Το τέλος της Ιστορίας αποτελεί για όλους μας ένα μεγάλο ερωτηματικό. Η επιστήμη μας λέει ότι θα έρθει κάποτε η καταστροφή του σύμπαντος όπως το γνωρίζουμε. Όλα θα καούνε. Επιβεβαιώνει έτσι έναν λόγο της Γραφής: «ουρανοί πυρούμενοι λυθήσονται και στοιχεία καυσούμενα τήκεται» (Β’ Πέτρ. 3, 12). Και τότε «καινούς ουρανούς και γην καινήν κατά το επάγγελμα αυτού προσδοκώμεν, εν οις δικαιοσύνη κατοικεί» (Β’ Πέτρ. 3, 13). Οι ουρανοί θα διαλυθούν στη φωτιά και τα στοιχεία της φύσεως θα καούν και θα λιώσουν. Εμείς όμως, σύμφωνα με την υπόσχεση του Θεού, προσμένουμε καινούργιους ουρανούς και καινούργια γη, όπου θα βασιλεύει η δικαιοσύνη.
Η δικαιοσύνη θα έρθει αφού επέλθει η κρίση του κόσμου και των ανθρώπων. Ο ουρανός και η γη θα ανακαινισθούν, αλλά δεν θα αλλάξουν μόνο ως προς την φυσική τους όψη. Θα καταργηθούν η φθορά και ο θάνατος. Θα καταργηθεί ο χρόνος και τα πάντα θα μπούνε στην πορεία της Ανάστασης, από την οποία δεν θα υπάρχει έξοδος. Αλλά θα επικρατήσει και η δικαιοσύνη του Θεού, δηλαδή η αγάπη Του. Για να γίνει αυτό όμως θα προηγηθεί τόσο η ανάσταση των νεκρών, όσο και ένας διάλογος. Θα συζητήσει ο Υιός του Ανθρώπου με τον καθέναν άνθρωπο ξεχωριστά, αλλά και με όλους μαζί. Και θα τους ξεχωρίσει, ανάλογα με το πόσο Τον αναγνώρισαν αγαπώντας, έστω και στοιχειωδώς, για ένα πιάτο φαγητό, για ένα ποτήρι νερό, για ένα ρούχο, για μία συνάντηση στο νοσοκομείο ή στη φυλακή, για το σπάσιμο έστω και για λίγο της μοναξιάς του πλησίον. Αυτή η αναγνώρισή Του στο πρόσωπο του συνανθρώπου είναι αρκετή για την βίωση της αγάπης. Για την μετοχή στην αναστάσιμη πορεία, ης ουκ έσται τέλος. Είναι αρκετή για να χαρακτηριστούν όσοι ελεύθερα σ’ αυτή τη ζωή την επέλεξαν ως «δίκαιοι». Αντίθετα, όσοι σ’ αυτή τη ζωή αρνήθηκαν αυτή την οδό της αγάπης, θα χαρακτηριστούν ως «καταραμένοι» (Ματθ. 25,41). Και μ’ αυτούς θα συζητήσει ο Χριστός. Και σ’ αυτούς θα τονίσει ότι τους περιμένει το αιώνιο πυρ, το οποίο έχει ετοιμαστεί μόνο για τον διάβολο και τους δαίμονες, μόνο και μόνο γιατί δεν θέλησαν, έστω και ελάχιστα να αγαπήσουν.
Έχει σημασία το δικαίωμα του λόγου και ο διάλογος που ο Θεός κάνει με τους ανθρώπους, ακόμη και την ύστατη στιγμή του τέλους του παρόντος κόσμου και του νέου ξεκινήματος. Πάντοτε ο Θεός συζητά με τον άνθρωπο. Από την πρώτη στιγμή που εμφανίστηκε ο άνθρωπος στον κόσμο, ο Θεός στον Παράδεισο επικοινωνεί μαζί Του. Αντιλαμβάνεται τις επιθυμίες του, τις δυσκολίες του και κρατά την κοινωνία του λόγου ως την βάση για την απόδειξη της αγάπης που διακρίνει τον Δημιουργό στη σχέση με το δημιούργημά Του. Αλλά και μέσω των πατριαρχών, των προφητών, των αγίων της Παλαιάς Διαθήκης, συνεχίζεται ο διάλογος. Ακόμη και μέσω των σοφών και των φιλοσόφων σε άλλους λαούς. Μέτρο του διαλόγου η δυνατότητα της προόδου. Τρόπος του διαλόγου η φωνή της συνείδησης του ανθρώπου, η έκφραση της δίψα του για αγάπη και δημιουργία, που εκ των πραγμάτων, όταν είναι γνήσια, οδηγεί προς το Θεό. Ο Θεός μιλά μέσα από τα τάλαντα, μέσα από την συνείδηση, μέσα από τα γεγονότα της ζωής του ανθρώπου. Δείχνει την πρόνοια και την αγάπη Του. Πρωτίστως όμως την επιθυμία για αιώνια κοινωνία, για υπέρβαση ακόμη και του θανάτου.
