Μία από τις πιο σπουδαίες σύγχρονες πεζογράφους είναι η Αμερικανίδα Μέριλυν Ρόμπινσον. 4 μυθιστορήματα έχει γράψει και ήδη θεωρείται ζωντανός θρύλος των αμερικανικών γραμμάτων. Πρόσφατα είχε μία καταπληκτική συζήτηση με τον Αμερικανό Πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα στην Αϊόβα, η οποία δημοσιεύτηκε στο περιοδικό The New York Review of Boks. Η συζήτηση αυτή αναδημοσιεύεται στην έκδοση στα ελληνικά του μυθιστορήματός της «Λάιλα», από τις εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ σε μετάφραση Κατερίνας Σχινά, μαζί με ένα πολύ όμορφο επίμετρο του Σταύρου Ζουμπουλάκη, και είναι μία ένδειξη πώς οι πολιτικοί που αφήνουν έργο έχουν πρωτίστως παιδεία και κουλτούρα, αλλά και γνωρίζουν να συζητούν αληθινά (και μόνο η ανάγνωση της συζήτησης προκαλεί θλίψη τόσο για τα καθ’ ημάς, όσο και για την επικείμενη εκλογή προέδρου στις ΗΠΑ).
Διαβάσαμε την «Λάιλα», το τρίτο μέρος της τριλογίας της Αϊόβα, όπως χαρακτηρίζεται. Προηγήθηκε το «Γκίλιαντ» (Gilead, 2004, αγαπημένο μυθιστόρημα του Ομπάμα), ακολούθησε το «Στο Σπίτι» (Home, 2008), τα οποία κυκλοφορούνται από τις εκδόσεις ΕΝ ΠΛΩ. Πρόσωπα που ενώνουν και τα τρία μυθιστορήματα δύο πάστορες στην Αϊόβα: ο Τζον Έιμς και ο Ρόμπερτ Μπάουτον. Στην «Λάιλα» η ηρωίδα είναι ένα εγκαταλελειμμένο παιδί, το οποίο μεγαλώνει σε καραβάνια ανθρώπων, σωσμένο από μία γυναίκα την Ντολ, η οποία στην περιπλάνησή της προκειμένου να επιβιώσει δε διστάζει να πάρει μαζί της την Λάιλα, να την μεγαλώσει σα φυσικό της παιδί, να κάνει και φόνο ακόμη για να τη σώσει και να της αφήσει ως παρακαταθήκη το μαχαίρι του εγκλήματος, από αγάπη και θυσία, για να μη αναγκαστεί η Λάιλα να τη συνοδεύσει στη φυλακή ή στον θάνατο, να μην αναγκαστεί να φέρει επάνω της το στίγμα του περιθωρίου στο οποίο καταδικάστηκε αμετάκλητα η φόνισσα προστάτης της. Η Λάιλα θα πιάσει δουλειά σε ένα πορνείο, καταφέρνοντας κάποια στιγμή να είναι η υπηρέτρια και όχι πόρνη, ενώ θα δραπετεύσει και θα βρεθεί στη Γκίλιαντ, όπου θα την παντρευτεί από καλοσύνη και χριστιανική αυταπάρνηση ο χήρος πάστορας Τζον Έιμς. Στην Γκίλιαντ η Λάιλα αναπολεί τη ζωή της και προσπαθεί να αντιμετωπίσει τις ποικίλες ψυχολογικές μεταπτώσεις που πηγάζουν από τις εσωτερικές συγκρούσεις: ένας ανυπόταχτος άνθρωπος, με πολλά ερωτήματα, αναζητεί το νόημα της ύπαρξης και συναντά έναν ηλικιωμένο πάστορα, ο οποίος της προσφέρει ασφάλεια, τρυφερότητα και αγάπη, καθηλώνοντάς την σ’ έναν τόπο που δεν είναι εύκολο να γίνει σπίτι της.
