Οι
άνθρωποι επιθυμούμε τα έργα μας και οι κόποι μας να αναγνωρίζονται. Όσοι
πιστεύουμε στον Θεό έχουμε την ελπίδα ότι ακόμη κι αν σ’ αυτή τη ζωή βρούμε αχαριστία ή αδιαφορία από
τους συνανθρώπους μας, ο Θεός δε θα λησμονήσει τις προσπάθειές μας και θα μας
δώσει την ανταπόδοση στην αιωνιότητα. Μπορεί ο λογισμός να μας κατατρώγει, αλλά
καλλιεργούμαστε και στην υπομονή. Εκεί που δυσκολευόμαστε πάντως είναι όταν οι
άνθρωποι αμφισβητούν τα έργα μας. Και κάνουμε αγώνα ώστε να τους πείσουμε για
την αξία τους, για τον κόπο που έχουμε καταβάλει, για τη σημασία του να υπάρχει
δικαιοσύνη στη ζωή και ό,τι αξίζει να γίνεται αποδεκτό. Κάποτε ο εγωισμός μας
θίγεται και παραπονιόμαστε για τη στάση των άλλων. Μεταφέρουμε και τα παράπονά
μας στον Θεό, στην προσευχή μας. Αισθανόμαστε δηλαδή αδικημένοι και ζητούμε
προστασία ή μισθό.
Αν
για τα υλικά μας έργα, αν για τον τρόπο που φερόμαστε στις διαπροσωπικές μας
σχέσεις, για την προσφορά μας στους άλλους, για τις δημιουργίες μας, για τα
επιτεύγματά μας ζητάμε την αναγνώριση, θα είχε ενδιαφέρον ο προβληματισμός μας
σχετικά με τα πνευματικά έργα, αυτά δηλαδή που αναφέρονται στη σχέση μας με τον
Θεό. Εκεί βλέπουμε ότι συνήθως υστερούμε.
Ακόμη και αν λειτουργούμε φαρισαϊκά, αυτοδοξαστικά, κατανοούμε ότι δεν μπορούμε
να φθάσουμε τον Θεό ή να εκπληρώσουμε ακόμη και τα ελάχιστα. Είναι τα πάθη μας
τα οποία μας κατατρώγουν, με αποτέλεσμα να αντιδρούμε, ανάλογα ο καθένας με τον
χαρακτήρα του, ποικιλοτρόπως.
Υπάρχουν αυτοί που μένουν στην επιφάνεια
της συνήθειας στη σχέση με τον Θεό. Τους είναι αρκετή η εξωτερική τήρηση
των εντολών, κατά την παράδοση, όπως έμαθαν. Η σχέση με τον Θεό έχει να κάνει
με τη συμμετοχή στις γιορτές, με την τήρηση εθίμων, με ψήγματα πνευματικής
ζωής, όπως είναι η νηστεία, με το να είμαστε «καλοί άνθρωποι». Επειδή αυτά σε
γενικές γραμμές τηρούνται, ανεξαρτήτως πνευματικού βάθους, οι τηρητές μένουν
ευχαριστημένοι. Μάλιστα, θεωρούν ότι απέναντι στον Θεό είναι «εντάξει». Κάποτε
καθησυχάζουν και τη συνείδησή τους, όταν συγκρίνουν τους εαυτούς τους με
εκείνους που δεν έχουν καθόλου σχέση με τον Θεό και την εκκλησιαστική συνήθεια
και παράδοση. Βέβαια, καταλαβαίνουν ότι δε φτάνουν αυτοί οι τρόποι για να
νικήσουν τον θάνατο και έχουν ανησυχία κατά βάθος και φόβο. Ενώ προσδοκούν
μισθό ανταπόδοσης από τον ουρανό, διότι τουλάχιστον δεν έβλαψαν και προσπάθησαν
να είναι τυπικοί, αισθάνονται ανίσχυροι μπροστά στο δυσκολότερο γεγονός της
ζωής που είναι το τέλος της και πάντοτε φοβούνται ότι τα έργα τους μπορεί και
να μη φτάνουν για την αιωνιότητα, όμως δεν έχουν διάθεση να μπούνε σε μία πιο
ουσιαστική πνευματική πορεία.
