3/24/16

ΚΕΚΟΙΝΩΝΗΚΕ ΣΑΡΚΟΣ ΚΑΙ ΑΙΜΑΤΟΣ

 
    Πιστεύουμε σε έναν Θεό που «κεκοινώνηκε σαρκός και αίματος ίνα δια του θανάτου καταργήση τον το κράτος έχοντα του θανάτου, τούτ’  έστι τον διάβολον» (Εβρ. 2, 14). Ο Ιησούς έγινε άνθρωπος, για να καταργήσει με τον θάνατό του αυτόν που εξουσίαζε τον θάνατο, δηλαδή τον διάβολο. Αυτή είναι η μεγάλη διαφορά της χριστιανικής πίστης και παράδοσης, από κάθε άλλη θρησκεία. Δεν μιλούμε για έναν Θεό απρόσιτο, ο οποίος παρουσιάζεται στον κόσμο δια των απεσταλμένων του ή μεταμορφώνεται εξωτερικά σε άνθρωπο. Δεν πιστεύουμε σε ανθρώπους που ιδρύουν με τη φιλοσοφία και την ασκητικότητά τους θρησκείες, για να καλύψουν τα υπαρξιακά κενά των πολλών, να τους δώσουν γαλήνη, ηρεμία συμφιλίωση με τον θάνατο. Δεν πιστεύουμε σε εγκόσμιες βασιλείες, οι οποίες αποσκοπούν στο να εξουσιάσουν τους ανθρώπους, να τους στερήσουν την ελευθερία, μόνο και μόνο στο όνομα μιας αιώνιας συνέχειας. Δεν πιστεύουμε σε έναν Θεό βοηθητικό των ανθρώπινων προβλημάτων, έναν Θεό εφευρέτη παραδόσεων, ο οποίος περιμένει τα ανθρώπινα πνεύματα για να τους ανταποδώσει το καλό ή τα έργα σύμφωνα με τις διδαχές. Πιστεύουμε σε έναν Θεό που κεκοινώνηκε σαρκός και αίματος. Μετέσχε. Έγινε ένα. Προσέλαβε την σάρκα και το αίμα μας. Αυτόν που μας δημιούργησε και έγινε ένα με το δημιούργημά Του, χωρίς να χάσει την θεϊκή Του φύση, αλλά καθιστώντας την ένα με τη δική μας. Μέγα και παράξενο θαύμα!
                Τι σημαίνει όμως για εμάς το ότι ο Θεός κεκοινώνηκε σαρκός και αίματος; 
          Σημαίνει ότι ακολούθησε όλα τα στάδια της ανθρώπινης ύπαρξης, εκ κοιλίας μητρός. Γεύθηκε την θαλπωρή της μάνας. Καρδιοχτύπησε εντός της. Μοιράστηκε τις αγωνίες της. Συμπορεύτηκε στις χαρές της. Και όταν εξήλθε εξ αυτής, τράφηκε από αυτήν. Έκανε τα πρώτα βήματα. Μοιράστηκε την χαρά της παιδικότητας  μ’  αυτήν και τους άλλους. Και την ίδια στιγμή προέκοπτε «σοφία, ηλικία και χάριτι παρά Θεώ και ανθρώποις». Έδειχνε το ξεχωριστό. Την αρχοντιά και την παντογνωσία του Θεού. Όταν δίδασκε τους σοφούς στον ναό σε ηλικία δώδεκα ετών και επιτιμούσε με αυστηρότητα και τρυφερότητα την μάνα και τον Ιωσήφ, γιατί νικιόντουσαν από το ανθρώπινο και δεν αφήνονταν στο θεϊκό. Εργάστηκε ταπεινά «του φαγείν άρτον»  δίπλα στον μνήστορα. Και όταν ήρθε η ώρα έδειξε στους ανθρώπους έναν αλλιώτικο δρόμο. Αυτόν της πορείας προς την όντως Αλήθεια που ήταν ο Ίδιος. Αλήθεια που χρειάζεται τροφή πνευματική. Ομιλίες και παραβολές, αλλά και θαύματα, ως σημεία ότι ήταν ο Θεάνθρωπος. Για να καταστήσει την σάρκα πλέον τροφή μας. Κάθε φορά που μετέχουμε στην Θεία Ευχαριστία Τον κοινωνούμε με τη σειρά μας, ως τον Θεάνθρωπο, που μας δίνει άφεση αμαρτιών. Γιατί η αμαρτία είναι κατάσταση της σαρκός. Πηγάζει από το σαρκικό φρόνημα, δηλαδή από τον εντοπισμό του νοήματος της ζωής μας εν τω παρόντι αιώνι. Και η σάρκα Του μας υπενθυμίζει ότι μέσα από την σχέση μαζί Του το φρόνημά μας όπως και η σύνολη ύπαρξή μας όχι απλώς παύουν να κυριαρχούνται από την αμαρτία, δηλαδή την αυτονόμηση από τον Θεό, αλλά αγιάζονται. Και καθιστάμεθα έτσι παιδιά Του. Διότι «ο αγιάζων και οι αγιαζόμενοι εξ ενός πάντες». Εκ του Θεού.
