Το ερώτημα της χρησιμότητας της θρησκείας αναφύεται έντονο στις ημέρες μας, κυρίως για τους ανθρώπους του ορθολογισμού. Πόσο μας χρειάζεται ένας κόσμος τον οποίο δεν μπορούμε να επιβεβαιώσουμε αντικειμενικά, με τις παραστάσεις του μυαλού μας; Πόσο μας χρειάζεται ένας κόσμος στον οποίο ο μοναδικός τρόπος με τον οποίο μπορούμε να λάβουμε απαντήσεις είναι η πίστη στο υπερβατικό, ένας κόσμος στον οποίο μπορεί οι αισθήσεις μας να μετέχουν στις εκφράσεις του, όμως δεν μπορούν να μας γεμίσουν πληρότητα, καθότι δεν είμαστε βέβαιοι κατά πόσον αυτό που βιώνουμε ως εμπειρία είναι πραγματικότητα ή αποτελεί επιθυμία μας, η οποία εκλαμβάνεται ως πραγματικότητα; Πόσο πάλι μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για όσα η θρησκεία προβάλλει ως αποδείξεις μιας άλλης ζωής, όταν αυτές δεν αγγίζουν τη δική μας πορεία; Όταν η θρησκεία γίνεται έκφραση της συνήθειας του παρελθόντος; Όταν η θρησκεία φαίνεται, με την ηθική της, να καταπιέζει τις επιθυμίες και τα δικαιώματά μας, να μας κάνει να αισθανόμαστε ότι η ελευθερία μας υφίσταται περιορισμούς, εάν θέλουμε να τηρήσουμε τα όσα η θρησκεία πρεσβεύει;
Τα ερωτήματα αυτά αποτελούν την βάση του προβληματισμού, ο οποίος, συνήθως, οδηγεί στην αδιαφορία και την τυπικότητα έναντι της θρησκείας, και άλλοτε στην μαχητική απόρριψή της. Ο Θεός βρίσκεται στη γωνία της ζωής μας. Δεν έχουμε χρόνο γι’ Αυτόν, καθότι το παν στη ζωή μας είναι να πετύχουμε να απολαύσουμε όσα επιθυμούμε. Και ο Θεός δεν είναι ο κατεξοχήν επιθυμητός. Μικρότεροι και μεγαλύτεροι, νικημένοι είτε από τις βιοτικές μέριμνες είτε από τα πολιτισμικά πρότυπα είτε από τον τρόπο που προσεγγίζει τον κόσμο το περιβάλλον μας ή ακόμη και οι δικές μας ιδέες αισθανόμαστε ότι ο λόγος περί Θεού δεν είναι για μας. Έτσι η θρησκεία μπορεί να θεωρείται γενικά χρήσιμη για τον κόσμο και την πραγματικότητά μας, δεν αλλάζει όμως τη ζωή μας.
Αυτό το διαπιστώνουμε όταν έρχεται η στιγμή να συνειδητοποιήσουμε ότι για τη δική μας πνευματική παράδοση ο λόγος περί Θεού δεν μπορεί παρά να είναι λόγος περί του Σταυρού. Εκεί το σκάνδαλο γίνεται μεγαλύτερο. Πιστεύουμε σε έναν Θεό Εσταυρωμένο. Σε έναν Θεό δηλαδή που, αν Τον ακολουθήσουμε, δεν μας υπόσχεται δόξα, ικανοποίηση των επιθυμιών μας, αποδοχή και κύρος, αλλά έναν Θεό ο Οποίος προσφέρεται επάνω στον Σταυρό για να νικηθεί στο δικό Του πρόσωπο ο πρόσκαιρα νικητής θάνατος και στη συνέχεια, να δώσει σε όλους την Ανάσταση και τη Ζωή. Αυτή η οδός φαντάζει μωρία. Ανοησία. Πώς να επιλέξουμε έναν τέτοιο Θεό, έναν τέτοιο τρόπο, όταν η ζωή και ο κόσμος προσφέρουν απείρως ελκυστικότερους τρόπος και φαινομενικά ευκολότερους για την πορεία μας μέσα στον χρόνο;
