Ένα από τα επιτεύγματα της εποχής μας είναι η ανάπτυξη της επιστήμης σε όλες τις πτυχές της. Δεν υπάρχει αντικείμενο του επιστητού που να μην έχει προοδεύσει. Μπορούμε να υποστηρίξουμε άφοβα ότι ο άνθρωπος σήμερα γνωρίζει συνολικά πολύ περισσότερα από ό,τι γνώριζαν οι παλαιότεροι. Και αυτό δεν είναι κακό. Δείχνει μία αγωνία και έναν αγώνα να ερμηνευθεί ο κόσμος, και ο μικρόκοσμος και ο μακρόκοσμος και ο ορατός και ο αόρατος,με την λογική και τις αισθήσεις. Η ερμηνεία κάνει τον άνθρωπο να αισθάνεται ότι τα μυστικά, τα μυστήρια του κόσμου δεν τα αφήνει στην πορεία τους, αλλά είναι ο ίδιος το κλειδί για να μπορέσει να τα αποκωδικοποιήσει. Η γνώση φέρνει τον άνθρωπο πιο κοντά στην αλήθεια. Και η αλήθεια ελευθερώνει από τα δεσμά της άγνοιας, της παιδιάστικης και αφελούς ερμηνείας της ζωής. Κάνει τον καθέναν μας να αισθάνεται πιο ελεύθερος από την εξάρτηση από δεισιδαιμονίες. Ο ελεύθερος άνθρωπος μπορεί να ορίσει τον εαυτό του με υπευθυνότητα. Διότι ξέρει. Και αυτός που ξέρει δεν έχει δικαιολογίες για τις επιλογές του.
Υπάρχουν όμως τρία ερωτήματα, στα οποία η ανθρώπινη γνώση δεν μπορεί να δώσει αφ’ εαυτής της επαρκείς απαντήσεις. Μπορεί να ερμηνεύσει το πώς. Κάποτε και το «γιατί» ως σωματικό και ψυχικό μηχανισμό. Δεν μπορεί όμως να ερμηνεύσει όλες τις πτυχές του «γιατί;», το «μετά» και το «αν» υπάρχει Κάποιος υπαρκτός Λόγος που να έχει άμεση σχέση με τα ερωτήματα αυτά. Είναι τα ερωτήματα του θανάτου, της αγάπης και του Θεού.
Γνωρίζουμε τους μηχανισμούς του θανάτου. Γνωρίζουμε γιατί βιολογικά πεθαίνουμε, είτε λόγω της φθοράς του χρόνου είτε λόγω των ασθενειών είτε λόγω άλλων παραγόντων όπως είναι οι ανθρώπινες παρεμβάσεις, η εσκεμμένη ή κάποτε και χωρίς επίγνωση αφαίρεση της ζωής. Μπορούμε να εξηγήσουμε τι συμβαίνει στο σώμα μας την στιγμή του θανάτου και πέρα. Δεν μπορούμε να απαντήσουμε αν η ζωή συνεχίζεται μετά τον θάνατο, τουλάχιστον με βάση την αυτόνομη γνώση που έχουμε. Μπορούμε να εξηγήσουμε τι συμβαίνει στην ύπαρξή μας όταν αγαπούμε. Ακόμη μπορούμε να ερμηνεύσουμε το γιατί αγαπούμε συγκεκριμένους ανθρώπους και τι ζητούμε από αυτούς και βιολογικά και ψυχολογικά. Δεν μπορούμε όμως να ερμηνεύσουμε τον μηχανισμό της αγάπης, όπως αυτός συνδέεται με την επιλογή μας να αγαπήσουμε εκείνους που δεν μας αγαπούν, να συγχωρήσουμε όσους κάνουν κακό σε εμάς, να ελεήσουμε, να είμαστε ανθρώπινοι. Η αγάπη επί της ουσίας αντίκειται σε έναν άλλο μηχανισμό που υπάρχει στον άνθρωπο, αυτόν του συμφέροντος. Και δεν μιλούμε για την αγάπη έναντι αυτών που μας ωφελούν ή μας κάνουν να απολαμβάνουμε. Εννοούμε την αγάπη που γίνεται ευαισθησία και άνοιγμα, τόσο έναντι γνωστών όσο και έναντι αγνώστων, φίλων και εχθρών, ξένων και οικείων. Τέλος, το ερώτημα του Θεού είναι το πλέον δύσκολο να απαντηθεί, διότι ο άνθρωπος ζητά να γνωρίσει τον Θεό με τις αισθήσεις ή από τα έργα της φύσης και του κόσμου και δεν είναι εύκολο να αποδεχθεί ένα Πρόσωπο με το οποίο δεν έχει αισθητή κοινωνία. Κατ’ επέκτασιν, είναι πολύ δύσκολο με την δική του αυτονομημένη από τον Θεό γνώση ο άνθρωπος να αποδεχθεί δυνάμεις που ξεπερνούν τα όρια του αισθητού.