Το μυθιστόρημα είναι στηριγμένο στον προφήτη Ιεζεκιήλ από την μία πλευρά: «και πέρασα από δίπλα σου και σε είδα πνιγμένη στο αίμα σου και σου είπα: Ζήσε... και σε έλουσα στο νερό και ξέπλυνα από πάνω σου το αίμα και σε άλειψα με λάδι...» (Ιεζεκιήλ, 16, 6-9), σε μία αλληγορική ιστορία, στην οποία ο Θεός ως πατέρας περνά από ένα χωράφι από όπου έχει εγκαταλειφθεί ένα παιδί χωρίς νόημα στη ζωή του, σύμβολο της Ιερουσαλήμ ή της ψυχής δεν ξέρει ότι είναι ύπαρξη που έχει νόημα στην πορεία της. Από την άλλη μας θυμίζει την ιστορία του προφήτη Ωσηέ, ο οποίος παντρεύτηκε μία πόρνη γυναίκα, θέλοντας να δείξει στους Ισραηλίτες ότι ο Θεός αγαπά τον λαό του, ακόμη κι αν εκείνος έχει άλλες αγάπες και τον πουλά.
Είναι ακόμη μία σύγκρουση ανάμεσα στη ενοχή και την ευσπλαχνία. Η Λάιλα αισθάνεται ένοχη στη ζωή της. Η ενοχή πηγάζει από το παρελθόν. Δεν μπορεί να εξηγήσει τα πράγματα, γιατί εγκαταλείφθηκε ορφανή, γιατί στερήθηκε την προστάτιδά της, γιατί οι άνθρωποι του μόχθου, με τους οποίους μεγάλωσε πηγαίνοντας από πολιτεία σε πολιτεία και απο γη σε γη προκειμένου με τον κόπο να επιβιώσουν, δεν ήταν σε θέση να την κρατήσουν κοντά τους. Η Λάιλα είναι μία ύπαρξη ορφανή από αγάπη και συντροφικότητα, χωρίς να φταίει η ίδια. Και όταν συναντά την ευσπλαχνία και την αγάπη του Θεού στο πρόσωπο του πάστορα Τζον Έιμς, αληθινού πατέρα, όχι καταπιεστικού ή προσηλυτιστικού, αλλά δοτικού, ταπεινού και ευγενικού, αισθάνεται μεγάλη δυσκολία αν να αποδεχθεί ότι αξίζει μια τέτοια αγάπη και κυρίως αδυναμία να μπορέσει να αγαπήσει η ίδια αυτόν που τη αγαπά αληθινά θυσιαστικά.
Η Λάιλα θα θέσει τα πιο δύσκολα ερωτήματα στον εκπρόσωπο της θρησκείας, τα μεγάλα «γιατί» και τα μεγάλα «αν» του ανθρώπου: γιατί ο πόνος, γιατί η μοναξιά, γιατί ο θάνατος, αν υπάρχει παράδεισος και κόλαση, αν γιατρεύονται οι ενοχές, αν μπορούμε να αγαπήσουμε. Θα μπορέσει να δώσει απάντηση όχι μέσα από τις λογικές βεβαιότητες, αλλά από την εμπιστοσύνη της αγάπης: «Νομίζω πως κάτι συμβαίνει μ’ εμένα, γέρο μου. Δεν μπορώ να σ’ αγαπήσω τόσο πολύ όσο σ’ αγαπώ. Δεν μπορώ να νιώσω τόσο ευτυχισμένη όσο είμαι» (σελ. 351). Η λογική δεν της επιτρέπει να παραδοθεί. Όμως η ύπαρξή της νιώθει την αγάπη, την εμπιστοσύνη, την παράδοση. Η ενοχή της θεραπεύεται αληθινά από την ευσπλαχνία. Του Θεού και του ανθρώπου. «Δεν υπήρχε τρόπος να εγκαταλείψεις την ενοχή, δεν υπήρχε τίμιος τρόπος να την απαρνηθείς. Όλα τα κουβάρια και τους κόμπους της πικρίας, της απελπισίας, και του φόβου έπρεπε να τα λύσει η ευσπλαχνία. Ή μάλλον όχι, προτιμότερο να τα καταυγάσει η θεία χάρις» (σελ. 358-359).
