Ο Χριστός στο Ευαγγέλιο μάς βάζει ένα κριτήριο, το οποίο μας καλεί να ακολουθήσουμε: να γίνουμε άξιοί Του, να αξίζουμε να είμαστε μαθητές Του, να αξίζουμε να Τον έχουμε ως Διδάσκαλο, αλλά και Θεό μας. Ο λόγος Του μάλιστα συνδέεται άμεσα με την αγάπη την οποία οι άνθρωποι καλούμαστε να δείχνουμε έναντι των γονέων, αλλά και έναντι των παιδιών μας. Πρόκειται για τους οικείους εκ φύσεως, αυτούς με τους οποίους μας συνδέει η συγγένεια του αίματος. Είναι αυτονόητη η αγάπη προς αυτούς. Δεν είναι μόνο η ευγνωμοσύνη για το ότι οι γονείς μας μάς έφεραν στον κόσμο, μας μεγάλωσαν, μας βοήθησαν να αποκτήσουμε τη ταυτότητά μας. Είναι και η αίσθηση ότι είμαστε «σαρξ εκ της σαρκός» τους και «οστούν εκ των οστέων» τους. Ανάλογη είναι και η σχέση μας με τα παιδιά μας. Εκεί γινόμαστε εμείς γονείς και αυτά «σαρξ εκ της σαρκός» μας και «οστούν εκ των οστέων» μας. Και στις δύο κατηγορίες σχέσεων η αγάπη είναι η μοναδική έννοια και κατάσταση που ταιριάζει και αποτυπώνει την δημιουργικότητα κατ’ αρχήν και στην συνέχεια την ίδια την ζωή που η μία γενιά δίνει στην άλλη. Την ίδια στιγμή είναι και οι προϋποθέσεις του «ευ ζην» που μεταδίδονται από την μία γενιά στην άλλη. Μαζί με το γάλα που θηλάζουμε αλλά και προσφέρουμε είναι και κάθε τι που νοηματοδοτεί την ζωή, το οποίο θα αποτελέσει την βάση ώστε να κληροδοτηθεί ίδιο και διαφορετικό στους επόμενους.
Αυτή η αλληλουχία ζωής, αξιών, νοήματος, ταυτότητας, η οποία συναντά την ελευθερία του καθενός προσώπου περικλείεται στην αγάπη. Έρχεται ο Χριστός όμως να ανατρέψει τα δεδομένα αυτής της αλληλουχίας, όχι σε ποσοτικό επίπεδο, αλλά σε επίπεδο προσώπου. «Ο φιλών πατέρα ή μητέρα υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος. Και ο φιλών υιόν ή θυγατέρα υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος» (Ματθ. 10, 37). ‘Όποιος αγαπά τον πατέρα του ή την μάνα του παραπάνω από μένα, δεν είναι άξιός μου. Κι όποιος αγαπά τον γιο του ή την θυγατέρα του παραπάνω από μένα, δεν είναι άξιός μου». Αυτό το «υπέρ εμέ» δεν έχει να κάνει τόσο με το «περισσότερο», αλλά με το ποιον θέτουμε σε προτεραιότητα στην καρδιά μας, προς ποιον απευθύνεται η πρώτη μας σκέψη, η πρώτη μας έγνοια. Και εδώ ο λόγος του Χριστού φαίνεται σκληρός. Δεν είναι η φυσική συγγένεια που προηγείται για να αξίζει κάποιος να είναι μαθητής του Χριστού, να έχει σχέση με’ Αυτόν, να Τον αναγνωρίζει ως Διδάσκαλο και Σωτήρα του, αλλά η προτεραιότητα του προσώπου του Κυρίου στην ζωή μας. Και δεν αφήνει περιθώριο αμφιβολίας ο Χριστός. Θέλει να είμαστε άξιοί Του. Μας το ζητά. Διότι αυτή είναι η οδός της αγιότητος. Να υπερβούμε την δύναμη, την μοναδικότητα, την ομορφιά, την αξία της φυσικής συγγένειας και να αφήσουμε τον εαυτό μας να υιοθετηθεί από τον Χριστό. Εκείνος να γίνει ο Οικείος και προς Εκείνον να είναι προσανατολισμένη η καρδιά μας.
