3/14/15

ΕΝΕΚΕΝ ΕΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ

            
 Στη σκέψη και στη ζωή μας υπάρχει πάντοτε ένα ερώτημα: πώς όλα όσα κάνουμε θα έχουν νόημα; Ο πολιτισμός μάς δίνει την απάντηση της προσαρμογής στα δικά του μέτρα. Εξασφάλιση της επιβίωσης, της άνεσης και της αυτάρκειας στην καλύτερη περίπτωση, ικανοποίηση των επιθυμιών μας, πραγματικών και τεχνητών, μη διαμόρφωση προσωπικών τρόπων και επιλογών αλλά ακολούθηση των όσων ο πολιτισμός προτείνει, από την ενδυμασία, τη διασκέδαση, τις ανθρώπινες σχέσεις μέχρι και τις υπαρξιακές απαντήσεις, οι οποίες κινούνται στη λογική της παράτασης της εδώ ζωής και την άσκηση των δικαιωμάτων μας να χαρούμε, διότι όλα είναι πρόσκαιρα. Οι περισσότεροι άνθρωποι δυσκολευόμαστε να βρούμε άλλες απαντήσεις, άλλους τρόπους. Έτσι κι αλλιώς, ακόμη και να το θέλαμε, είμαστε παγιδευμένοι στους ρυθμούς της ζωής και η βροχή των πληροφοριών, των προτάσεων από το περιβάλλον μας, από όλους όσοι βλέπουν τη ζωή εξωτερικά, κατ’ όψιν, μας υποχρεώνουν είτε να υιοθετούμε είτε να προσαρμοστούμε στις προκλήσεις αυτές, χωρίς να έχουμε χρόνο να παλέψουμε να δώσουμε μία άλλη απάντηση.
                Η Εκκλησία μάς προτείνει αυτή την απάντηση, η οποία  περνά  από την οδό του Σταυρού. Διότι ο όλος τρόπος ζωής της πίστης στην ουσία είναι ένας Σταυρός τον οποίο καλούμαστε να σηκώσουμε στους ώμους μας. Από την μία να μην απομονωθούμε, γιατί είναι γεγονός ότι δεν μπορούμε να ζήσουμε μόνοι μας στον κόσμο, ούτε εκτός του πολιτισμού.   Από την άλλη να μη λησμονήσουμε ότι προέχει στη ζωή μας το θέλημα του Θεού, το θέλημα της αγάπης, της συνάντησης με τον πλησίον, που δεν μπορεί να περιοριστεί μόνο σε μία εξωτερική ή συναισθηματική κοινωνία, αλλά είναι κάλεσμα να σηκώσουμε, όσο περνά από τις δυνάμεις μας, και λίγο από το δικό του φορτίο.
 Πώς μπορεί να επιτευχθεί αυτός ο φαινομενικά ακατόρθωτος συνδυασμός;
Για να σηκώσουμε το σταυρό μας χρειάζεται να είμαστε προσανατολισμένοι προς τον Χριστό. Και για να γίνει πράξη αυτό, είναι απαραίτητο να καθαρίσουμε τη ζωή μας από τις προσμείξεις οι οποίες νοθεύουν το νόημά της. Ο εαυτός μας, οι οικείοι μας, ο κόσμος στον οποίο ζούμε χρειάζεται να ιδωθεί μέσα από την προοπτική της αναζήτησης του Προσώπου που μας λυτρώνει. Χωρίς κριτική θέαση των τριών αυτών κόμβων δεν μπορούμε να βρούμε τον Χριστό. Ο εαυτός μας έχει τις ιδέες, τα θέλω του, τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται την ευτυχία. Παράλληλα, έχει μέσα του ρίζες παθών, οι οποίες ισχυροποιούν το εγώ όχι προς την προοπτική της καλοσύνης και της αγάπης, αλλά προς την εκείνη του ιδίου θελήματος. Αλλοτριώνουν την καρδιά μας σε σχέση με το Θεό και τον πλησίον και της δίδουν την εντύπωση ότι νόημα έχει να περνάμε καλά, να είμαστε κέντρο του κόσμου, οι άλλοι να μας αποδέχονται, να μας θαυμάζουν, να μας υπακούνε. Την ίδια στιγμή το περιβάλλον μας, οι οικείοι μας, η εργασία μας, η πορεία μας στη ζωή μάς γεμίζουν βιοτικές μέριμνες, απαιτήσεις, βάρη στα οποία οφείλουμε να ανταποκριθούμε. Αλλά και ο κόσμος και ο πολιτισμός είναι μία συνεχής μέριμνα, γιατί η ζωή μας συμπλέκεται με τη γενική πορεία, αλλά και γιατί μας απομυζά τον χρόνο μας με τέτοιο τρόπο που η καρδιά μας να μην προλαβαίνει να στραφεί εντός της ή προς τα πάνω. Σηκώνω το σταυρό μου σημαίνει ότι πρωτίστως στέκομαι, μένω ήσυχος, κοιτώ εντός μου, εκτός μου, τον κόσμο και μπορώ να δω πού βρίσκεται ο Θεός, πού όχι. Γιατί αρκετά από τα του κόσμου μπορούμε να τα χρησιμοποιήσουμε, αρκεί να μην τα απολυτοποιήσουμε.