Επομένως, παρότι ο άνθρωπος καυχάται ότι γνωρίζει, εντούτοις υπάρχει άγνοια και μάλιστα βυθός, διότι όσο βαθιά κι αν κατεβεί ο άνθρωπος στην θάλασσα της γνώσης, κάποια στιγμή θα κουραστεί και θα βυθιστεί. Ιδίως το ερώτημα του θανάτου είναι αυτό που ταλαιπωρεί τον καθέναν. Γι’ αυτό και η Εκκλησία μας, κατά την περίοδο της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής, καθώς ψάλλει την ακολουθία των Χαιρετισμών, αναφωνεί μαζί με τον ιερό υμνογράφο προς το πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου: «Χαίρε, βυθού αγνοίας εξέλκουσα . χαίρε, πολλούς εν γνώσει φωτίζουσα». Η Υπεραγία Θεοτόκος έχει βρει τις απαντήσεις στα ερωτήματα που ταλανίζουν την ανθρωπότητα και οι οποίες δείχνουν ότι υπάρχει μία άλλη οδός που ξεπερνά τα πεπερασμένα όρια της ανθρώπινης γνώσης και δίνει έναν αλλιώτικο φωτισμό, ακόμη και σε εκείνους που νομίζουν ότι γνωρίζουν.
Στο ερώτημα του Θεού η Παναγία δεν απαντά μέσω της πίστης σε μία απρόσωπη δύναμη, η οποία ερμηνεύει τα κενά της ανθρώπινης γνώσης, κυρίως στο «Ποιος» δημιούργησε τον κόσμο, αλλά μέσω της εμπιστοσύνης στον συγκεκριμένο και μοναδικό Θεό που είναι Τριαδικός. Στον Ευαγγελισμό της η Θεοτόκος λέει ΝΑΙ στο θέλημα του Θεού Πατέρα και κυοφορεί τον Υιό, αφού το Άγιο Πνεύμα επέρχεται επ’ αυτήν με την ελεύθερη συγκατάθεσή της. Δεν ζει μόνο το μυστήριο της «τετοκυίας άνευ ανδρός μητέρας». Ζητεί το μυστήριο της εξόδου στο πρόσωπό της όλης της ανθρωπότητας από την άγνοια, διότι με τον ερχομό του Χριστού στον κόσμο ο καθένας μας μπορεί δια του Υιού να γνωρίσει τον Πατέρα και να φωτιστεί από το Άγιο Πνεύμα. Αρκεί να ζητούμε την σχέση με τον Τριαδικό Θεό με τον τρόπο της Παναγίας. Τον τρόπο της εμπιστοσύνης σε κάθε περίσταση της ζωής μας. Εμπιστοσύνη σημαίνει πίστη. Αν μέσα μας αφήνουμε κατά μέρος ορθολογισμό και αισθήσεις και εμπιστευόμαστε την ύπαρξη του Θεού με βάση ότι προηγήθηκαν από μας η Παναγία και οι άγιοι της πίστης μας, τότε η άγνοιά μας πάει να υφίσταται. Γνωρίζουμε ότι η σχέση μας με τον Θεό μας ελευθερώνει. Και μας δίνει την δυνατότητα να απαντήσουμε και στα άλλα δύο ερωτήματα.