Αυτή η απαίτηση εγείρει δύο ερωτήματα: πρώτον τι περιλαμβάνει και πώς είναι εφικτό να πραγματοποιηθεί, αφού η συγγένεια δεν καταργείται σ’ αυτήν την ζωή τουλάχιστον; Και δεύτερον γιατί να ζητά ο Χριστός κάτι τέτοιο, αφού η αγάπη είναι η διδασκαλία της χριστιανικής παράδοσης; Αγαπά κάποιος πρωτίστως τους οικείους του, διότι μ’ αυτούς συνυπάρχει, αυτοί του δίνουν νόημα να αγωνίζεται, αυτοί είναι ο δικός του δρόμος για να μπορέσει η αγάπη να ασκηθεί και να έχει νόημα, να ξεπεράσει τις δυσκολίες που προέρχονται είτε από το «εγώ» μας είτε από την «ετερότητα» και το «εγώ» των άλλων. Και επειδή η συγγένεια δεν καταργείται, ακόμη κι αν ο άνθρωπος εγκαταλείψει τον πατέρα και την μητέρα του και δημιουργήσει καινούργια σχέση με την γυναίκα του (ή με τον άνδρα της η γυναίκα), διότι κρατά όσο είναι εφικτό την παλαιά και αναπτύσσει οικειότητα και αγάπη και με τους καρπούς της νέας (τα παιδιά), γι’ αυτό και η απαίτηση του Χριστού φαίνεται δύσκολο να εκπληρωθεί.
Ο Χριστός ζητά από τον άνθρωπο να μη μένει προσκολλημένος στους εγγύς, στην οριζόντια διάσταση της ζωής, αλλά να κοιτάξει στον ουρανό και ταυτόχρονα να δει τον πανταχού Παρόντα Θεό και να Τον αναγνωρίσει ως τον κατ’ εξοχήν οικείο του. Να κατανοήσει ότι η ζωή είναι δώρο του Θεού. Ότι η ταυτότητα του ανθρώπου, για να είναι πλήρης και αυθεντική χρειάζεται τον Θεό, διότι μόνο Αυτός δίνει αιωνιότητα, δηλαδή δεν αφήνει τον άνθρωπο να χαθεί μετά τον θάνατο. Ότι ο Θεός αγαπά τόσο τον άνθρωπο, ώστε έγινε γι’ αυτόν άνθρωπος. Και απέδειξε την αγάπη Του φτάνοντας μέχρι τον θάνατο για τον άνθρωπο, για να μπορέσει ο άνθρωπος να κοινωνεί την ζωή στο πρόσωπο ενός Θεού όμοιου κατά πάντα με μας. Διότι χωρίς την ενανθρώπιση και τον θάνατο του Θεού και στην συνέχεια την Ανάστασή Του η ανθρώπινη φύση δεν θα είχε, οικειούμενη την υιοθεσία από τον Θεό, την δυνατότητα να αναγνωρίσει τον Θεό. Αν ο Θεός ήταν μόνο Πνεύμα, τότε ο άνθρωπος που είναι και πνεύμα και σώμα, που είναι ύπαρξη που υπάρχει σε σχέση με τους άλλους ανθρώπους και τον κόσμο και σε σχέση με τον εαυτό του, θα ήταν αδύνατον να κοινωνήσει με τον ουρανό. Δεν θα είχε ούτε τις ιδιότητες, ούτε τις δωρεές που θα τον έκαναν να μπορεί να δει τον Θεό. Η παρουσία του Χριστού κάνει την ανθρώπινη φύση να μπορεί να αναπτύξει μία άλλη σχέση, να ενωθεί με την θεία.
