Η συζήτηση που άνοιξε σχετικά με το ζήτημα της προσευχής στα σχολεία είναι μία ακόμη μαρτυρία της απόστασης που χωρίζει τον τρόπο με τον οποίο ο κόσμος κατανοεί τη ζωή της Εκκλησίας. Για κάποιους η προσευχή αποτελεί έκφραση πίστης σε κάποιον θεό, που δεν πρέπει να αφορά τον δημόσιο χώρο, αλλά μόνο την προσωπική ζωή του ανθρώπου. Η προσευχή δεν μπορεί να είναι υποχρεωτική, διότι δεν είναι έκφραση πιστεύουσας κοινότητας, αλλά απόφαση ελευθερίας του καθενός, που δεν μπορεί να δεσμεύει τους άλλους. Η προσευχή μπορεί να είναι έκφραση της παράδοσης στον τόπο μας. Στην ουσία όμως αυτή η παράδοση έχει εθιμικό, εξωτερικό χαρακτήρα. Δεν μπορεί να ανταποκριθεί στην ανάγκη του ανθρώπου να είναι μοντέρνος, να ακολουθεί το σύγχρονο πολιτισμό, ο οποίος θέλει ανεξαρτησία και όχι προσοχή μπροστά σε αυθεντίες. Ας μη λησμονούμε ότι τα περισσότερα παιδιά στο σπίτι τους δεν προσεύχονται. Γιατί να κάνουν κάτι στο σχολείο, το οποίο δεν το συνηθίζουν στην οικογενειακή τους ζωή;
Η Εκκλησία απάντησε θεσμικά. Αξιοποίησε το συνταγματικό και νομικό οπλοστάσιο και για την ώρα κατάφερε να ξεφύγει τον σκόπελο του προβλήματος. Δεν έχει καταφέρει όμως να του δώσει απάντηση επί της ουσίας. Αυτή δεν μπορεί να εξαντλείται στην παραδοσιακή θέση της Εκκλησίας στην κοινωνία, διότι με αυτό τον τρόπο εισέρχεται στη λογική των επικριτών της προσευχής και δίνει μία εξουσιαστική ερμηνεία. Λόγω της θέσης μας στο κράτος, μπορούμε να επιβάλλουμε αυτό που έχουμε ως κεκτημένο. Πόσο όμως μπορούμε να μην αφήσουμε αυτό που προβλέπει το σύνταγμα και ο νόμος «γράμμα»; Γιατί έτσι λειτουργεί. Το πρόβλημα έγκειται στο να ζητούνε τα παιδιά να κάνουν προσευχή διότι κρίνουν και αυτά και οι γονείς τους ότι έχει νόημα για τη ζωή τους και εδώ η ευθύνη της Εκκλησίας είναι μεγάλη.
Το κοινό αγαθό θα μπορούσε να είναι μία απάντηση που θα έδινε κάποιο νόημα. Δεν είμαι μόνο άτομο. Είμαι μέλος μιας κοινότητας, η οποία έχει στοιχεία του συν-ανήκειν. Αυτά είναι η γλώσσα, η ιστορία, η θρησκεία, η τέχνη. Η προσευχή είναι θρησκευτικό χαρακτηριστικό, ζωτικής υφής. Δεν προσεύχομαι για το καλό. Δηλώνω ότι ανήκω σε μία κοινότητα που προσεύχεται, διότι χωρίς και την προσευχή, δεν μπορεί να έχει δεσμούς ενότητας των μελών της. Ταυτόχρονα, στην προοπτική της συνύπαρξης, χωρίς να καταπνίγω τις ατομικές μου πεποιθήσεις, τις αφήνω κατά μέρος μπροστά στην κοινή προοπτική. Γι’ αυτό και στην προσευχή καλό είναι να είναι όλοι παρόντες. Αυτοί που δεν πιστεύουν ή είναι ετερόδοξοι ή αλλόθρησκοι, να στέκονται με προσοχή και σεβασμό στην κοινότητα των πολλών. Το ίδιο θα πρέπει να εκπαιδευθούν να κάνουν και οι πολλοί αν είχαν ενώπιόν τους μια κοινότητα αλλοθρήσκων που θα προσευχόταν στο δικό της θεό. Ο σεβασμός στους άλλους ουδέποτε αλλοτριώνει τη διαφορετικότητά μας.
Είναι βεβαίως καθήκον της Εκκλησίας να εργαστεί ώστε η προσευχή να γίνει έκφρασης ζέουσας πίστης στον αληθινό Θεό. Αυτό έχει να κάνει με την οικογένεια και την κατήχηση. Η προσωπική αβελτηρία δε δικαιολογεί την παραίτηση από ό,τι μας ενώνει. Και γι’ αυτό χρειάζεται αγώνας, ώστε να πειστούν περισσότεροι για το νόημα τέτοιων κινήσεων, που δεν είναι συμβολικό μόνο συστατικό στοιχείο, αλλά και ουσιαστικό για την συλλογική μας ταυτότητα.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Ορθόδοξη Αλήθεια»
στο φύλλο της Τετάρτης 21 Σεπτεμβρίου 2016