Έντονη είναι η συζήτηση το τελευταίο διάστημα για τη φυγή των νέων στο εξωτερικό, προκειμένου να βρούνε εργασία και αξιοπρέπεια. Η Ελλάδα των μνημονίων διώχνει τα παιδιά της και οι πολιτικοί φαίνεται ότι θεωρούν αναπόφευκτη αυτή την εξέλιξη, με αποτέλεσμα απλώς να περιγράφουν το πρόβλημα και να μην προτείνουν ούτε να εφαρμόζουν ουσιαστικές λύσεις. Βρισκόμαστε, έτσι κι αλλιώς, σε μία εποχή παθητικότητας. Παρακολουθούμε τα γεγονότα αδιάφορα. Όταν βλέπουμε μορφωμένους νέους, πτυχιούχους, κάποτε με ειδίκευση, να αισθάνονται ότι το μέλλον τους δεν βρίσκεται στην πατρίδα μας, αλλά στο εξωτερικό, και δεν αντιδρούμε, όχι με αφορισμούς και αποδοκιμασίες, αλλά με συσστράτευση, σχεδιασμό και συγκεκριμένες πολιτικές, τότε η απραξία οδηγεί σε μαρασμό. Η ανθρώπινη ποιότητα εξωθείται σε φυγή. Το μέλλον της πατρίδας μας διαγράφεται δυσοίωνο.
Ας μην ξεχνούμε ότι το όραμα για μία καλύτερη ποιότητα ζωής αποτελεί σημείο κλειδί για τον άνθρωπο. Δεν είναι μόνο ο καιρός της κρίσης, που εξελίσσεται σε γενικευμένη παρακμή, αυτός που οδηγεί στην ιδέα της φυγής. Είναι και το Διαδίκτυο, η επαφή με τα ξένα πανεπιστήμια μέσω της κινητικότητας των φοιτητών, είναι η αίσθηση της συνολικής απαξίωσης στην καλλιέργεια του νου, στην γνώση και την εξειδίκευση, η πρόταξη του διορισμού στο δημόσιο ως της μόνης λύσης για μια σχετική αξιοπρέπεια, η αίσθηση ότι ακόμη κι αν αγαπά ο νέος ένα αντικείμενο, δε θα μπορέσει να το υπηρετήσει. Έτσι, οι νέοι οδηγούνται στο δρόμο της φυγής, με την ελπίδα ότι στο εξωτερικό θα ανοιχτούν καινούργιοι δρόμοι, ασχέτως αν και εκεί θα τους εκμεταλλευτούν σε σύγκριση με τους αυτόχθονες.
Ζούμε σε μία κοινωνία με νοοτροπία αυτοκαταστροφής. Ζούμε σε μία πραγματικότητα στην οποία η εργασία έχει ταυτιστεί εκ των προτέρων με την απαίτηση για «πολλά χρήματα». Δεν είναι κακή η εμπιστοσύνη στον εαυτό μας, στις δυνατότητές μας, αλλά συχνά υπάρχει και μία μορφή οίησης. Παρασυρμένοι από τον θόρυβο, αυτο-υποβαλλόμαστε ότι δε θα πετύχουμε, παρότι το αξίζουμε. Δεν αισθανόμαστε χαρούμενοι διότι μας δίδεται η ευκαιρία να κοπιάσουμε, να αγωνιστούμε. Γιατί να είναι βέβαιο πως ό,τι ισχύει για τους πολλούς, κατ’ ανάγκην θα ισχύσει για μας; Κανείς δεν έχει κερδίσει, χωρίς να κοπιάσει. Κυρίως, χωρίς να έχει αυτό το αίσθημα της ταπείνωσης που συνοδεύει τους αληθινά δημιουργικούς ανθρώπους. Αυτούς που γνωρίζουν ότι δεν εξαρτώνται όλα από τους ίδιους. Ότι υπάρχει η παρουσία του Θεού στη ζωή μας, ο Οποίος προνοεί με αγάπη για τον καθένα μας και τελικά δίνει κατά το καλό μας!
Αυτή η προσδοκία της πίστης δεν δικαιολογεί βεβαίως την αυτο-καταστροφικότητα ή την ανάγκη η πολιτεία να κάνει ό,τι περνά από το χέρι της για να δείξει ότι νοιάζεται τους νέους. Ας επιβραβευθεί ο κόπος, ας μείνουν οι νέοι έξω από το κομματικό παιχνίδι, ας αναλάβουν πρωτοβουλίες όσοι έχουν ιθύνουσα θέση για να δοθούν περισσότερα κίνητρα στους νέους. Οι νέοι δεν είναι υποχρεωμένοι να περιμένουν παθητικά να βρούνε ευκαιρίες στη ζωή τους. Όμως και το να ξεκινήσει κάποιος από τα λίγα, με τιμιότητα και κόπο, δεν είναι ντροπή.
Η παρακμή στην οποία έχουμε εισέλθει, απαιτεί πρωτοβουλίες. Χρειάζεται όμως και ο καθένας μας να ξαναβρεί την ελπίδα η οποία πηγάζει μέσα από τη σχέση με τον Θεό. Τον μυστικό δρόμο της προσευχής που ενδυναμώνει αληθινά!
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»
Στο φύλλο της Τετάρτης 9 Αυγούστου 2017