Άγιος είναι αυτός που αξίζει να είναι μαθητής του Χριστού, λέει ο Κύριός μας απευθυνόμενος προς τους μαθητές του και προς κάθε χριστιανό, ο οποίος θέλει να Τον ακολουθήσει. Όποιος αγαπά τον κόσμο, τους φυσικούς συγγενείς του, όποιος δεν σηκώνει τον σταυρό του και δεν ακολουθεί τον Χριστό δεν αξίζει να θεωρείται και να είναι μαθητής Του. «Ο φιλών πατέρα ή μητέρα υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος. και ο φιλών υιόν ή θυγατέρα υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος. και ος ου λαμβάνει τον σταυρόν αυτού και ακολουθεί οπίσω μου, ουκ έστι μου άξιος» (Ματθ. 10, 37-39). Όποιος είναι δεμένος με το παρελθόν του, όπως αυτό εκφράζεται στα πρόσωπα των γονέων του, όποιος είναι προσκολλημένος στο μέλλον, όπως αυτό εκφράζεται στα πρόσωπα των παιδιών του, όποιος είναι προσκολλημένος στον εαυτό του, στο παρόν του, όπως αυτό εκφράζεται με την άρνηση να αναλάβει τον σταυρό του και να ακολουθήσει την πορεία της θυσίας, της αγάπης, της αφιέρωσης, της προσφοράς, της νίκης εναντίον των παθών, δεν αξίζει να είναι μαθητής του Χριστού, δεν αξίζει τη δωρεά της αγιότητας. Διότι ο άνθρωπος ο οποίος έχει ως κέντρο της ζωής του ό,τι έχει και όχι την αγάπη προς το Πρόσωπο Εκείνο που του δίνει ό,τι έχει, από τον χρόνο και τη ζωή, μέχρι τα πρόσωπα, τα βιώματα, τις δυνατότητες για αναζήτηση νοήματος, αυτός ο άνθρωπος τελικά δεν μπορεί να ακολουθήσει την οδό της αγιότητας, την οδό της μαθητείας στο Χριστό.
Οι πολλοί πιστεύουμε ότι άγιος είναι ο αναμάρτητος, ο απροσάρμοστος στα δεδομένα της ζωής, ο αφελής, ο αθώος, αυτός που πορεύεται με το σταυρό στο χέρι, ο μονίμως ηττημένος από τους ισχυρούς, από τον τρόπο ζωής του πολιτισμού, ο μονίμως περιθωριοποιημένος, ο αρνητής της ζωής και της χαράς που αυτή κρύβει. Οι πολλοί αφήνουμε τους αγίους στην άκρη. Στην καλύτερη περίπτωση τους θαυμάζουμε διότι υπερβαίνουν τα μέτρα της φύσης, τους χαρακτηρίζουμε ως καλούς και ξεχωριστούς ανθρώπους, οι οποίοι μπορούν να προσευχηθούν στον Θεό για να γίνουν τα θελήματά μας,. Στην συνηθέστερη περίπτωση προσπερνούμε την ύπαρξή τους. Δεν είναι ο τρόπος τους για μας. Αγαπούμε τον εαυτό μας, τα αγαθά μας, τα οικεία μας πρόσωπα, τον χρόνο της ζωής μας, ό,τι απαρτίζει το εγώ και το έχειν μας. Ακόμη και ο Θεός είναι ένα μικρό κομμάτι της ζωής μας, το οποίο δεν θέλουμε να γεμίσει τον χρόνο και το έχειν μας. Εκείνος όμως γνωρίζει να περιμένει και το πιστεύουμε, διότι μας συμφέρει.