Ο απόστολος Παύλος, απευθυνόμενος στους Κορινθίους, χρησιμοποιεί κάποιες εκφράσεις οι οποίες δείχνουν την ουσία της πίστης μας και απαντούν ανατρεπτικά στο ερώτημα της χρησιμότητας της θρησκείας, σε σχέση με αυτό που ζητά ο κόσμος. «Ο λόγος ο του σταυρού τοις μεν απολλυμένοις μωρία εστί, τοις δε σωζομένοις ημίν δύναμις Θεού εστί» (Α’ Κορ. 1, 18). Ο λόγος του σταυρού αφενός γι’ αυτούς που χάνονται είναι μωρία, αφετέρου για εμάς που σωζόμαστε είναι δύναμη Θεού. Υπάρχει η κατηγορία των ανθρώπων που ανήκουν στους «απολλυμένους». Είναι εκείνοι οι οποίοι έχουν επιλέξει ζωή χωρίς Θεό, ύπαρξη που παραδίδει τον εαυτό της στη δύναμη του νου, της ηδονής χωρίς αγάπη, της δόξας και της αποδοχής για επιτεύγματα και στάσεις ζωής που αποσκοπούν στην εξουσία και τον ατομοκεντρισμό. Είναι εκείνοι οι οποίοι αγωνίζονται να χαρούν χωρίς Θεό, διότι στο βάθος του χρόνου είναι βέβαιοι ότι καραδοκεί ο θάνατος, ο αιώνιος και ανεπίστρεπτος. Γι’ αυτούς ο λόγος του Σταυρού είναι μωρία. Είναι ακατανόητο για τον νου τους ένας Θεός, φύσει αθάνατος και φύσει μη άνθρωπος, να καταδέχεται να προσλάβει όχι φαινομενικά, αλλά φύσει την ανθρώπινη υπόσταση και να γευθεί τον θάνατο. Είναι ακατανόητο να επιλέξουν να ακολουθήσουν έναν Θεό που τους ζητά να μην εγκλωβισθούν σε μία ζωή παραίτησης από την αυτάρκεια της αυτόνομης ηδονής χάριν της πρόταξης της αγάπης, η οποία συνήθως κόπους φέρει και εύκολα νικιέται από τον χρόνο, ενώ η ηδονή καλύπτει τις στιγμές που χρειαζόμαστε για να είμαστε χαρούμενοι και μπορούμε να την επαναβιώσουμε χωρίς δεσμεύσεις. Είναι ακατανόητο να αποδεχτούν έναν Θεό που καλεί σε μία ζωή στην οποία νόημα δεν θα έχει η εξουσία και η δόξα, αλλά η αγάπη, η προσφορά, το χρέος, η θυσία. Είναι ακατανόητο να αποδεχτούν έναν Θεό που δεν δίνει απάντηση στην απαίτηση του «εδώ και τώρα», αλλά ζητά πορεία προς την αιωνιότητα, οπότε και θα λυθούν οριστικά οι λύπες, οι πόνοι και οι στεναγμοί όχι μόνο από τον θάνατο, αλλά και από κάθε αδικία. Αυτούς τους ανθρώπους ο Παύλος τους χαρακτηρίζει «απολλυμένους», απομακρυσμένους από τον Θεό και επομένως έτοιμους να χαθούν από την αιώνια κοινωνία με τον Θεό, διότι δεν θα μπορούν να Τον αναγνωρίσουν ως τον Εσταυρωμένο και Αναστάντα νικητή. Θα Τον βλέπουν, αλλά θα είναι σα να μην Τον βλέπουν, διότι θα έχουν διαμορφώσει μία ύπαρξη που θα κλείνει τα μάτια, τόσο του σώματος όσο και της ψυχής, ενώπιον του λόγου του Σταυρού.