                Σημαίνει ότι έδωσε το αίμα Του για να απαλλαγούμε από τον θάνατο. Με το αίμα Του στον Σταυρό νίκησε τον το κράτος έχοντα του θανάτου. Αυτόν που εξουσιάζει τον κόσμο, αλλά και τον θάνατο, δηλαδή τον διάβολο. Ποιο είναι το έργο του διαβόλου; Να διαγράφει από τον νου και την καρδιά μας την έννοια της θυσίας. Να μας στρέφει προς το εγώ μας. Να καθιστά κέντρο της ζωής μας το θέλημά μας. Γι’  αυτό και δεν έχουμε την έγνοια για τους άλλους ως βάση στη ζωή μας. Θεοποιούμε τα δικαιώματά μας. Το δίκιο μας. Τις απολαύσεις και τις επιθυμίες. Τους λογισμούς μας. Γιατί για να δει κανείς τη ζωή αλλιώς, πρέπει να δώσει αίμα. Για να λάβει πνεύμα. Και αίμα βγαίνει από αυτόν που παλεύει να αγαπά. Να ελευθερώνεται από τα πάθη του, όχι για να δοξαστεί και να υπερηφανευθεί αυτοδικαιούμενος, αλλά για να μπορεί να αγαπά περισσότερο. Αυτόν που δεν σκέφτεται το «εγώ», αλλά μέσα από το «του ετέρου»  δίνει νόημα και χαρά στο εγώ. Αίμα σημαίνει θυσία. Σημαίνει άσκηση. Σημαίνει παραίτηση. Σημαίνει επίγνωση της αλήθειας. Θέλει το βήμα της Παναγίας. Η οποία παραιτήθηκε από όλα και θυσίασε «εγώ», «δικαιώματα», «τρόπο και πολιτισμό της εποχής», «κοινωνία και κατακραυγή», «νεότητα», «ωριμότητα», τα πάντα για να γίνει εν αυτή το θέλημα του Θεού. Και ο Θεός την αγιάζει δια του Υιού της. και την ίδια στιγμή ο Υιός αγιάζει σύμπασα την ανθρώπινη φύση, προσφερόμενος επάνω στον Σταυρό, για να δείξει ότι ο δρόμος του αίματος λυτρώνει. Και μας αφήνει το αίμα Του , για να το κοινωνούμε στο μυστήριο της Ευχαριστίας «εις ζωήν αιώνιον». Διότι μόνο η αγάπη που βιώνεται στη θυσία δίνει αιωνιότητα. Αυτή είναι που ουδέποτε εκπίπτει. Κι αυτή νικά τον διάβολο. Διότι του ακυρώνει το «εγώ»  και την κυριαρχία του. Αντικαθιστά την υπερηφάνεια με την ταπείνωση. Και ελευθερώνει αληθινά όσους υποδουλώνονται τόσο σ’  αυτόν όσο και στο εγώ τους.
                Σημαίνει ότι τελικά τίποτε δεν είναι ακατόρθωτο. Κι εδώ είναι η χάρη του μυστηρίου. Να νιώθουμε ότι ο κόσμος δεν κυριαρχείται από την ξηρά λογική. Αυτήν που δίνει μία ερμηνεία με βάση τον νου και τις αισθήσεις. Πορεύεται με γνώμονα τις αλήθειες που παρουσιάζει και που μπορεί να είναι όντως αλήθειες. Όμως το νόημα βρίσκεται στην Μία και Ασύγκριτη Αλήθεια. Αυτή της αγάπης του Θεού για τους ανθρώπους. Αυτής που δεν επαισχύνεται να μας αποκαλεί αδελφούς Του. Δηλαδή συγκληρονόμους της Βασιλείας Του. ίσους μ’  Αυτόν, κατά χάριν. Και τα πάντα μέσα απ’  αυτή τη σχέση παίρνουν άλλο νόημα. Χαράς και δοξολογίας. Αυτού του μεγάλου και μοναδικού «ευχαριστούμε», που βγαίνει από τα βάθη της ύπαρξης. Για όσα καταλαβαίνουμε και για όσα αγνοούμε. Για τις φανερές και αφανείς ευεργεσίες, τις «εις ημάς γεγενημένες». Κι ας πορεύεται ο κόσμος διαφορετικά. Υπό το κράτος και τον φόβο του θανάτου. Που καταπίνει, αλλά δεν μπορεί να κρατήσει. Γιατί το μυστήριο συνεχίζεται, δια της Αναστάσεως. Δια της Βασιλείας. Δια της προσδοκίας.
                Εορτάζοντας τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου παρακαλούμε τον Κύριό μας να μας στέλνει τον άγγελό Του κάθε στιγμή της ζωής μας. Να μας υπενθυμίζει ότι στην Εκκλησία το μυστήριο της κοινωνίας σαρκός και αίματος Θεού και ανθρώπων συνεχίζεται. Ότι αγιαζόμαστε και σωζόμαστε και νικάμε φόβους, αγωνίες, διάβολο. Αρκεί να ακολουθούμε τον ελεήμονα και πιστό Αρχιερέα Χριστό, που συγχωρεί. Κι εμάς και τους πάντες. Και έχοντας την Παναγία ως πρότυπό μας να λέμε συνεχώς κι εμείς, καθιστώντας κάθε δυσκολία και δοκιμασία ευκαιρία, το μεγάλο ΝΑΙ στον σαρκωθέντα Κύριο. Κοινωνώντας Τον στην Ευχαριστία και στα πρόσωπα των αδελφών μας, ξεχνώντας, όσο περνά από το χέρι μας, το «εγώ» μας και τις απαιτήσεις του, που μπορεί να δίνουν πρόσκαιρη χαρά, αλλά δε νικούν τον θάνατο.

Κέρκυρα, 25 Μαρτίου 2016