Γιατί η Παναγία, μέσω της εμπιστοσύνης στον Θεό, επιλέγει την οδό της απόλυτης αγάπης. Αφιερώνεται στον Θεό επειδή αγαπά. Γίνεται μητέρα και παραμένει παρθένος επειδή αγαπά. Μεγαλώνει τον Υιό του Θεού επειδή αγαπά. Τον συνοδεύει παντού επειδή αγαπά. Συγχωρεί τους σταυρωτές Του και αναδέχεται τον πόνο επειδή αγαπά. Χαίρεται την Ανάσταση επειδή αγαπά. Φθάνει μέχρι τον δικό της θάνατο χωρίς λύπη και αγωνία επειδή αγαπά. Και η αγάπη την κάνει να γνωρίζει ότι η σχέση με τον Θεό μας βγάζει από τα φθαρτά όρια του χρόνου και μας κάνει να γνωρίσουμε την αιώνια πραγματικότητα: αυτή της Βασιλείας στην οποία ο θάνατος δεν έχει πέραση. Εκεί όπου τα πάντα φωτίζονται από την αγάπη της παρουσίας του Θεού. Και γεύεται την ανάσταση όλης της ανθρωπότητας στο δικό της σώμα με την μετάστασή της. Εμείς σωματικά θα περιμένουμε την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού. Αυτή ήδη ζει την χαρά της αιωνιότητας.
Γιατί η Παναγία, μέσω της εμπιστοσύνης στον Θεό, επιλέγει την οδό της απόλυτης αγάπης. Αφιερώνεται στον Θεό επειδή αγαπά. Γίνεται μητέρα και παραμένει παρθένος επειδή αγαπά. Μεγαλώνει τον Υιό του Θεού επειδή αγαπά. Τον συνοδεύει παντού επειδή αγαπά. Συγχωρεί τους σταυρωτές Του και αναδέχεται τον πόνο επειδή αγαπά. Χαίρεται την Ανάσταση επειδή αγαπά. Φθάνει μέχρι τον δικό της θάνατο χωρίς λύπη και αγωνία επειδή αγαπά. Και η αγάπη την κάνει να γνωρίζει ότι η σχέση με τον Θεό μας βγάζει από τα φθαρτά όρια του χρόνου και μας κάνει να γνωρίσουμε την αιώνια πραγματικότητα: αυτή της Βασιλείας στην οποία ο θάνατος δεν έχει πέραση. Εκεί όπου τα πάντα φωτίζονται από την αγάπη της παρουσίας του Θεού. Και γεύεται την ανάσταση όλης της ανθρωπότητας στο δικό της σώμα με την μετάστασή της. Εμείς σωματικά θα περιμένουμε την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού. Αυτή ήδη ζει την χαρά της αιωνιότητας.
Τις απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά τις συναντούμε εκεί όπου η Υπεραγία Θεοτόκος τιμάται και μας τις έχει αφήσει ως παρακαταθήκη. Στην ζωή της Εκκλησίας. Εκεί όπου μαθαίνουμε, και με τις δικές της πρεσβείες, να ζούμε την ζωή που ο Θεός θέλει για μας. Να εμπιστευόμαστε. Να αγαπούμε τον πλησίον μας. Και να μην νικιόμαστε από την υπαρξιακή αγωνία του θανάτου, διότι γνωρίζουμε ότι υπάρχει η ανάσταση του Υιού της, δια της οποίας και ο καθένας από εμάς θα ζήσει τον θάνατο ως πέρασμα στην αιωνιότητα και όχι ως μηδενισμό. Σ’ αυτήν την οδό της πίστης, την οδό της Υπεραγίας Θεοτόκου, χρειαζόμαστε όλο τον άνθρωπο. Και τις αισθήσεις και τον νου και τη καρδιά και το σώμα και την ψυχή. Αυτό δεν σημαίνει ότι περιφρονούμε την γνώση της επιστήμης. Συνειδητοποιούμε όμως ότι αυτή έχει όρια. Και επιλέγοντας την οδό της πίστης ζούμε την πληρότητα της Θεογνωσίας, η οποία δεν είναι επίτευγμα του νου, αλλά καρπός τόσο της ελευθερίας μας όσο και της χάριτος του Θεού. Διότι τις τελικές απαντήσεις στα μεγάλα ερωτήματά μας τις λαμβάνουμε όταν αφηνόμαστε σ’ Εκείνον. Στην ζωή της Εκκλησίας. Της αλήθειας που δεν νικιέται από την άγνοια και δεν φοβάται καμία γνώση. Γιατί είναι αγάπη, δια της Αγάπης.
Κέρκυρα, 17 Μαρτίου 2017