Από την άλλη, υπάρχει μία κατηγορία ανθρώπων που ανήκουν στους «σωζομένους». Είναι όλοι όσοι καταφάσκουν στον λόγο του Σταυρού. Ακολουθούν την πρόσκαιρη και φαινομενική αδυναμία του Εσταυρωμένου, διότι πιστεύουν στην αγάπη που ο Σταυρός διακηρύττει. Στην Ανάσταση που συνεπαίρνει τόσο στον παρόντα όσο και στον αιώνιο χρόνο όσους επιλέγουν να ζούνε αναζητώντας και ακολουθώντας τον Εσταυρωμένο, ακόμη κι αν ο δρόμος του σήμερα είναι στρωμένος με ακάνθας και τριβόλους. Διότι τους συνοδεύει η δύναμη του Θεού, που έρχεται εντός της καρδίας τους, είναι πνευματική και τους κάνει να ξεπερνούν τα μέτρα του κόσμου και του ίδιου τους του εαυτού. Διότι ο Σταυρός διδάσκει τη συγχώρεση. Διδάσκει το χρέος και τη θυσία. Διδάσκει την υπέρβαση των παθών και εκείνων των επιθυμιών που μας χωρίζουν από την αγάπη. Και ο Χριστός δίνει δύναμη σε όσους δεν φοβούνται να σηκώσουν τον δικό τους σταυρό και να Τον ακολουθήσουν στη ζωή της Εκκλησίας. Κι ακόμη κι αν λυγίσουν από το βάρος, την πίεση και το μίσος του κόσμου, Εκείνος θα τους δώσει τη δύναμη να σηκωθούν και να τον μεταφέρουν μέχρι το τέλος στον οίκο της Βασιλείας. Και είναι τόση η δύναμη που θα πάρουν, ώστε να βοηθήσουν και άλλους που λυγίζουν να μην κάνουν πίσω. Να μην παραιτηθούν.
Ο λόγος του Σταυρού δίνει λοιπόν μία εντελώς ανατρεπτική απάντηση στο ερώτημα της χρησιμότητας της θρησκείας. Δεν είναι η θρησκεία ως συντεταγμένος θεσμός, ως συνήθεια, ως πρότυπο για αξίες στην κοινωνία ή για καλά έργα, που μας χρειάζεται, διότι αφ’ εαυτού της δεν αρκεί να νικήσει τον θάνατο και επομένως μας αφήνει στους «απολλυμένους», στους καλούς ανθρώπους μεν, απολλυμένους δε. Είναι η πίστη σε έναν Θεό που δεν μένει σ’ αυτά, αλλά διδάσκει και βοηθά τον άνθρωπο να πετύχει την μεγαλύτερη νίκη που θα μπορούσε να πετύχει: να νικήσει τον θάνατο σε όλες του τις μορφές, κυρίως της αυτάρκειας και της αυτοθεοποίησης που ο τρόπος της εξουσίας, της φιληδονίας, της φιλαυτίας γεννά. Αλλά και να τον συντρίψει οριστικά δια της Αναστάσεως. Και τότε ο Θεός γίνεται ελκυστικός. Διότι προσφέρει σε όσους Τον ακολουθούν, μέσα από τον λόγο του Σταυρού, τον τρόπο της Αγάπης και της Ανάστασης, τον δικό του τρόπο, που λυτρώνει και χαροποιεί όχι πρόσκαιρα, αλλά διαρκώς.
Η νίκη του Σταυρού λοιπόν οδηγεί πέρα από τη θρησκεία. Οδηγεί στην κοινωνία με τον Εσταυρωμένο και Αναστάντα και εντάσσει τον άνθρωπο στους σωζομένους. Δύσκολος ο δρόμος, αλλά δεν είμαστε μόνοι μας σ’ αυτόν. Αρκεί η παράδοση και η εμπιστοσύνη σ’ Αυτόν που μας αγαπά και που είναι έτοιμος να μας προσφέρει την υπέρβαση σε κάθε τι που μας χωρίζει από την αγάπη Του. Ορθολογισμούς, αναζήτηση πειστηρίων, σκανδαλισμούς από την συμπεριφορά των όσων θεωρούμε ως εκπροσώπους Του και την δύναμη των κοσμικών προτύπων, που επηρεασμένα από τις δαιμονικές δυνάμεις, μας ρίχνουν στο πρόσκαιρο, δηλαδή στον θάνατο. Ο λόγος του Σταυρού είναι η όντως ζωή σε ό,τι κάνουμε. Στις ανθρώπινες σχέσεις, στα έργα μας, στους λογισμούς μας, στις λύπες και τις απογοητεύσεις μας. Λόγος σωτηρίας, που μας υψώνει από γης προς ουράνια. Αρκεί να τον ζήσουμε στη ζωή της Εκκλησίας.
Κέρκυρα, 14 Σεπτεμβρίου 2015