Μία από τις κατηγορίες που διατυπώνεται εναντίον της Εκκλησίας είναι ότι ο λόγος της είναι συντηρητικός. Ότι δεν είναι προσαρμοσμένος στα μέτρα των καιρών. Στην ανάγκη του ανθρώπου να χαρεί την ελευθερία και τα αγαθά του πολιτισμού. Ότι η Εκκλησία, επικαλούμενη την ανθρώπινη συνείδηση και την διαμόρφωσή της με βάση τις εντολές του Θεού, καλλιεργεί ενοχές, δεν εγκρίνει τις απολαύσεις. Εξάλλου, η όποια τήρηση των εντολών προϋποθέτει κόπο. Και σήμερα είμαστε κουρασμένοι από τις υποχρεώσεις, την ανάγκη για επιβίωση, τις δυσκολίες της ζωής για να προσθέτουμε περαιτέρω κόπο.
Είναι συντηρητικός ο λόγος της Εκκλησίας, λένε, διότι κρατά ως βάση του αξίες τού παρελθόντος. Μιλά για την οικογένεια, για την πατρίδα, για τη σωτηρία από το κακό και τον θάνατο, για την ανάσταση. Ο κόσμος όμως σήμερα ζει στην προοπτική του «εδώ και τώρα». Ζει έναν μηδενισμό του παρελθόντος και αδιαφορεί για το μέλλον. Κλειδί είναι το «νυν». Κι αυτό έχει να κάνει με τη χαρά που απαιτούμε να ζήσουμε. Με τη στροφή στον εαυτό μας και τις ανάγκες μας. Γιατί να ακολουθήσουμε μία πρόταση ζωής η οποία δε δίνει άμεσες παροχές; Βασισμένη στην πίστη σε έναν Θεό, ο Οποίος δεν είναι εμφανής σε μία εποχή του «φαίνεσθαι» αλλά εργάζεται στην καρδιά του ανθρώπου που Τον αναζητά και παλεύει να ζήσει έναν τρόπο ζωής με κλειδιά την αγάπη, τη συνάντηση με τον πλησίον, την άσκηση που συνεπάγεται την παραίτηση από τις επιθυμίες μας όταν αυτές αντιστρατεύονται το θέλημά Του, όταν δηλαδή μας κλείνουν στο πρόσκαιρο, στην ιδιοτέλεια, σ’ αυτό που ονομάζουμε «σαρκικό φρόνημα».
Μας φαίνεται παράδοξο, ωστόσο ο λόγος της Εκκλησίας είναι όντως συντηρητικός κι ας ντρεπόμαστε λίγο κάποτε όσοι πιστεύουμε στον Θεό να μας χαρακτηρίζουν έτσι, δηλαδή «συντηρητικούς». Η λέξη δεν ανταποκρίνεται στην κρατούσα νοοτροπία. Όμως το να είμαστε συντηρητικοί σημαίνει ότι γνωρίζουμε τα όρια της ζωής. Ότι ο χρόνος είναι προϋπόθεση της αιωνιότητας. Ότι μπορεί να φαίνεται πως έχουμε καιρό μπροστά μας, όμως η αιωνιότητα κερδίζεται τώρα. Ότι τα σχήματα αυτής της ζωής, όπως η οικογένεια και η πατρίδα, ξεκινούν από το παρελθόν, αλλά μας μαθαίνουν να αγαπούμε και να ανήκουμε. Ότι η πρόταξη της αγάπης δε συνεπάγεται την άρνηση των αξιών μας, αλλά μας οδηγεί στο να μπορούμε να σεβόμαστε τον άλλον, όχι όμως και να αποδεχόμαστε την αμαρτία ως ευλογία. Ότι νοιαζόμαστε για το σύνολο, με τελικό γνώμονα να γνωρίσουν και οι πολλοί τον Θεό, γιατί αυτό μας ζητά ο Ίδιος με το «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη». Ότι παλεύουμε εναντίον της αμαρτίας διότι γνωρίζουμε ότι μας φθείρει. Μας οδηγεί στην ψευδαίσθηση ότι δεν υπάρχει «αεί» και επομένως μπορούμε να ζούμε τη ζωή μας απολαμβάνοντας, χωρίς μέτρο και χωρίς συνείδηση.
Είναι συντηρητικός ο λόγος της Εκκλησίας, όχι όμως διότι μένει στο παρελθόν, αλλά επειδή σαν το αλάτι κρατά αναλλοίωτη τη γεύση εκείνης της τροφής που θα μας βοηθήσει να πορευτούμε προς το μέλλον. Είναι ο Άρτος της Ζωής που νοηματοδοτεί τον κόσμο και τον καθέναν μας. Αυτός που λείπει από τις καρδιές όσων μάθανε να θεωρούν πρόοδο μία ζωή χωρίς Θεό κι Αλήθεια.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Ορθόδοξη Αλήθεια»
στο φύλλο της Τετάρτης 16 Νοεμβρίου 2016