Σκοπός της ζωής των ανθρώπων είναι η δικαίωση, η καταξίωση. Ο καθένας από εμάς, όταν θέτει έναν στόχο, βραχυπρόθεσμο ή μακροπρόθεσμο, όπως επίσης και όταν βλέπει τη ζωή του, τις σχέσεις του με τους άλλους ανθρώπους, την εργασία του, την αποστολή του, αισθάνεται την ανάγκη να υπερασπιστεί τον εαυτό του και το όραμά του, την προσπάθειά του, τις επιλογές του ενώπιον των άλλων. Η απόρριψή του από αυτούς θεωρείται πλήγμα για την αξιοπρέπειά του. Η απόρριψή του εκ του αποτελέσματος, δηλαδή η αποτυχία στην εκπλήρωση των στόχων, προκαλεί λύπη. Εύκολα ο άνθρωπος επιρρίπτει τις ευθύνες στους άλλους και στις περιστάσεις της ζωής που δεν μπόρεσαν να ανταποκριθούν και να συμβάλουν στην επίτευξη των στόχων του. Δύσκολα ο άνθρωπος κρίνει τον εαυτό του για να διαπιστώσει τι έφταιξε από δικής του πλευράς. Μόνο όμως η γνήσια αυτοκριτική, η οποία έχει να κάνει με αυτό που ονομάζουμε «ταπείνωση», αποτελεί την βάση όχι για την δικαίωση του ανθρώπου, αλλά για την επανεκτίμηση των στόχων που θέτει, της συμπεριφοράς του έναντι των άλλων, του αν εργάστηκε όσο χρειαζόταν για την δικαίωσή του. Κυρίως όμως η ταπείνωση βοηθά τον άνθρωπο, ακόμη κι αν έκανε αυτό που μπορούσε, να παραδεχτεί ότι υπάρχει μία άλλη δύναμη, ένα άλλο σχέδιο, μία άλλη πρόνοια στη ζωή που επιτρέπει ή όχι την επίτευξη των όσων ο άνθρωπος επιδιώκει.
Αν αυτά ισχύουν για την ανθρώπινη ζωή, εξίσου ισχύουν και για την πνευματική ζωή. Αυτήν που οι περισσότεροι άνθρωποι δεν θέτουμε ως προτεραιότητα της ύπαρξής μας. Τον αγώνα μας δηλαδή εναντίον του κακού στις ποικίλες μορφές του. Τον αγώνα για την βίωση της αρετής. Τον αγώνα που πηγάζει από την σχέση μας με το Θεό, την εμπιστοσύνη μας σ’ Αυτόν και στις εντολές Του. Την επιθυμία να μην είναι ο εαυτός μας μόνο η έγνοιά μας, αλλά και η αγάπη για τους άλλους που καταξιώνει αληθινά τη ζωή μας. Και στην πνευματική ζωή υπάρχει η ανάγκη για δικαίωση. Για σωτηρία. Για μετοχή στη Βασιλεία του Θεού. Για ένα σημάδι της αγάπης του Θεού, για την παρουσία Του στις καρδιές και τη ζωή μας. Και δεν είναι εγωιστικό αυτό. Είναι η ανάγκη της ατελούς φύσης μας να λάβει Πνεύμα, για να μεταμορφωθεί και να οικειωθεί την χαρά της αιωνιότητας.
Αυτή η ανάγκη για δικαίωση διαφαίνεται ιδιαίτερα στην παραβολή του Τελώνη και του Φαρισαίου, με την οποία η Εκκλησία μας εισάγει στην πιο κατανυκτική λειτουργική περίοδο του χρόνου, που είναι το Τριώδιο. Οι δύο ανθρώπινοι τύποι πηγαίνουν στο ναό, για να ανοίξουν την καρδιά τους στο Θεό. Ο ένας έχει κάθε λόγο να αισθάνεται δικαιωμένος για την ζωή την οποία έχει επιλέξει. Τηρεί επ’ ακριβώς τις εντολές του Θεού. Δεν είναι όπως οι υπόλοιποι άνθρωποι που είναι παραδομένοι στην αποστασία από το θείο θέλημα. Κυρίως, δεν είναι όπως ο τελώνης, η προσωποποίηση της αμαρτωλότητας. Δεν είναι μόνο γενική η κρίση του Φαρισαίου, αλλά και ειδική. Έχει μέτρο σύγκρισης τόσο την ζωή του κόσμου, όσο και την ζωή συγκεκριμένων συνανθρώπων του που βρίσκονται μαζί του στο ναό. Από την άλλη, ο τελώνης δεν βρίσκει κανένα επιχείρημα που να τον κάνει να αισθάνεται δικαιωμένος έναντι του Θεού. Προφανώς αποδέχεται πλήρως τα όσα ο Φαρισαίος του καταμαρτυρεί. Και εξετάζοντας τον εαυτό του μόνο η κραυγή «ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ» (Λουκ. 18, 13) μπορεί να εξέλθει από το στόμα του. Και θα χτυπήσει το στήθος του, ως ένδειξη πένθους για τη ζωή του.