Σε μία εποχή θριάμβου του ορθολογισμού από την μία, σκληρότητας του θανάτου από την άλλη και τελικής απόγνωσης, όπου το θέλημά μας και η ικανοποίησή του μοιάζει να είναι το μόνο νόημα στη ύπαρξη, η πρόταση της Ρόμπινσον για παράδοση του εαυτού μας στην αγάπη του Θεού και την ευσπλαχνία Του και από την άλλη η απεικόνιση μιας θρησκείας στην οποία αυτοί που την εκφράζουν δε στέκονται στις βεβαιότητες, αλλά εκφράζουν ως βίωμα την αγάπη, τα υπαρξιακά ερωτήματα, σε όσους επιμένουν να έχουν, μπορούν να βρούνε απαντήσεις. Ο πάστορας Τζον Έιμς ζει. Συζητά. Ασχολείται με τα πολιτικά πράγματα. Καλλιεργεί τον κήπο του. Επισκέπτεται τους ανθρώπους. Έχει ζωντανή σχέση μαζί τους. Προβληματίζεται. Έχει όμως επίγνωση των ορίων του. Και αφήνεται ταπεινά στην φροντίδα μιας γυναίκας του περιθωρίου, όχι γιατί δεν μπορεί να ζήσει χωρίς αυτήν, αλλά γιατί νιώθει μέσα του ότι η αποστολή του δεν εξαντλείται στο κήρυγμα και την καλλιέργεια της θρησκευτικότητας των ανθρώπων, αλλά περνά μέσα από την έμπρακτη άρση όσο του δικού του σταυρού (η πρώτη γυναίκα του και το μωρό παιδί του πεθαίνουν όταν αυτός απουσιάζει), όσο και των σταυρών των άλλων ανθρώπων.
Το μυθιστόρημα περιγράφει μία Αμερική και έναν κόσμο στον οποίο δεν υπάρχουν οι μεγάλοι ήρωες. Δεν κριτικάρει τον θρησκευτικό και κάθε μορφής φονταμενταλισμό, ούτε την αλαζονεία και τον ρατσισμό των λευκών εις βάρος των μαύρων, παρότι η δράση του εκτυλίσσεται στα χρόνια του Μεσοπολέμου, στα χρόνια του οικονομικού κραχ. Περιγράφει την φτώχεια και την αδικία, όχι όμως για να κηρύξει ταξική επανάσταση, αλλά για να δείξει θετικά ότι υπάρχει ένας άλλος δρόμος για έναν κόσμο αγάπης, καταλλαγής και συνύπαρξης. Είναι αυτός της ευσπλαχνίας. Και αυτό είναι το αληθινό μήνυμα του Ευαγγελίου. Μπορεί η συγγραφέας του να μην είναι ορθόδοξη, αλλά προτεστάντης. Ουσιαστικά όμως περιγράφει το αυθεντικό υπαρξιακό βάθος της χριστιανικής παράδοσης. Ότι «τα πράγματα συμβαίνουν για λόγους που είναι κρυφοί απ’ όλους μας, εντελώς κρυφοί όσον καιρό πιστεύουμε ότι προέρχονται απ’ όλα όσα έχουν συμβεί παλιότερα, από αυτά για οποία νιώθουμε ενοχή και απ’ αυτά για τα οποία πιστεύουμε ότι αξίζουμε ανταμοιβή και όχι ότι πέφτουν επί της κεφαλής μας από ένα μέλλον που μας προσφέρει ο Θεός εν τη ελευθερία Του. Οι λόγοι τελικά είναι κρυφοί στο μυστήριο του Θεού» (σελ. 306).
Και η «Λάιλα» και τα άλλα δύο μυθιστορήματα είναι περιγραφή υπαρξιακών ταξιδιών, τα οποία μας γεμίζουν ελπίδα!
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Κέρκυρα, 4 Σεπτεμβρίου 2016