Άγιος όμως είναι αυτός που αφήνει την ύπαρξή του να γεμίσει από τον Θεό. Να γεμίσει από την αγάπη για την αιωνιότητα, για την Βασιλεία. Είναι ο διαθέσιμος για τον Θεό και τον πλησίον, αυτός που δεν προσκολλάται στο εδώ και τώρα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αδιαφορεί ή δεν αισθάνεται οικείος. Η οικειότητα όμως τόσο με τα πρόσωπα όσο και με τον χρόνο της ζωής μας, παρελθόν, μέλλον, παρόν δεν έχει διάρκεια, δεν είναι παράδοση στην αιωνιότητα, αλλά δοκιμή της. Ο χρόνος μάς δίδεται για να γνωρίσουμε ό,τι μπορεί να μας οδηγήσει στο αιώνιο. Μαθαίνοντας να αγαπούμε, καλούμαστε να μην ταυτιστούμε με ό,τι αγαπούμε, αλλά να μάθουμε να δίνουμε, να σηκώνουμε τον σταυρό και τον κόπο που η αγάπη φέρει και την ίδια στιγμή να δοξάζουμε τον Θεό που μας έδωσε αυτή την ευκαιρία. Πρωτίστως, καλούμαστε από τα πρόσωπα να περάσουμε στο Μοναδικό Εκείνο Πρόσωπο που δια της δικής Του αγάπης μάς σώζει, τον Χριστό.
Οι γονείς μας εκφράζουν ό,τι ανήκει στο παρελθόν μας. Τον ερχομό στη ζωή, τα βιώματα, τις αξίες, τα θετικά και τα αρνητικά τα οποία εσωτερικεύσαμε και από τα οποία ξεκινήσαμε. Οι γονείς άλλοτε απαιτούν υπακοή, άλλοτε μάς δίνουν ελευθερία, αλλά συχνά περιμένουν από εμάς την ανταπόδοση και την ευγνωμοσύνη, θέλουν να διαμορφώνουν τις ιδέες μας, την στάση ζωή μας, να μονοπωλούν δια της συγγένειας τον χρόνο, τα ενδιαφέροντα, τους λογισμούς μας. Είναι δύσκολο να απεξαρτηθούμε από αυτούς, διότι πάντοτε μέσα μας κυριαρχεί η μομφή της αχαριστίας. Όποιος μένει σ’ αυτούς καθιστά το παρελθόν του τρόπο και προτεραιότητα ζωής και καθιστά την ελευθερία από αυτό ενοχή. Προτάσσει την ανάγκη να αποδεικνύει στους γονείς του ότι τους αγαπά και τους ευχαριστεί, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να προχωρήσει σε μια άλλη θέαση ζωής. Ακόμη και στην πνευματική του πορεία ο άνθρωπος κρατά τα βιώματα των γονέων του ως δύναμη συνήθειας και δεν τολμά να κάνει το δικό του βήμα ανακάλυψης του τι αληθινά είναι ο Θεός γι’ αυτόν, ενώ αν επιχειρήσει να ανοίξει νέο δρόμο, διαπιστώνει ότι «εχθροί του ανθρώπου οι οικιακοί αυτού» (Ματθ. 10,36).
Τα παιδιά μας εκφράζουν ό,τι ανήκει στο μέλλον, στην προέκταση της ζωής μας στην αθανασία, στην αιωνιότητα. Θα ζούμε μέσω των παιδιών μας, ακόμη κι αν ο θάνατος μας καταπιεί. Έτσι αγαπούμε τα παιδιά μας όχι μόνο γιατί πιστεύουμε ότι μας ανήκουν, αλλά και γιατί είναι η ελπίδα μας ότι θα εκπληρώσουν τα όνειρά μας, ότι θα μας δώσουν χαρά, ότι θα μας καταξιώσουν. Αυτή η αγάπη δεν μας επιτρέπει να δούμε το προσωπικό μας μέλλον, το υπαρξιακό. Και αυτό έχει να κάνει πάλι με τη σχέση μας με τον Χριστό. Διότι αυτή η σχέση μάς δίνει τη δυνατότητα να ζήσουμε εσχατολογικά από το τώρα. Χωρίς να πάψουμε να αγαπούμε, να μεριμνούμε, να προσευχόμαστε, να στηρίζουμε «υιούς ή θυγατέρας», η αγάπη αυτή δεν μπορεί να μείνει η αποκλειστική αγάπη της ζωής μας. Η αποκλειστικότητα μάς κρατά κλεισμένους, ενώ η αγάπη είναι άνοιγμα προς όλους τους ανθρώπους και πρωτίστως προς τον Θεό. Καλούμαστε λοιπόν να βλέπουμε τους άλλους με τον τρόπο που βλέπουμε τα παιδιά μας. Να είναι όλοι, ακόμη και οι εχθροί μας οι εικόνες του Θεού προς τις οποίες μπορούμε να προσφέρουμε αυτό που ο Χριστός μας προσφέρει: την αγάπη και την αλήθεια. Χωρίς διακρίσεις και ιδιοτέλειες. Και αυτό δεν έχει να κάνει τόσο με το υλικό επίπεδο, όσο με τη διάθεση της καρδιάς.
