουμε ασώτως ζώντες, είτε ότι δεν υπάρχει είτε ότι μας έδωσε αυτήν την ζωή για να την χαρούμε χωρίς την φυλακή των κανόνων και των ορίων που λέγονται εντολές. Όμως λησμονούμε ότι οι κανόνες του Θεού, οι νόμοι και οι εντολές μας έχουν δοθεί από αγάπη και για να αναλάβουμε την ευθύνη, τηρώντας τα δοσμένα, να μπορούμε να χαρούμε την αυθεντική κοινωνία τόσο με τον Ίδιο, όσο και με τους συνανθρώπους μας, όχι από ανάγκη, αλλά επειδή κάθε περιορισμός της ελευθερίας μας, ακόμη κι αν φαίνεται έτσι, στην ουσία δεν είναι τίποτε άλλο από μία κίνηση αγάπης που μας βοηθά να βρούμε τρόπο συνύπαρξης με τον πλησίον μας και πληρότητα στον εαυτό μας. Οι άνθρωποι του καιρού μας προσποιούμαστε ότι δεν ακούμε την συνείδηση, την φωνή του Θεού μέσα μας, με αποτέλεσμα να μην αισθανόμαστε την ανάγκη να λογοδοτήσουμε, όχι ενοχικά, αλλά ως παιδιά που εμπιστεύονται τον Πατέρα τους και για τα σωστά και για τα λάθη τους.
Στην εποχή μας υπάρχει σύγχυση του τι είναι σωστό και τι όχι, τι είναι αμαρτία και τι είναι δικαίωμα που δεν τίθεται εν αμφιβόλω. Ενώ στην ζωή της Εκκλησίας οι άνθρωποι γνωρίζουμε τι μας βλάπτει στις σχέσεις μας με τον πλησίον μας, τι κάνει κακό στο σώμα μας και στην ψυχή μας, ακριβώς διότι υπάρχει το Ευαγγέλιο και ο τρόπος της πίστης, εντούτοις σαγηνευόμαστε από το πνεύμα των καιρών, το οποίο δεν θέτει κανέναν όριο στην ηδονή του σώματος, είτε αυτή είναι σαρκική είτε της τροφής είτε του άσκοπου ξοδέματος του χρόνου, που καθιστά την νύχτα μέρα. Η λογοδοσία στον Θεό και στην Εκκλησία θεωρείται περιττή. Πολλοί δεν αισθανόμαστε ότι έχουμε διαπράξει κάτι κακό. Έτσι επιλέγουμε την οδό του “πάντα μοι έξεστι”. 
Στην καλύτερη περίπτωση λογοδοτούμε, με την έννοια του ζητούμε την συμπαράσταση για ό,τι δεν πάει καλά ή  την στήριξη στις επιλογές μας, στην οικογένειά μας (π. Βασίλειος Θερμός, “Φυγή προς τα εμπρός”), η οποία συνήθως δείχνει επιείκεια και την αναγορεύουμε ως τον μοναδικό θεσμό που αξίζει ακόμη. Δείχνουμε όμως ότι δεν είμαστε έτοιμοι να μπολιαστούμε  και να μπολιάσουμε την κοινωνία και την παρουσία μας σ᾽ αυτήν με το μέτρο μιας συνείδησης που δεν θα είναι ελαστική  και θα χρησιμοποιεί τα δικαιώματα κατά πώς συμφέρει, παραθεωρώντας την ευθύνη.
 Όμως η ζωή είναι σκληρή. Οι περιπέτειες που μας περιμένουν, μικρότερες ή μεγαλύτερες, οι ήττες και οι απώλειες στις σχέσεις μας με τους άλλους, η βαθμιαία αυξανόμενη ανικανότητα να αγαπήσουμε και να αγαπηθούμε, η εσωστρέφεια και η χρήση των άλλων μόνο για πρόσκαιρη ευχαρίστηση, η αδυναμία να δεθούμε με τους άλλους σε σχέσεις ζωής, η απουσία συνολικού νοήματος που να δίνει ερμηνείες στον χρόνο και τον θάνατο, η θεοποίηση τελικά του εαυτού μας μάς οδηγούν στην στιγμή που θα κληθούμε να έρθουμε “εις εαυτόν”. Να αποφασίσουμε αν τελικά η ζωή έχει νόημα με το “όλα επιτρέπονται” ή με το να χαιρόμαστε επειδή έχουμε Πατέρα στον Οποίο λογοδοτούμε με την εμπιστοσύνη του παιδιού και να χτίζουμε συνειδήσεις, οι οποίες χωρίς να μας καθιστούν φοβικούς στην ζωή, ανίκανους να χαρούμε, θα μας δείχνουν το μέτρο της σύζευξης ελευθερίας και ευθύνης.

 Κέρκυρα, 4 Φεβρουαρίου 2018