«Τα Θρησκευτικά είναι η ώρα του παιδιού», λένε ειρωνικά κάποιοι. Υπονοούν ότι οι μαθητές δεν ενδιαφέρονται, κάνουν φασαρία, διαλύουν τη διδακτική ώρα. Μπορεί να υπονοούν ότι και οι θεολόγοι εκπαιδευτικοί βρίσκονται στον κόσμο τους. Μιλούνε με γλώσσα ξύλινη, παρωχημένη, διδάσκουν το παρελθόν το οποίο η επιστήμη δήθεν έχει απορρίψει, ιδίως αναφορικά με τη δημιουργία του κόσμου και την ύπαρξη του Θεού. Και γι’ αυτό προτείνουν και θέλουν να επιβάλουν την αναδιάρθρωση του μαθήματος. Να είναι ανοιχτό στη σύγχρονη πραγματικότητα και στις άλλες θρησκείες. Να χρησιμοποιούν οι ίδιοι οι διδάσκοντες, οι οποίοι κατά τα άλλα είναι στον κόσμο τους, νέες παιδαγωγικές τεχνικές, ώστε τα παιδιά και να ενδιαφέρονται και να συμμετέχουν. Να γίνουν τα Θρησκευτικά από ένα μάθημα που δεν ενδιαφέρει, ένα μάθημα πολιτισμού. Πώς αυτό θα ενδιαφέρει βέβαια παιδιά που συχνά δεν έχουν καθόλου διάθεση να μάθουν, είναι ένα ερώτημα στο οποίο το ευχολόγιο του νεωτερισμού δεν μπορεί να απαντήσει.
Όχι, δεν είναι τα Θρησκευτικά «η ώρα του παιδιού»! Είναι μία συνάντηση νέων ανθρώπων με έναν θεολόγο που όταν έχει επίγνωση του ότι είναι δάσκαλος, μπορεί να τους βοηθήσει να συναντήσουν στοιχεία ζωής που δεν τα βρίσκουν πλέον σε άλλα μαθήματα. Η αφήγηση, για παράδειγμα, σήμερα έχει περιοριστεί στο ελάχιστο. Στην Ιστορία, στη Λογοτεχνία, στα Αρχαία Ελληνικά από μετάφραση ο δάσκαλος δεν αφηγείται, δεν παρουσιάζει στους μαθητές ιστορίες με τρόπο που να τους προσελκύει το ενδιαφέρον. Εικόνες, τεχνικά στοιχεία, καμία επαφή με την πραγματική ζωή, καμία μεταφορά στις βαθύτερες υπαρξιακές ανάγκες του ανθρώπου. Κανένα περιθώριο για διαφωνία, κάτι που το μάθημα των θρησκευτικών προσφέρει ως την μέγιστη ευκαιρία, ο μαθητής να αισθάνεται την ελευθερία να ρωτήσει, να αμφισβητήσει, να παραπονεθεί, να μοιραστεί, να ακούσει.
Και ο δογματισμός; Έχουν την εντύπωση οι αρνητές του μαθήματος ότι η σημερινή νεολαία, αν ακούσει για τον Χριστό και την Ορθοδοξία, θα τρέξει κατ’ ευθείαν στην Εκκλησία. θα χάσει τη δυνατότητα να σκέφτεται ελεύθερα. Από την αντίθετη πλευρά, την ίδια αντίληψη έχουν και όσοι θεωρούν πως αν η Ορθοδοξία συζητήσει για τις άλλες θρησκείες, οι μαθητές θα γίνουν μουσουλμάνοι και βουδιστές. Το πρόβλημα δεν είναι ο διάλογος. Είναι αν γνωρίζουμε σε ποια βάση θα τον θέσουμε. Θέλει η πολιτεία να είμαστε Έλληνες; Θέλει τα συστατικά στοιχεία της ταυτότητάς μας, γλώσσα, θρησκεία, ιστορία, πολιτισμό; Ή θέλει να είμαστε ακόλουθοι του παγκοσμιοποιημένου πολιτισμού, αυτού που θεοποιεί το εγώ και μας κάνει να λειτουργούμε με γνώμονα όχι την αγάπη, αλλά τον φόβο και την ηδονή;
Το μάθημα των Θρησκευτικών είναι το τελευταίο ανάχωμα στην ισοπέδωση του ανθρωπίνου προσώπου. Στη σύγχυση που μας καθιστά άτομα χωρίς ταυτότητα και χωρίς κριτική σκέψη. Ακόμη κι αν κάποιοι θεολόγοι νομίζουν ότι πρέπει να κάνουν προπαγάνδα (αν και πολλοί διορίστηκαν χωρίς να έχουν καμία σχέση με την Εκκλησία), η αμφισβήτηση των μαθητών τους είναι αρκετή για να τους συνεφέρει. Τις ιδεοληψίες όμως όλων εκείνων που φαντασιώνονται ότι δημιουργώντας χάος, θα καταστήσουν ελκυστικότερο το μάθημα και που δεν ακούνε καμία κριτική, ποιος αλήθεια θα αντιμετωπίσει; Η απάντηση θα δοθεί από τους θεολόγους που θα επιμείνουν στο χτίσιμο σχέσης αγάπης, κριτικής και αυθεντικού προβληματισμού στις ψυχές των μαθητών.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Ορθόδοξη Αλήθεια»
στο φύλλο της Τετάρτης 5 Οκτωβρίου 2016