Υπάρχουν εκείνοι οι οποίοι θεωρούν ότι έχουν αποτινάξει τον ζυγό του
Θεού. Είναι όσοι πιστεύουν στον εαυτό τους, στη δύναμη της κοσμικής ζωής,
στα επιτεύγματα του πολιτισμού. Αυτοί που θεωρούν ότι μπορούν και πρέπει να
ζήσουν, επειδή το τέλος είναι αναπόφευκτο και γι’ αυτό μπροστά στον θάνατο είτε καταρρέουν είτε
συμβιβάζονται καθώς έχουν αποφασίσει ότι τα πάντα οδηγούνται προς το μηδέν.
Σημασία έχει να περνάμε καλά σ’ αυτήν
εδώ τη ζωή, να κάνουμε ό,τι μπορούμε ώστε να είμαστε χαρούμενοι, να
ικανοποιούμε τις επιθυμίες μας, χωρίς να πιεζόμαστε θρησκευτικά. Στην καλύτερη
περίπτωση οι άνθρωποι αυτοί έχουν ένα διανοουμενίστικο προσανατολισμό. Αγαπούνε την τέχνη, τις ιδέες, τη γνώση και
νομίζουν ότι έχουν ανακαλύψει το νόημα της ζωής επαρκώς. Η πνευματικότητα είναι
θέμα εγκεφαλικό και ευαισθησίας έναντι του κόσμου. Είναι ακολούθηση αιτημάτων
όπως η κοινωνική δικαιοσύνη, η γνώση, το στυλ.
Υπάρχουν, τέλος, και εκείνοι, οι οποίοι είναι συνήθως λιγότεροι και οι
οποίοι προσπαθούν να δούνε τη σχέση με τον Θεό σε βάθος. Αυτό συνεπάγεται
την αυτογνωσία και την αυτοκριτική από την μία και από την άλλη ένα αίσθημα
μετανοίας συνεχούς, δηλαδή εκζητήσεως του ελέους του Θεού για όσα δεν μπόρεσαν
ή δε θέλησαν ή δεν κατενόησαν. Την ίδια στιγμή την καρδιά τους συνέχει η αγάπη,
τόσο προς τον Θεό όσο και προς τον συνάνθρωπο. Η προσευχή και η ευσπλαχνία. Η
παράδοση στο έλεος του Θεού από την μία και ο αγώνας για έναν κόσμο με
περισσότερη αγάπη από την άλλη. Η ταυτόχρονη στροφή εντός δίνει στους ανθρώπους
αυτούς τη δυνατότητα να αφήσουν τον Θεό δια του Αγίου Πνεύματος να μιλήσει στην
καρδιά τους και να νοηματοδοτήσει όπως Εκείνος γνωρίζει τη ζωή τους.
Στην αγωνία λοιπόν για τη
δικαίωση αναφορικά με τα έργα της ζωής μας η Εκκλησία απαντά δια του Αποστόλου
Παύλου: «Ει τινός το έργον μένει, ό
επωκοδόμησε, μισθόν λήψεται. Ει τινός το έργον κατακαήσεται, ζημιωθήσεται,
αυτός δε σωθήσεται, ούτως δε ως δια πυρός (Α’ Κορ. 3, 15) Αν το έργο που έχτισε κάποιος
αντέξει, αυτός θα λάβει μισθό. Αν όμως το έργο του καταστραφεί από τη φωτιά,
αυτός θα χάσει την αμοιβή του, ο ίδιος όμως θα σωθεί, όπως ένας που περνάει
μέσα από τις φλόγες. Μισθό λοιπόν και ανταπόδοση θα λάβει όποιος δει το έργο
του να μένει στις καρδιές των ανθρώπων. Όποιος
δηλαδή αγάπησε τον Θεό και τον πλησίον, έκανε την αυτοκριτική του και
πέρασε εν μετανοία τη ζωή του, μην αφήνοντας τα πάθη να τον νικήσουν. Όποιος
έζησε επιφανειακά, κατά τη συνήθεια ή έβαλε στοιχεία αυτοδικαίωσης στα έργα
του, αυτά δε θα μείνουν. Ο ίδιος όμως μπορεί να σωθεί, διότι η αγάπη του Θεού
είναι τέτοια που δίνει έλεος ακόμη και στον ελάχιστο. Όσοι μένουν όμως σε μία
ζωή χωρίς Θεό, διατρέχουν τον κίνδυνο να απομείνουν εδώ, σ’ αυτή τη ζωή και να μην μπορέσουν να
αναγνωρίσουν τον Θεό στην αιωνιότητα. Γι’
αυτό χρειάζεται ο τρόπος και ο δρόμος της Εκκλησίας, η οποία, δια της
πίστεως, δίνει ελπίδα και ζωή.
Κέρκυρα, 21 Αυγούστου 2016