Τέλος, το προσωπικό μας παρόν διακρίνεται από μία αυθόρμητη τάση να αποφύγουμε την άρση του σταυρού ή των σταυρών μας και τη διάθεση να επιλέξουμε την ευκολία και την άνεση. Αν μάλιστα αναλογιστούμε το δόγμα του πολιτισμού μας, το «φάγωμεν, πίωμεν, απολαύωμεν, αύριον γαρ αποθνήσκωμεν», διαπιστώνουμε ότι ο τρόπος του Χριστού δεν είναι ελκυστικός. Δεν είναι μόνο ότι ο Χριστός χρειάζεται χρόνο εντός μας, χρειάζεται να γίνει το κέντρο και του χρόνου και του τρόπου μας. Είναι και ότι ζητά από εμάς να μην αρνηθούμε τους σταυρούς μας. Να σηκώσουμε τα φορτία των παθών μας και να του τα προσφέρουμε. Να σηκώσουμε τα φορτία των άλλων. Να σηκώσουμε τα φορτία τελικά του εαυτού μας και να ζητήσουμε και να αγωνιστούμε με μετάνοια, ταπείνωση και υπομονή, πρωτίστως όμως με αποφασιστικότητα, από Εκείνον να τα μεταποιήσει στον τρόπο Του, να γίνει κοινωνός μας και να γίνουμε «θείας φύσεως κοινωνοί» κοντά Του. Αυτός ο τρόπος έχει το τίμημα του μη συμβιβασμού με το εκκοσμικευμένο πνεύμα. Έχει όμως και την ευλογία της χάριτος, την οποία ο Χριστός προσφέρει εν Αγίω Πνεύματι πλουσίως, ενισχύοντάς μας και κάνοντας το δυσβάσταχτο φορτίο να φαίνεται ελαφρόν (Ματθ. 11, 30).
Άγιος δεν είναι ο τέλειος, ο αναμάρτητος, ούτε κατ’ ανάγκην ο περιθωριοποιημένος από τους ανθρώπους. Άγιος γίνεται αυτός που αγωνίζεται. Αυτός που αντλεί δύναμη και παραδείγματα από όσους προηγήθηκαν στην οδό αυτή. Αυτός που ζει την χαρά της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος στη ζωή του και γίνεται καρπός του Ευαγγελίου. Αυτός που αγωνίζεται να γίνει άγιος μπορεί να περιθωριοποιείται από τους πολλούς. Παραμένει όμως σημείο αναφοράς τόσο γα το περιβάλλον του όσο και για εκείνους οι οποίοι τον απορρίπτουν. Διότι το λυχνάρι δεν κρύβεται στο σκοτάδι, αλλά το διαλύει. Έστω και για λίγο. Όποιος είναι δίπλα του, τουλάχιστον βλέπει πού πορεύεται. Έχουμε λοιπόν ανάγκη όχι μόνο από αγίους, αλλά και για να θέσουμε την αγιότητα ως στόχο της ζωής μας. Όχι για να υπεραιρόμεθα, αλλά για να υπενθυμίζουμε στον εαυτό μας ότι ο Χριστός μας καλεί να γίνουμε μαθητές Του. Μας θέλει αξίους Του. Βεβαίως κάτι τέτοιο με τα δικά μας μέτρα είναι ανέφικτο. Το Άγιο Πνεύμα όμως αναπληρώνει τα ελλείποντα και θεραπεύει τα ασθενή. Ας δούμε λοιπόν τόσο τον τρόπο που ζούμε εν χρόνω όσο και τους στόχους της ζωής μας μέσα από αυτή την προοπτική. Είναι δρόμος ευλογίας και όντως ζωής.
Κέρκυρα, 7 Ιουνίου 2015