Για να σηκώσουμε το σταυρό μας χρειάζεται να υπάρχει εντός μας έντονη μία φωνή Χριστού: «ένεκεν εμού και του Ευαγγελίου» (Μάρκ. 8, 35). Για πολλά χάνουμε τη ζωή μας. Ίσως για όλα τα προηγούμενα. Μένει περιθώριο να «χάσουμε» χρόνο, δικαιώματα, προσαρμογές στα του κόσμου, ένεκεν του Χριστού και του Ευαγγελίου, ένεκεν της αγάπης, ένεκεν της έγνοιας για τους άλλους, ένεκεν του μοιράσματος των χαρισμάτων μας, ένεκεν της προσδοκίας της αιωνιότητας, ένεκεν της Εκκλησίας; Σηκώνω το σταυρό μου σημαίνει ότι δεν αρκεί να ξέρω ποιος είναι ο Χριστός. Χρειάζεται να χάσω τον εαυτό μου για χάρη Του. Να μην ζω δηλαδή για μένα, αλλά για Εκείνον και για την εικόνα Του που είναι ο άνθρωπος. Χρειάζεται ένα συνεχές πέρασμα από την εσωστρέφεια της κριτικής τοποθέτησης στην εξωστρέφεια της αγάπης, ακόμη κι αν αυτή είναι δύσκολη. Γιατί οι άλλοι δεν θα ανταποκρίνονται στην δική μου καλή διάθεση. Οι άλλοι θα απορρίπτουν, θα χλευάζουν, θα φορτώνουν σταυρούς. Οι άλλοι θα εκμεταλλεύονται, χωρίς να δίνουν ούτε το στοιχειώδες:  την ευγνωμοσύνη. Η εξωστρέφεια είναι πορεία θανάτωσης του εγώ μας, αν θέλουμε να είναι πορεία κατά Χριστόν. Όμως έχει μέσα της την χαρά ότι πορευόμαστε στον δικό Του δρόμο.
Για να σηκώσουμε το σταυρό μας χρειάζεται τελικά να μην φοβηθούμε την μοναξιά μας. Μπορεί μέσα στην Εκκλησία και στον κόσμο να συναντούμε τους άλλους. Κανείς όμως δεν μπορεί να μας καταλάβει απόλυτα. Γιατί τις υπαρξιακές μας ανάγκες, τα ερωτήματά μας, αλλά και την δίψα μας για αγάπη μόνο Ένας  μπορεί απόλυτα να κατανοήσει και να καλύψει: Αυτός που σήκωσε πρώτος το Σταυρό για τον σύμπαντα κόσμο. Ακόμη και όσοι νομίζουμε ότι είναι δίπλα μας, μπορούν να συνδράμουν, αλλά δεν μπορούν να ταυτιστούν. Πάντοτε θα τους διαφεύγει το τι ζητά το βαθύτερο είναι μας. Όμως η πορεία προς τον Χριστό δεν παύει να είναι μία προσωπική συνάντηση χαράς και ελπίδας. Αποτυπώνεται και στους άλλους, οι οποίοι εισπράττουν την διάθεσή μας, αλλά δεν μπορούν εκείνοι, όσο και να μας αγαπούνε, όσο και να τους αγαπούμε, να μας δώσουν βεβαιότητες. Μόνο η πίστη μας στηρίζει στον δρόμο αυτό. Και η χάρη του Χριστού που δροσίζει την πορεία μας.
Ο Χριστός επέτρεψε να ζούμε στον πολιτισμό του καιρού μας. Όχι για να τον απορρίπτουμε ή να τον δαιμονοποιούμε, αλλά για να ακολουθούμε Εκείνον αίροντας τον δικό μας σταυρό και την ίδια στιγμή να δείχνουμε τι μπορούμε να προσλάβουμε, τι να απορρίψουμε και σε τι να δώσουμε την διάσταση της πίστης. Πρωτίστως όμως μας καλεί να ζούμε αυτό το «ένεκεν  Εκείνου και του Ευαγγελίου». Να επιμένουμε στη συνάντηση με τον πλησίον μας, όποιος κι αν είναι ο δρόμος μας, όποια κι αν είναι τα χαρίσματά μας. Δοτικότητα και  συγχώρεση   αποτελούν τις κεραίες του σταυρού μας. Και την ίδια στιγμή όχι συμβιβασμό με κάθε πειρασμό, μόνο και μόνο για να μη μείνουμε μόνοι μας. Η προσκύνηση του Τιμίου Σταυρού στη μέση της Μεγάλης Τεσσαρακοστής σ’ αυτό αποσκοπεί: στο να μας δείξει ότι Εκείνος είναι δίπλα μας και ότι η Ανάστασή Του θα γίνει και δική μας. Η πίστη μας δείχνει το τέρμα και του πιο κουραστικού δρόμου, που ήταν, είναι και θα είναι «η εληλυθυία εν δυνάμει Βασιλεία» (Μάρκ. 9,1). Αυτή των Αγίων που προηγήθηκαν από εμάς και μας καλούν να συναντηθούμε.

Κέρκυρα, 15 Μαρτίου 2015