Ας θυμηθούμε ότι ο θάνατος για το ανθρώπινο σώμα δεν είναι τίποτε άλλο παρά η αρχή της αιώνιας σιωπής. Η απουσία λόγου. Ο νεκρός δεν επικοινωνεί με τον κόσμο. Μιλά βεβαίως δια του ίχνους του σώματός του. Δια του προσώπου του. Δια των λειψάνων του. Συνήθως όμως φαίνεται ένας λόγος παθητικός. Λόγος που οδηγεί απλώς σε αναμνήσεις ή προβληματισμούς. Όμως ο Θεός εξακολουθεί να μιλά ακόμη και με νεκρά σώματα. Είναι τα θαύματα των Αγίων. Και την ίδια στιγμή ο Θεός κρατά την ανθρώπινη ψυχή σε έναν συνεχή διάλογο με τον εαυτό της και μαζί Του. Μόνο που αυτός ο διάλογος στην αιωνιότητα θέτει συγκεκριμένο το ερώτημα: «αναγνωρίζουμε την αγάπη;». Αυτό το ερώτημα που συνήθως δεν το θέτουμε σ’ αυτή τη ζωή είτε διότι μας καταπίνουν τα βιοτικά πράγματα ή ο τρόπος του κόσμου, που μας κάνει να ξοδεύουμε τον περισσότερο χρόνο μας σε μάταιες ενασχολήσεις, που μπορεί να είναι χρήσιμες για τη ζωή μας αλλά απομυζούν τις υπαρξιακές μας ανησυχίες. στην αιωνιότητα θα είναι το φορτίο της ύπαρξής μας, το φορτίο της ψυχής μας. Μπορώ να αναγνωρίσω την Αγάπη; Αν ναι, αν έμαθε η ψυχή μου από αυτόν τον κόσμο και με τον τρόπο του κόσμου, να αναγνωρίζει την αγάπη, τότε η απάντηση στο ερώτημα θα είναι ένα αιώνιο ΝΑΙ, το οποίο θα γίνεται «έρχου, Κύριε». Αν όχι, τότε η ψυχή μας θα συνεχίσει να απαντά αρνητικά στο ερώτημα που ο πανταχού παρών Θεός θα μας θέτει. Και συνειδητά η ύπαρξη θα πορεύεται μακριά Του. Θα ζει την κόλαση να μπορεί να αγαπήσει και να μην θέλει. Να μπορεί να αναγνωρίσει την αγάπη και εκείνη να στρέφεται προς την αυτοαγάπη, προς τα πάθη μας τυραννούνε και που θα θέλαμε να εκπληρώσουμε αλλά δεν θα μπορούμε.
Και το ερώτημα αυτό θα τεθεί για μία τελευταία φορά στην αρχή του καινούργιου κόσμου. Μόνο που δεν θα το θέσει πλέον ο Θεός, αλλά ο ίδιος ο άνθρωπος στον Κύριο. Για μία ακόμη φορά ο Θεός θα δώσει το δικαίωμα στον άνθρωπο να Τον ξαναρωτήσει, να αμφισβητήσει τους λόγους Του, να επικοινωνήσει μαζί Του. Μόνο που τώρα θα επέλθει η δικαιοσύνη. Η απάντηση στο ερώτημα «αναγνωρίζουμε την αγάπη;» θα είναι ξεκάθαρη. Αν δεν την αναγνωρίσαμε στα πρόσωπα των πλησίον μας, τότε δεν μπορούμε να την αναγνωρίσουμε στο πρόσωπο του Θεού. Και Εκείνος για μας θα είναι κόλαση, τιμωρία. Δεν θα μπορούμε να Τον ζήσουμε όπως είναι, δεν θα μπορούμε να Τον δούμε όπως είναι, δηλαδή ως Αγάπη. Και αυτό από μόνο του είναι η μεγαλύτερη τιμωρία. Η αιώνια απόρριψη όχι από Εκείνον, αλλά Εκείνου από εμάς. Εκείνος θα σεβαστεί την απάντηση στον διάλογο. Εμείς όμως δεν θα ξαναέχουμε ευκαιρία για να συζητήσουμε μαζί Του. Θα έχουμε κλείσει τα πνευματικά μας μάτια και θα έχουμε παραδοθεί σε ένα σκοτάδι ακοινωνησίας και μοναξιάς τόσο με Εκείνον όσο και με τους πλησίον μας.
«Αναγνωρίζουμε την αγάπη;». Αυτό το ερώτημα είναι στο οποίο μας καλεί η Εκκλησία μας να απαντήσουμε. Σε έναν κόσμο που συζητά για δικαιώματα, για δίκια, για δικαιολογίες, για επιθυμίες, για επικράτηση και εξουσία, η Εκκλησία μας υπενθυμίζει τον διάλογο που ο Θεός θέλει με τον καθέναν μας και το ερώτημα το οποίο η παρουσία Του μας θέτει. Η απάντηση είναι εύκολη και συνάμα δύσκολη. Εύκολη διότι ο πλησίον μας είναι κοντά μας. Δύσκολη διότι κι εκείνος καλείται να δώσει την δική του απάντηση στο ερώτημα. Είμαι εγώ πλησίον του άλλου; Είναι ο άλλος πλησίον για μένα; Αν ναι, έστω και για λίγο, τότε ο Θεός παίρνει την απάντηση τού ΝΑΙ στο ερώτημα. Αν όχι, ιδού καιρός μετανοίας. Και αυτό το ερώτημα αξίζει να το θέτουμε και να προσπαθούμε να το απαντούμε στην καθημερινότητά μας. Τόσο με τις υλικές διαστάσεις του όσο και με τις πνευματικές. Για να βιώνουμε την χαρά της αγάπης από τον παρόντα χρόνο και κόσμο.
Κέρκυρα, 15 Φεβρουαρίου 2015