Και για να γίνει πράξη αυτή η δωρεά της υιοθεσίας χρειάζεται ο άνθρωπος να έχει τον Θεό ως προτεραιότητά του. Να υπερβεί την δύναμη κάθε σχέσης, ακόμη και αυτής της φυσικής συγγένειας, για να γίνει τέκνον Θεού. Σημάδια αυτής της υπέρβασης είναι η δίψα για τον Θεό, είναι ο αγώνας εναντίον κάθε εξάρτησης από τον κόσμο, εναντίον των παθών, η μετοχή στην ζωή της Εκκλησίας, η υπέρβαση του εγώ, η άρση του Σταυρού τόσο στην σχέση με τον συνάνθρωπο, όσο και στην σχέση με τον εαυτό μας. Γιατί η συγγένεια είναι απαιτητική. Και το να αποφασίσει κάποιος να αγαπήσει, συνεπάγεται να νικήσει κάθε δύναμη του «εγώ». Αυτό το ξέρουμε καλά όσοι είμαστε γονείς, αλλά και όσοι θέλουμε να αγαπούμε τους συνανθρώπους μας, από τους οικείους μέχρι και τον εχθρό μας.
Χωρίς την αγάπη προς τον Χριστό ως προτεραιότητα, η φυσική συγγένεια διασώζει έντονα τα στοιχεία της κτητικότητας, του εγωισμού, της αίσθησης της ανταπόδοσης, του παράπονου, της υπερηφάνειας, αλλά και της ματαιότητας. Γιατί η φυσική συγγένεια είναι για τον παρόντα κόσμο και χρόνο. Χρειάζεται, αλλά δεν αρκεί. Δεν την καταργεί η Εκκλησία, αλλά υποδεικνύει την σχετικότητά της. Η σχέση με τον Χριστό ανοίγει την οδό της αιωνιότητας. Και αυτή η οδός βιώνεται στην Εκκλησία από τους ανθρώπους που θέλουν να ακολουθήσουν τον Χριστό, να γίνουν Άγιοι δηλαδή εν Αγίω Πνεύματι. Διότι δεν είναι εφικτή αυτή η σχέση αν ο άνθρωπος δεν αφεθεί στην χάρη του Πνεύματος. Αυτό ανοίγει τις αισθήσεις πνευματικά. Αυτό κάνει την καρδιά έτοιμη να ακολουθήσει τον Χριστό, αίροντας κάθε σταυρό. Αυτό βοηθά όποιον αγωνίζεται να μην νικιέται από τα πάθη. Αυτό κάνει την Εκκλησία τρόπο και τόπο Αγίων και όχι ιδεολόγων ή αγωνιστών για μία καλύτερη ζωή ή για την διάσωση κάποιων αξιών. Αυτό βοηθά τον άνθρωπο να ανοιχτεί πανανθρώπινα, χωρίς να θυσιάσει την αλήθεια, αλλά και χωρίς να πάψει να νοιάζεται για την κάθε ύπαρξη. Αυτό οδηγεί στην υπέρβαση ακόμη και της ανάγκης για ζωή, στην μαρτυρία και το μαρτύριο.
Η κοινωνία μας στηρίζεται στην φυσική συγγένεια ή την υποκαθιστά με την θεσμική συγγένεια σε κοινωνικό επίπεδο. Στους καιρούς μας έχει καταστήσει και το άτομο αυτόνομο. Να δικαιούται ό,τι θέλει και να μην πιστεύει πουθενά παρά μόνο στο εγώ και την εμπειρία του. Γι’ αυτό και ο λόγος του Χριστού ηχεί παράξενα. Όμως αποτελεί τον μοναδικό λόγο που γίνεται τρόπος ζωής και αιωνιότητας. Οι Άγιοι μάς διδάσκουν ότι αυτός ο δρόμος φέρει καρπούς. Είναι η παρουσία τους στην ζωή μας απόδειξη ότι βάζοντας τον Χριστό ως προτεραιότητα ανοιγόμαστε στην Αλήθεια που νικά κάθε χρόνο, κάθε συγγένεια, κάθε πρόσκαιρο. Και όλα νοηματοδοτούνται διαφορετικά με την παρουσία του Χριστού στην ζωή μας!
Κέρκυρα, 11 Ιουνίου 2017