Ένας άνθρωπος που αισθάνεται κατά πάντα δικαιωμένος. Και ένας άνθρωπος που αισθάνεται να μην έχει τίποτε να παρουσιάσει στο Θεό, τίποτε που να δίνει στο Θεό μία μικρή αφορμή ευσπλαχνίας για το πρόσωπό του. Και όμως, ο λόγος του Χριστού είναι ξεκάθαρος. «Κατέβη ούτος δεδικαιωμένος εις τον οίκον αυτού ή γαρ εκείνος» (Λουκ. 18, 14). Ο τελώνης έφυγε για το σπίτι του αθώος και συμφιλιωμένος με το Θεό, ενώ ο Φαρισαίος όχι. Η ταπείνωση δικαιώνει. Η επίγνωση ότι δεν είναι τελικά τα έργα μας που μας σώζουν, αλλά η μετάνοια, η ανάθεση της ζωής μας στο έλεος του Θεού, η αποφυγή της κατάκρισης εις βάρος των άλλων, που εκφράζονται με το να στεκόμαστε στην άκρη, με το να κοιτούμε χαμηλά και όχι με αυθάδεια προς τα πάνω και η παράθεση του εαυτού μας στα χέρια του Θεού.
Τελικά δεν χρειάζεται να αγωνιούμε για την δικαίωσή μας, μας λέει ο Χριστός. Χρειάζεται να βλέπουμε τα λάθη και τα πάθη μας, όχι για να απελπιζόμαστε, αλλά για να καταφεύγουμε στο ναό του Θεού, στον τρόπο της Εκκλησίας και εν τη ταπεινώσει μας ο Κύριος θα μας θυμηθεί. Δύσκολος ο δρόμος αυτός, διότι σκοντάφτει στην επιθυμία του εγώ μας να βρει αποδοχή. Ο Θεός δίδει την δικαίωση, μας λέει ο Χριστός. Ας μην την επιδιώκουμε από τους ανθρώπους, ό,τι κι αν κάνουμε. Ας έχουμε επίγνωση της ζωής, της αμαρτωλότητας, της απομάκρυνσής μας από τις εντολές του Θεού και ας επιζητούμε το έλεός Του. Κι ας έρχεται αυτή η στάση σε ρήξη με την αγωνία μας να αποδείξουμε στον εαυτό μας και στους άλλους ότι αξίζουμε. Ο Θεός μας γνωρίζει. Οι άλλοι, επειδή έχουν και οι ίδιοι αυτό το σαράκι της αυτοδικαίωσης, ακόμη κι αν μας αναγνωρίσουν, στην ουσία θα μας έχουν δεύτερους σε σχέση με τον εαυτό τους. Η αναγνώριση θα είναι στα λόγια. Ενίοτε γεννά ζήλεια, μίσος, φθόνο. Κάποτε μπορεί να γεννά αγάπη και θαυμασμό. Είναι όμως ευμετάβολη κατάσταση. Από το «Ωσαννά» περνά στο «σταύρωσον». Διότι όταν περιμένουμε την δικαίωση από τους ανθρώπους, θα αγωνιζόμαστε για να αρέσουμε σε εκείνους και αυτός ο δρόμος οδηγεί στην πνευματική κατάρρευση της υπερηφάνειας. Αλλά και ενώπιον του Θεού δεν μπορούμε να καυχηθούμε ότι δικαιωνόμαστε. Το πλήθος των αμαρτιών μας δεν το επιτρέπει. Ας επιλέξουμε την οδό της ταπείνωσης και Εκείνος θα μας δώσει και την άφεση και την τελική δικαίωση του ελέους Του, που είναι ο φωτισμός και η χαρά από την παρουσία του Πνεύματος στη ζωή μας. Αυτή που πηγάζει από την βίωση των λόγων Του: «ο ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται» (Λουκ. 18, 14). Και ας πηγαίνουμε κόντρα στο ρεύμα της εποχής και των πολλών.
Κέρκυρα, 1 Φεβρουαρίου 2015